Ήμουνα στο γυμνάσιο, και το σχολείο ήταν γεμάτο System of a Down, Guns ‘n’ Roses, Linkin Park κι Evanescence. Και τότε, ένα βράδυ, ο πατέρας μου έβλεπε ειδήσεις και με φώναξε απ’ το σαλόνι: “Ηλία, έλα να δεις. Έρχονται ξανά στην Ελλάδα οι Τζέθρο Ταλ”. Οι ποιοι; Νέος. Νέος κι αδαής. Ντροπή μου!
Ο πατέρας μου λοιπόν, ήταν ο πρώτος που μου μίλησε για τον τύπο που έχτισε ροκ ήχο γύρω από ‘να φλάουτο! Η αφεντιά μου ανακάλυψε για τα καλά τους Τζέθρο Ταλ στο πανεπιστήμιο. Συναυλίες σε ναούς κι αρχαία θέατρα, Living in the Past, Songs from the Wood, το εμβληματικό Aqualung, το προσωπικό μου αγαπημένο Too Old for Rock ‘n’ Roll: Too Young to Die! Οπότε καταλαβαίνεις, όταν έμαθα πως θα στήσω “κουβεντούλα” με τον Ίαν Άντερσον, υποσχέθηκα στον εαυτό μου τρία πράγματα:
- Δεν θα ρωτήσω για το Brexit.
- Δεν θα ζητήσω εισιτήριο για τo live στη Μόνη Λαζαριστών της Θεσσαλονίκης, στις 10 Σεπτέμβρη (θα ψάξω να βρω μόνος μου!).
- Θα συνεχίσω να χαμογελάω για πολύ καιρό.
Ξαναγύριζα τις υποσχέσεις στο μυαλό μου, μέχρι που ο Ίαν στάθηκε στο ένα πόδια και μου λέει: “Μπορούμε ν’ αρχίσουμε“. Και να…
“Φλάουτο στη ροκ”, μια πραγματικά ιδιοφυής ιδέα! Πώς προέκυψε;
Λοιπόν, ήμουν κιθαρίστας. Αλλά στα 18 μου άκουσα τον Έρικ Κλάπτον να παίζει, κι ένιωσα για πρώτη φορά ότι… ε, δεν θα γίνω σαν κι εκείνον, οπότε ίσως είχε έρθει η ώρα ν’ αλλάξω όργανο. Ένα χρόνο μετά, μπήκα σ’ ένα κατάστημα μουσικών ειδών για ν’ ανταλλάξω την κιθάρα μου (μια Fender Stratocaster) με… βασικά με οτιδήποτε! Έριξα μια ματιά κι είδα στον τοίχο ένα καλογυαλισμένο φλάουτο. Χωρίς συγκεκριμένο λόγο, λέω: “Θα πάρω αυτό!”. Έτσι, αυθόρμητα. Μόνο και μόνο γιατί ήταν… γυαλιστερό!
Όμως, ξέρατε να παίζετε;
Καθόλου! Μου πήρε μισό χρόνο απ’ τη μέρα που τ’ αγόρασα, μέχρι να βγάλω μια νότα από κει μέσα. Ήταν Δεκέμβρης του ’67, έπαιξα τη νότα και 10 λεπτά μετά, έπαιξα μια δεύτερη. Σε μισή ώρα είχα πια 5 νότες. Ήταν η πεντατονική κλίμακα του μπλουζ. Κι έτσι μπορούσα να παίζω αυτοσχέδια σόλο. Οπότε, λίγο μετά τα Χριστούγεννα, ιδού: ήμουν στο Μarquee Club κι έπαιζα φλάουτο! Έτσι άρχισαν όλα.
Κι ακόμα συνεχίζονται…
Ναι, το φλάουτο κόλλησε μαζί μου γιατί στα πρώτα βήματα των Τζέθρο Ταλ, οι άνθρωποι έβρισκαν κάτι διαφορετικό εκεί. Δεν ήμασταν σαν τις άλλες μπλουζ μπάντες, εμείς είχαμε στη μέση έναν τύπο να στέκεται στο ένα πόδι και να παίζει φλάουτο. Μας βοήθησε αυτό να κάνουμε μια πρώτη αίσθηση, στη Βρετανία.
Ξέρω όμως ότι παίζετε και μπουζούκι, σωστά;
Σωστά, ναι. Πάλι πίσω στο ’69, είχα βρει ένα μαντολίνο. Ούτε μαντολίνο ήξερα να παίζω, αλλά μπόρεσα να καταφέρω μερικές συγχορδίες. Ήταν μαντολίνο με “κούρμπα”, ξέρεις, όχι απ’ αυτά με την επίπεδη πλάτη. Ελληνικού τύπου, έμοιαζε λίγο με μπουζούκι. Άρχισα έτσι να ψάχνω κι άλλα έγχορδα – κάποια στιγμή σ’ ένα παλιατζίδικο αγόρασα μια μπαλαλάικα, κι έπειτα ένα μπουζούκι. Βασικά, αν κάνουμε ένα χρονικό άλμα στο ’90, θα με βρεις με 3-4 μπουζούκια σε διάφορα μεγέθη. Δεν έχουν και τεράστια διαφορά απ’ την κιθάρα, έχουν όμως “διπλές” χορδές κι αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον, δεν συμφωνείς;
Εγώ είμαι Έλληνας, δεν είμαι αντικειμενικός. Το ακούμε απ’ όταν γεννιόμαστε…
Καταλαβαίνω…
Οπότε, θα σας δούμε να παίζετε μπουζούκι σε κάποιο live; Στην Ελλάδα τουλάχιστον;
Εεε, δεν νομίζω. Δεν θέλω να κουβαλάω τόσα όργανα μαζί μου όποτε πάμε σε περιοδεία, είναι… είναι πάρα πολύ κουβάλημα! Είμαι απλός άνθρωπος. Μια χειραποσκευή, 4 ζευγάρια κάλτσες, 4 εσώρουχα, ένα-δυο ζευγάρια παντελόνια και την οδοντόβουρτσά μου. Αυτά. Δεν θέλω μπερδεμένες καταστάσεις και πολλές αποσκευές…
Η ελληνική μουσική σας αρέσει;
Μμμ… Είναι λίγο σαν να ρωτάω εσένα αν σ’ αρέσει η βρετανική κουζίνα! Η Ελλάδα, όπως κι η Βρετανία, έχουν πολλές και διάφορες μουσικές. Και πολλά διαφορετικά φαγητά. Μπορεί να νομίζεις πως η αγγλική κουζίνα είναι μόνο roast beef, πουτίγκα και fish ‘h chips, όπως διάφοροι άνθρωποι πιστεύουν ότι ελληνική κουζίνα θα πει μουσακάς και σουβλάκι. Όταν λοιπόν με ρωτάς αν μ’ αρέσει η ελληνική μουσική, εμένα το μυαλό μου πάει σε μερικά συγκροτήματα μέταλ ή σε Έλληνες μουσικούς της τζαζ. Οπότε είναι λάθος να σου πω ότι ναι μ’ αρέσει, όπως είναι λάθος να σου πω ότι μ’ αρέσει η ελληνική κουζίνα όταν έχω φάει μόνο μουσακά.
Ωραία, πάμε τότε στη δική σας μουσική. Πολύ χαρακτηριστικός ήχος, οι Τζέθρο Ταλ παίζουν Τζέθρο Ταλ. Όμως αν πρέπει να τους εντάξουμε κάπου, τελικά είναι blues, είναι rock, είναι folck, είναι soul;..
Στην πρώτη κριτική που διαβάσαμε για τους Τζέθρο το ’69, η έκφραση ήταν: “progressive rock”. Ακόμα σήμερα, μου ακούγεται εντάξει. Ξέρεις, καλό για βιογραφικό! Ναι, είμαι μουσικός της “progressive rock”. Αυτό λέγαμε τότε, αυτό λέμε σήμερα. Φυσικά υπάρχουν άνθρωποι που μας τοποθετούν στο ράφι της folk rock. Στις αρχές, κάνα δυο κομμάτια έγιναν δημοφιλή στα ραδιόφωνα, οπότε ίσως κάποιοι πίστεψαν ότι είμαστε… pop! Όπως και να ‘χει, για μας το “progressive rock” δουλεύει μια χαρά.
Ωστόσο, όπως είπες, παίζουμε Τζέθρο Ταλ. Γιατί ν’ ανήκουμε σ’ ένα είδος; Οι πιο σπουδαίες μπάντες, οι πιο μεγάλοι μουσικοί, πάντα ήταν δύσκολο να μπουν σε κατηγορίες. Τι έπαιζε ο Ντέιβιντ Μπάουι; Ο Φρανκ Ζάπα; Μπορείς να παίζεις απλή μουσική. Να έχεις ένα προσωπικό “status quo” στον ήχο σου, είναι οκ. Αλλά πιστεύω πως η δική μας μουσική, ήταν πάντα λίγο πιο… ιδιαίτερη, πάντα ζούσε μέσα σε διάφορα στιλ. Κι έτσι την προτιμώ.
Ξέρω ότι η σχέση σας με τη θρησκεία είναι επίσης… ιδιαίτερη! Θα θέλατε να μου πείτε γι’ αυτή;
Λοιπόν, καταρχάς δουλεύω πολύ στην εκκλησία. Μαζεύω χρήματα για μεγάλους ναούς, όχι μόνο εδώ στην Αγγλία αλλά και σ’ άλλες πόλεις της Ευρώπης. Οπότε, θεωρώ πως είμαι άνθρωπος που δουλεύει για τη χριστιανική εκκλησία. Υπολογίζω πως δίνω το 1/10 του ετήσιου εισοδήματός μου για να οργανώνω δωρεάν συναυλίες, να πληρώνω τους συνεργάτες μου, τα ξενοδοχεία, τα ταξίδια, και να μαζέψω χρήματα στους ναούς μας. Είναι μια μάλλον απλή εξίσωση: 1/10 στην εκκλησία, τα υπόλοιπα 9/10 μου τα τρώνε οι φόροι!
Ωστόσο δεν είμαι πιστός, κι η εξήγηση είναι απλή: για μένα, η πίστη σε μια θρησκεία απαιτεί βεβαιότητα. Δεν πιστεύω στις βεβαιότητες. Πιστεύω στις πιθανότητες. Στις δυνατότητες. Αλλά με τίποτα σε βεβαιότητες. Οπότε δεν μπορώ να πιστέψω σ’ έναν υπερβατικό θεό που θ’ ακούει τις προσευχές μου και θα με κάνει πλούσιο κι αιωνόβιο. Όχι, δεν είμαι χριστιανός, αλλά έχω “πιστεύω”. Είμαι κάπου ανάμεσα στο ντεϊσμό και τον πανθεϊσμό. Ε, αν θέλει τώρα κάποιος ορισμούς γι’ αυτά τα δύο, ας ρωτήσει τον κύριο Google, θα τα πει καλύτερα από μένα…
Κάτι τελευταίο, που δεν μπορώ να μη ρωτήσω. Κύριε Άντερσον, είναι ποτέ κανείς στ’ αλήθεια “πολύ γέρος για το rock ‘n’ roll”;
Να σου πω. Έβλεπα σήμερα το πρωί ένα ντοκιμαντέρ για το Μάικλ Τζάκσον. Έπιασα λοιπόν τον εαυτό μου να σκέφτεται πως, αυτός ο άνθρωπος πέθανε στα 50 του. Κι η μουσική βιομηχανία έχει μια σειρά από παραδείγματα ανθρώπων που έφυγαν νωρίς. Η Έιμι Γουάινχαουζ, ο Κερτ Κομπέιν, κάποιοι (αρκετοί) δεν πέρασαν ούτε τα 27 τους. Κάποιοι φτάσανε μέχρι τα 50. Μερικοί σταθήκαμε πιο τυχεροί. Φυσικά, υπάρχει πάντα ο Τζον Λι Χούκερ που έδινε παραστάσεις στα 90 του. Όμως, ας είμαστε ρεαλιστές. Εμείς στον κόσμο της τέχνης και της ψυχαγωγίας, θα θέλαμε να συνεχίζουμε ως τα ’70 ή τα ’80, αλλά δεν ζει κανείς για πάντα. Κάθε χρόνο πηγαίνω για εξετάσεις αίματος, τσεκ-απ στους πνεύμονες, κολονοσκοπήσεις, κι όλα είναι εντάξει. Όμως, μια χρονιά θα λάβω άσχημα νέα. Και τότε δεν θα είμαι απλώς πολύ γέρος για rock ‘n’ roll, θα είμαι ίσως πολύ γέρος για να σηκώνομαι το πρωί και να παίρνω την εφημερίδα μου. Κι ένα πρωί δεν θα ξυπνήσω καν. Σύντομα ή αργότερα.
Ωστόσο, κάνουμε μια δουλειά που τουλάχιστον μας επιτρέπει να συνεχίζουμε. Κανείς δεν θα σου πει: ως εδώ! Δεν είμαστε αθλητές, ούτε οδηγοί της Formula1. Οπότε, ελπίζω πως θα μπορώ να συνεχίζω για μερικά χρόνια ακόμα, χωρίς να είμαι “πολύ γέρος για rock”. Μέχρι τελικά να γίνω…
Οι Jethro Tull θ’ αποδείξουν γι’ ακόμα μια φορά ότι δεν είναι καθόλου γέροι για (progressive) rock, στις 10 του Σεπτέμβρη που μας έρχεται, στη Μονή Λαζαριστών της Θεσσαλονίκης.