Απ’ όλους τους ανθρώπους που ‘χουν αξία μεγάλη και ζωή σημαντική, εγώ πάντα πιο πολύ θαύμαζα τους ήσυχους. Εκείνους που ‘χουν ζήσει μια ζωή σαν δέκα δικές μου, αλλά δεν βγάζουνε ντελάλη να τη διαφημίσουν. Εκείνους που ‘χουν να πούνε τόσα πράγματα, εκείνους που αξίζει να του ρωτάς και να σου λένε, κι ωστόσο μένουν στο πλάι, στο περιθώριο, διαλέγουν πώς και πότε θα μιλήσουν και χάνουν ευχαρίστως την ευκαιρία τους να γίνουν “διάσημοι”, “γνωστοί”, μαϊντανοί. Ναι, σίγουρα, απ’ όλους τους σπουδαίους ανθρώπους αυτού του κόσμου, σίγουρα περισσότερο θαυμάζω τους σιωπηλούς.

Κι απ’ αυτούς, οι πιο σπουδαίοι, τις πιο πολλές φορές θέλουν να μένουν εκεί, στη γωνία, στο περιθώριο, θέλουν να πηγαίνουν τον παράλληλο δρόμο τους μακριά απ’ τα φώτα, γιατί ντρέπονται. Δεν ξέρουν καν πόσο σπουδαίοι είναι, δεν ξέρουν πόσο ξεχωρίζουν μες στο πλήθος των ανθρώπων, τα φώτα τους κάνουνε να νιώθουν άβολα, γιατί “…ποιος είμαι πια εγώ που θα μιλήσω και θ’ ακούσετε“. Λοιπόν, δεν τονε γνώριζα προσωπικά, δεν πρόλαβα, δεν μπόρεσα, μα πάντα πίστευα πως…

…ο Γιώργος Κοτανίδης ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος – ένας σπουδαίος “ήσυχος”!

Τι ξέρω να πω στα σίγουρα γι’ αυτό τον άνθρωπο; Ότι είχε όσα χρειάζεται να ‘χει ένας άνθρωπος για να μπορείς, έστω κι αν δεν ανήκει στους ήρωές σου, κάθε φορά που τον συναντάς και τον ακούς να συζητάει, να τον θαυμάζεις. Να τον ζηλεύεις. Να λες: “Να, έτσι θα ‘θελα να ‘μαι στα 60 και στα 70 μου”, και να σε τρώει για λίγο ένα μικρό μαράζι αν βλέπεις πως δεν θα ‘σαι.

Ο Κοτανίδης ήταν συμπαθής, όχι με την έννοια τη χλιαρή της χειραψίας, μα με τη δυνατή – της αγκαλιάς. Ήταν ζεστός, ήρεμος, στ’ αλήθεια διαβασμένος. Ήταν ιδεολόγος πραγματικός, χωρίς να βάζει αλυσίδες και μαρκίζα στις ιδέες του. Αριστερός, μα όχι απ’ αυτούς, ή απ’ τους άλλους, ή απ’ τους τρίτους. Ο Κοτανίδης ήταν μπροστά στη δολοφονία του Λαμπράκη, έκανε “Ελεύθερο Θέατρο” μες στη χούντα, μπήκε στη φυλακή κι από τους πρώτους στο Πολυτεχνείο. Ήταν εκεί να δει, ν’ αγωνιστεί, να ζήσει, μα όχι κι αργότερα για ν’ ανταλλάξει όλ’ αυτά με την αναγνώριση και την καρέκλα της μεταπολίτευσης. Είπαμε, ήσυχος. Σημαντικός. Στο περιθώριο. Ένας πραγματικός…

…άνθρωπος των γραμμάτων, μ’ ακαδημαϊκή γοητεία κι αληθινό χαμόγελο!

Μ’ εμφάνιση προσεγμένη, φροντισμένος άνθρωπος μα όχι απόμακρος. Ούτε υπερόπτης. Χωρίς κουλτούρα θολή, άυλη, χαμένη στην ομίχλη του δήθεν. Χωρίς απωθημένα δόξας, δίχως καμία ανάγκη να γίνει λαϊκός ήρωας με κάθε κόστος. Χωρίς βεντετισμούς κι εγωπάθειες – αυτές άλλωστε είναι παιδικές ασθένειες που τις εμφανίζουν συνήθως όσοι έχουν χαθεί μες στην ομίχλη, αφού απέτυχαν να γίνουν λαϊκοί ήρωες. Ο Κοτανίδης λοιπόν δεν είχε ανάγκες τέτοιες, πατούσε στα πόδια του. Ήταν πραγματικός καλλιτέχνης, τις τέχνες του τις αγαπούσε και σεβόταν το κοινό του.

Αγαπούσε και σεβόταν. Σ’ όποια παράσταση τον είδες, σ’ όποιο ρόλο, όποια σελίδα του κι αν διάβασες, αυτό είναι που σου μένει πρώτ’ απ’ όλα. Ένας άνθρωπος που ‘χε τα δυο σημαντικότερα χαρακτηριστικά ενός πραγματικά ωραίου ανθρώπου: αγαπούσε και σεβόταν. Κι είχε να πει. Όταν μιλούσε, αυτά που έλεγε είχαν αξία, είχαν ουσία, τα ‘λεγε για σένα – όχι για κείνον. Όχι για να θαυμάσεις όσα ξέρει, όχι για να ζηλέψεις όσα έζησε, μα για να μάθεις, για να σου ανοίξει μια κουβέντα που θα την κουβαλήσεις μαζί σου ως το σπίτι, και που θα τη σκέφτεσαι με το κρασί και με το βραδινό σου. Και, ακριβώς γι’ αυτό, ζήλευες και θαυμάζεις.

Ξέρω, χρησιμοποίησα ενεστώτα, αλλά ο θαυμασμός βλέπεις, δεν φεύγει μαζί με τη ζωή. Ο θαυμασμός φεύγει όταν χάνει το λόγο να υπάρχει. Όταν μένει ξεκρέμαστος, γιατί η αξία των ανθρώπων ήταν παραφουσκωμένη, και τώρα τρύπησε, χάνει αέρα. Μα ο Κοτανίδης ήταν απ’ τους ήσυχους, απ’ αυτούς που βαδίζουνε στον παράλληλο δρόμο. Κι αυτοί οι άνθρωποι δεν το τρομπάρουν το εγώ τους, κι ούτε φοβούνται την καρφίτσα που απειλεί να κλέψει τον αέρα. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν αξία γεμάτη, βάρος ειδικό, δεν κάνουν φασαρία για να τους προσέξεις. Κι αν τους ανακαλύψεις, δεν σε απογοητεύουνε ποτέ…