Απ’ όλους τους ηθοποιούς της ασπρόμαυρης ελληνικής εποχής, αν με ρωτήσεις ποιος ήταν ο καλύτερος, θα σου αραδιάσω ένα σορό ονόματα κι απόφαση δεν πρόκειται να πάρω. Μην είν’ ο Ηλιόπουλος, με τον αέρα “Φρεντ Αστέρ” και τη νευρωτική του φυσικότητα; Μην είν’ ο Χορν με τη σπουδαία γκάμα, ο Κωνσταντάρας ο πληθωρικός, ο Βέγγος που ‘ταν από μόνος του σχολή, ή ο τόσο γήινος Λογοθετίδης; Μην είν’ ο Αλεξανδράκης με τον αέρα του “μπον βιβέρ”, ή ο Παπαγιαννόπουλος, ο Σταυρίδης, ο Αυλωνίτης, ή ο Φωτόπουλος που ‘χε λατέρνα κι ήταν και “μουστάκιας”;
Πράγματι, αν ψάξω τον καλύτερο, θα μπω σε δύσκολες φουρτούνες. Άμα ρωτήσεις όμως ποιον απ’ όλους έχω πιο πολύ μες στην καρδιά μου, το πράγμα γίνετ’ εύκολο, αφού υπήρξε ένας που ‘ταν ο πιο ζεστός, ο πιο άμεσος, ο πιο “δικός σου άνθρωπος”. Υπήρξε ο…
…Παντελής Ζερβός, ο “θείος σου απ’ το χωριό” σε άσπρο-μαύρο!
Γεματούλης, χαμογελαστός, ο Παντελής Ζερβός κατάφερνε να μπαίνει στην καρδούλα σου όταν ήταν Κουτσοπυργιώτης μπάρμπας, και να μη βγαίνει από κει όταν γινόταν βουλευτής κι έψαχνε “ψεύτη” για να δικαιολογήσει τις “λαδιές του”. Τονε χαιρόσουνα όταν έκανε μάθημα “σεξουαλικής απελευθέρωσης” στον Ορέστη Μακρή (πριν σκάσει μύτη η θεία απ’ το Σικάγο κι αρχίσει να ρίχνει κανάτια”), και συνεχίζεις να τονε χαίρεσαι όταν γίνεται ο πατέρας που τα ‘χει όλα κανονισμένα: “Να βρεις εσύ μια καλή κοπέλα με προίκα, να βρει κι η Αννούλα μας ένα καλό παιδί που να μη θέλει προίκα… Μ’ αφήσατε; Δεν μ’ αφήσατε!“. Τον ένιωθες για γείτονα, για φίλο, κι ακριβώς γι’ αυτό, είναι αδικημένος ο Ζερβός στις μέρες μας. Γιατί τον αγαπάμε!
Εξηγούμαι, καθώς αυτό που γράφω από πάνω, δεν βγάζει νόημα χωρίς εξήγηση. Λοιπόν: ρίξε μια ματιά στη λίστα που ‘χει μέσα η πρώτη παράγραφος. Αν σε ρωτήσω: “Ποιον ξέχασα να γράψω;” ίσως μου πεις: “Το Χατζηχρήστο που ήταν μετρ στους αυτοσχεδιασμούς”, ή “το Βουτσά, που τον διδάσκουν στα Παρίσια”. Σίγουρα πάντως, δεν θα μου πεις τον Παντελή. Γιατί ο Ζερβός καλά-καλά δεν είναι ηθοποιός, αυτή είναι η εντύπωση που έχουμε. Δεν είναι ηθοποιός, είναι μονάχα αυτό που είναι: ο βουλευτής, ο θείος, ο πατέρας, η παρέα του καφενείου κι ο παπάς της Μανταλένας… Κι αν με κατάλαβες σ’ αυτό που πάω να πω…
…φως-φανάρι: είναι μαζί κι ένας απ’ τους πιο πειστικούς ηθοποιούς της εποχής του!
Μπορεί λοιπόν ποτέ να μη γραφτεί, φαρδύ πλατύ τ’ όνομά του στις λίστες με τους ήρωες της ελληνικής σινε-αγνότητας. Γιατί ερχόταν απ’ τον πάγκο, πάντα ήταν δεύτερο όνομα, δεν είδε μια ταινία γραμμένη για τον ίδιο. Μα πιο πολύ απ’ αυτό (στο τέλος-τέλος κι ο Παπαγιαννόπουλος από τον πάγκο ερχότανε!), γιατί τον Παντελή Ζερβό ποτέ σου δεν τον έβαλες μες στους ηθοποιούς, ποτέ δεν τον φαντάστηκες να μελετάει το σενάριο. Κι ας μπορούσε να ‘ναι ο Σάντσο Πάντσα του καλύτερου Κιχώτη που είδε το ελληνικό θέατρο. Κι ας μπορούσε να ‘ναι από χωριό με προφορά, κι “ευτούνη τη στιγμή”, και με τις συλλαβές κομμένες στα μισά της λέξης. Κι ας μπορούσε να ‘ναι με ίδια ευκολία μικροαστός πρωτευουσιάνος νοικοκύρης, ή δικηγόρος άξιος και ρήτορας, μα και πολιτευτής μπερμπάντης κι ανοικοκύρευτος. Ηθοποιός όμως (για μας) δεν ήταν.
Και δεν ήταν, γιατί πάντα, μα πάντα η ίδια χαρά σ’ έπιανε – η ίδια που σε πιάνει ακόμα (τουλάχιστον σ’ εμένα έτσι συμβαίνει) όταν τον βλέπεις στο καφενείο του να περιμένει το εγγόνι στα Κίτρινα Γάντια. Κι ακόμα ίσως να σκέφτεσαι, ίσως και να το λες στα δυνατά:
“Έλα μπαμπά, ο θείος ο Παντελής είναι ξανά στην τηλεόραση!”.