Αν σου διαβάσω Καββαδία, στ’ αυτιά σου θα ‘ρθει μουσική. Κι η μουσική αυτή θα ‘χει όνομα. Κι άμα σου πω: “Άλκης Αλκαίος”, ξανά ένα όνομα θα ‘ρθεί να κάτσει μες στη σκέψη σου – χάραγμα πάνω στην “Αργώ” και στην “Πιρόγα“. Κι όταν θ’ ακούσεις να μιλάνε για “Δημήτρη Μητροπάνο”, ξανά το ίδιο όνομα θα ‘ρθεί: θα βάλει τζίφρα στον καλύτερο δίσκο του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού, “Για μια Ντολόρες“, και για μια “Ρόζα“, κι ένα ζεϊμπέκικο των γελαστών και γελασμένων. Κι αν τέλος σου φωνάξω: “Μπέρτολτ Μπρέχτ” και θέλω πλάι στο ποίημα να βάλω μουσική, αυτό το ίδιο τ’ όνομα, μικρούτσικο, θα ‘ρθει να μπει φαρδύ πλατύ κάτω από τη “Μπαλάντα του Έμπορα” κι από τα “Μαύρα Δάση“.
Ετούτο τ’ όνομα λοιπόν, εγώ το ‘χω αγαπήσει όσο λίγα. Γι’ αυτό, συμπάθα με, μα δεν θα καταφέρω ν’ αραδιάσω εδώ από κάτω λόγια για έναν άνθρωπο που ‘ταν μαζί συνθέτης μέγιστος συμφωνικής μουσικής, όσο και τατουάζ πάνω στο δέρμα του καλού ελληνικού τραγουδιού. Δεν θα σου πω για ένα μαέστρο που καθότανε στο πιάνο και ξάφνου αρχίζαν καταιγίδες, ορμούσαν στην πλατεία οι πειρατές, ξυπνούσε μέσα σου η εξέγερση κι έτρωγες μαχαιριές κατάστηθες απ’ το μαχαίρι της αγάπης. Δεν θα σου πω…
…για ένα Μικρούτσικο που ήταν τεράστιος, μα για ένα Θάνο που ήταν ο δικός μου.
Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που άκουσα τον “αδερφό του Αντρέα”. Ήταν μια εκπομπή στην ΕΡΤ, και τραγουδούσαν το “Μαχαίρι“. Οι στίχοι του Καββαδία είχαν το μαγικό σκοτάδι της αρχαίας τραγωδίας, μα ήταν η μουσική που με πήρε και με σήκωσε, την ώρα που το στιλέτο άλλαζε χέρια κι έριχνε στο έγκλημα πρώτα το Δον Μπαζίλιο, μετά τον Κόντε Αντώνιο, κι άλλους ακόμα μέχρι να φτάσει στον ποιητή που ‘δωσε φράγκα εφτά να τ’ αγοράσει. Η εκπομπή τελείωσε μαζί με το τραγούδι, μα η δουλειά είχε γίνει: απ’ την επόμενη στιγμή, η αφεντιά μου το ‘ξερε πια ότι “ακούει Μικρούτσικο”.
Να ‘μαστε ειλικρινείς, κανείς ποτέ δεν μπόρεσε ν’ ακούει Μικρούτσικο. Δεν σ’ άφηνε ο μπαγάσας να τον ακούς απλώς, το δίλημμα ήταν πιο βαθύ – να σε λερώνει: ή τον αγαπάς, ή τον αφήνεις. Πώς τον αφήνεις, δεν έχω ιδέα, ίσως το δίλημμα να ‘ταν μονόδρομος. Για μένα ήταν. Εδώ που τα λέμε, πώς ν’ αντισταθείς στο μαέστρο με τα μακό μπλουζάκια τ’ ασουλούπωτα, με την τραχιά φωνή, το ελαφρύ του ψεύδισμα, σ’ αυτό τον άνθρωπο που δεν είχε ούτε τόση δα επιτήδευση, πώς γίνεται ν’ αντισταθείς σε κάτι τόσο ντόμπρο; Χτύπαγε τα πλήκτρα δυνατά μέχρι να νιώσεις τον ήχο να σου γδέρνει το δέρμα σου, φώναζε στους μουσικούς: “Ωραίο!” κι ήταν σαν να χορεύει το ζεϊμπέκικο εκείνος, στιβαρά, παλικαρίσια, όπως αξίζει να χορεύεις τα ζεϊμπέκικά του. Κι ύστερα κουνούσε το κεφάλι στο ρυθμό της τρικυμίας, κι είχε πετάξει ήδη εκεί μέσα την καρδιά σου να θαλασσοδέρνεται. Βλέπεις, κάθε που έπαιζε τα πρώτα μέτρα, όποιο τραγούδι θέλεις διάλεξε και κοίτα, ο Θάνος…
…δεν έπαιζε πια μουσική, γινόταν μουσική ολόκληρος!
Κι ούτε άφηνε να μείνει ο τραγουδιστής απ’ έξω. Οι μουσικοί. Εσύ ο ίδιος. Όλοι γινόσασταν μουσική, και πεταγόσουν όρθιος κι εσύ απ’ την καρέκλα στο φινάλε των “7 Νάνων“, γιατί πώς θα μπορούσες δηλαδή να κάτσεις κάτω;
Ταξίδεψα λοιπόν με τα καράβια του, κι ήταν ταξίδι κανονικό, μύριζαν οι χορδές κι οι νότες θάλασσα. Με πήρε από το χέρι και μπήκαμε, Υπέροχα Μονάχοι μες στου Αιώνα την Παράγκα, έδωσε παραγγελία “μισή μεζούρα τζιν με λίγο αψέντι” και μού ‘μαθε πώς ξεκινάει ένα χασάπικο για να γίνει ζεϊμπέκικο στην πρώτη λέξη. Και πώς τον πόνο τον ξορκίζεις “Κούκος μονός σ’ ένα ταμπλό“. Μού ‘κανε κουβέντα για την Ιστορία που βγάζει βρόμες και που ξεσκίζει οράματα, και μ’ ανάγκασε ο αθεόφοβος να πάω κόντρα στους πιο δικούς μου κανόνες, μέχρι Άρλεκιν άκουσα για χάρη του! Και τώρα;
Τώρα που τα περάσματα στενέψανε, τώρα που κρεμόμαστε από ένα κλαράκι του γκρεμού, τώρα που η μέρα χαράζει σα γυαλί…
…Θάνο, πού πας;
Είναι απ’ τις μέρες που, άνθρωποι σαν κι εμένα, γκρινιάρηδες που σιχτιρίζουν την τεχνολογία, το βουλώνουν. Είναι απ’ τις μέρες που όσοι νοσταλγούν βινύλια και λιγότερες οθόνες, στα κρυφά ευχαριστούν τη μοίρα, το Θεό, όποιον τους έριξε στην εποχή που ‘χει YouTube και που μπορείς ν’ ακούς, να βλέπεις, να λες στον εαυτό σου ψέματα: “Δεν πέθανε, να ‘τος, καπνίζει το τσιμπούκι του, είναι στο πιάνο, θα παίξει, θα τραγουδήσει, όσοι με το χάρο γίναν φίλοι…“.
Θα ‘ρθουν και μέρες που θα στη ρίξουν τη σφαλιάρα. Όπως στη ρίχνει ακόμα για τον Άλκη, όπως στη ρίχνει για το Μήτσο. Κανείς δεν γίνεται φίλος με το χάρο, κι ο Θάνος δεν είν’ εδώ, πήγε να βρει τους άλλους… Μα τότε να θυμάσαι αυτό το “…ένας απόλυτα ευτυχισμένος άνθρωπος“, και να χαμογελάς τουλάχιστον γι’ αυτόν που έζησε, που κυνήγησε την ουτοπία του, που έμαθε ότι τον αγαπούν, που έφυγε παλικάρι.
Στο φινάλε, όλη η ουσία είν’ αυτή, έζησε μια ζωή μ’ ανθρώπους να τον αγαπούν! Μα επίτρεψέ μου Θάνο να σου πω κι αυτό το τελευταίο. Κάθε φορά που το ‘λεγες στις συναυλίες σου, πως έζησες “έναν απ’ τους τρεις πιο σημαντικούς συνθέτες της Ελλάδας”, κάθε φορά που έλεγες για τον Τσιτσάνη σου, την “Αχάριστη” και τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”, το ίδιο σκεφτόμουνα. Μάλλον δεν το ‘ξερες (ή μάλλον δεν τ’ αποδεχόσουν), αλλά κι εμείς ζήσαμε την εποχή ενός συνθέτη τόσο μεγάλου, που τ’ όνομά του έμοιαζε ν’ αυτοσαρκάζεται μες στην τεράστια αξία του.
Ζήσαμε την εποχή της “Ρόζας” και του “Ερωτικού”. Μια εποχή που ‘χε φωνή, ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς μεγάφωνους, μικρόφωνους, παράφωνους. Μια εποχή επάνω στο φτερό του καρχαρία. Ζήσαμε στην εποχή του Θάνου Μικρούτσικου!
Καλό ταξίδι, Θάνο… Καλή αντάμωση…