Ο Έντουαρντ Νόρτον, είναι ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς, που έβγαλε η γενιά του. Για την αφεντιά μου, είναι ο καλύτερος με διαφορά. Ευτυχώς, όταν ανοίγει η κινηματογραφική κουβέντα, για τη δική του αφεντιά, είναι πολλοί οι φίλοι που υπερθεματίζουν, κουνώντας το κεφαλάκι τους με μια συγκατάβαση κι ένα ολίγον πικρό χαμόγελο, γιατί ποτέ δεν έκανε την καριέρα που του άξιζε. Όχι ότι είναι μεγάλος ο άνθρωπος, μόλις που πάτησε τα 50 έτη. Για να είμεθα ακριβείς τα έκλεισε, στις 18 Αυγούστου που μας πέρασαν. Δεν ξέρω, πως τα γιόρτασε εκείνη τη μέρα, ωστόσο στη χρονιά που διανύουμε έκανε δώρο στον εαυτό του την ολοκλήρωση ενός πρότζεκτ, με το οποίο έναν εθισμό τον είχε πάθει. Μιλάμε φυσικά για τις “Σκιές του Μπρούκλιν“, ένα έργο με το οποίο είχε ξετρελαθεί ο φίλος μας ο Έντουαρντ αγοράζοντας αμέσως τα δικαιώματα κινηματογραφικής μεταφοράς του ομότιτλου βιβλίου του Τζόναθαν Λέθεμ.
Μόλις το έμαθα, σκέφτηκα που έμπλεξε πάλι αυτή η τυπάρα; Ο Νόρτον άλλωστε, πέρα από ευφυής και χαρισματικός ηθοποιός έχει και αυτή την καλλιτεχνική πετριά, που δεν τον άφησε να γίνει ο επόμενος Ρόμπερτ Ντε Νίρο, όταν μεσουρανούσε κινηματογραφικά στο δεύτερο μισό του 1990 και στις αρχές του 2000. Ήθελε να έχει τον τελευταίο λόγο, σε πολλές από τις ταινίες που συμμετείχε, βγάζοντας τη φήμη του γκρινιάρη και του περίεργου που δεν μπορούσε να πειθαρχήσει στις επιταγές της βιομηχανίας. Κάπως έτσι, βρέθηκε να λειτουργεί σαν παρίας, ακολουθώντας τον δικό του μοναχικό δρόμο.
Πάντα άλλωστε εκείνον ακολουθούσε. Από τον “Φόβο Ενστίκτου“, που στραπατσάρει τα μούτρα του Ρίτσαρντ Γκιρ, χαρίζοντας από τις πιο οργασμικές twisted performances, στο αμερικανικό σινεμά των τελευταίων 25 χρόνων. Τσίμπησε και μια υποψηφιότητα, αλλά όχι και το αγαλματίδιο. Ακολούθησε ένας δεύτερος αποστομωτικός ρόλος, σε ένα από τα πιο υποτιμημένα ταινιάκια του Γούντι Άλεν, το “Everyone Says I love You“, πριν έρθει το “American History X” και μας στείλει όλους για βρούβες. Τσιμπάει αναμενόμενα την υποψηφιότητα Α’ Ανδρικού, αλλά χάνει το Όσκαρ, σε μια απονενοημένη απόφαση της Ακαδημίας να το δώσει στον Μπενίνι που έκανε μηρυκαστικά τον Μπενίνι στο “Η ζωή είναι ωραία”.
Την επόμενη χρονιά ο Φίντσερ γυρνάει το καλτ έπος του Τσακ Πόλανιουκ, “Fight Club” και δίνει τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε Μπραντ Πιτ και Έντουαρντ Νόρτον. Κι αν ο Πιτ τερματίζει το κούλνες ο Νόρτον είναι η ταινία, μέσα από την ιδιοφυή προσέγγιση ενός ρόλου που σφράγισε μια ολόκληρη γενιά κι ερμηνεύτηκε αφοπλιστικά από το παρανοικά και νιχιλικά έξυπνο παίξιμο του φίλου μας. Η Ακαδημία τον αγνοεί επιδεικτικά, στερώντας του και την υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Ο Νόρτον τους γράφει στα υπόλοιπα βραβεία του και γυρνάει το “Score” με τον (υποκριτικά) μπάμπα του Ντε Νίρο και τον παππού του Μάρλον Μπράντο, πριν σκαρώσει μαζί με τον Spike Lee, μια από τις σημαντικότερες ταινίες του 21ού αιώνα. Η “25η Ώρα” κι ο μονόλογος του μπροστά στον καθρέφτη, είναι η απαρχή και το τέλος του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά. Tσιμπάει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον “Κόκκινο Δράκο”, βγάζοντας τα πέρα με ολόκληρο Άντονι Χόπκινς, ενώ μας αφήνει με το στόμα ανοιχτό στο αδικημένο έπος “Death to Smoochy” του Ντάνι Ντε Βίτο. Έκτοτε, μια σειτά αποτυχημένων επιλογών των βάζουν σε δεύτερο πλάνο. Μην νομίζεις βέβαια, πως δεν αφήνει το στίγμα σε ταινιάρες αλλά ένας “Μάγος Αιζενχάιμ” και 2 ρολάκια στα όρια του γκεστιλικίου στα “Moonrise Kingdom” και “Grand Budapest Hotel” του Γουές Άντερσον, τι να μας πουν για κάποιον σαν τον Νόρτον! Μας δίνει κι έναν αποτυχημένο “Χαλκ“, πριν οι Avengers ισοπεδώσουν το Hollywood (βάλε κι ένα ξεκαρδιστικό στον “Δικτάτορα“) και περιμένουμε τον Ινιαρίτου, να δώσει επιτέλους ένα ρόλο και μια ταινία ικανή, να δείξει τα υποκριτικά κάκαλα του Νόρτον. Στο “Birdman” παίζει ελάχιστα από το σενάριο και μπόλικο από τον εαυτό του, παίζοντας έναν δύστροπο ηθοποιό που αυτοεγκλωβίζεται στη μέθοδο του και δεν μπορεί να ξεφύγει. Τσιμπάει κι άλλη υποψηφιότητα, μα όχι το τιμημένο το αγαλματάκι Β’ Ανδρικού.
Αποσύρεται πάλι και αφιερώνεται στις “Σκιές του Μπρούκλιν”. Κάνει τη διασκευή του σεναρίου, τη σκηνοθεσία και κρατά για πάρτη του τον ρολο του Ντετέκτιβ, Lionel EssRog που πάσχει από σύνδρομο Τουρέτ και προσπαθεί να εξιχνιάσει τον φόνο του μέντορα του. Τιμώντας το “Chinatown“, χωρίς να γίνεται ωστόσο μια άστοχη καρικατούρα του, δίνει ένα καλύτερα νουάρ των τελευταίων ετών, μα περνάει στα ψιλά γράμματα της κινηματογραφικής κοινότητας, που βρίσκεται ακόμη σε “Irishman“, “Joker” & “Once Upon A Time in Hollywood” πυρετό.
Εμείς, θα περιμένουμε με τα χέρια σταυρωμένα, μπας και φιλοτιμηθούν επιτέλους και του δώσουν ένα Όσκαρ, του παιδιού, ή έστω ένα μετέπειτα ρόλο ζωής. Το αξίζει, ο τύπος που όρισε το σινεμά την πενταετία 1998-2003, μια για πάντα. Κeep move-ing Edward!