Το ποδόσφαιρο, είναι ένα παιχνίδι. Τίποτα περισσότερο και σίγουρα τίποτα λιγότερο. Για αυτό μάλλον το αγαπούν παθιασμένα, εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως. Γιατί σε ένα παιχνίδι ο καθένας μπορεί να κερδίσει, ο καθένας μπορεί να βάλει εκείνο το γκολ που θα θυμούνται για μια ζωή, οι οπαδοί της ομάδας του ή να πιάσει το πέναλτι, που θα την σώσει από του ποδοσφαιρικού χάρου τα δόντια. Βέβαια, εδώ και πολλά χρόνια, αντιμετωπίζεται σαν μια βιομηχανία θεάματος, που μοιάζει με την κότα με τα χρυσά αυγά, μοιράζοντας δισεκατομμύρια, μπροστά στα επιδέξια πόδια των μπαλαδόρων του πλανήτη.

Αυτό που έχει πραγματικά σημασία στο ποδόσφαιρο, είναι η ομορφιά, η νίκη έρχεται δεύτερη και τελικά, αυτό που μένει είναι η ευχαρίστηση, που σου προκαλεί το παιχνίδι“.​

Με αυτό τον τρόπο, έχει χάσει ένα σημαντικό μέρος του ρομαντισμού του, ειδικά όταν μιλάμε για επαγγελματικό επίπεδο. Δεν θα κάτσουμε να αναλύσουμε τα πως και τα γιατί, αλλά θα γράψουμε το κατιτίς μας, για έναν από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές που εμφανίστηκαν ποτέ, εντός γκαζόν. Ο Σόκρατες ήταν ωστόσο, πολλά περισσότερα από έναν ταλαντούχο ποδοσφαιριστή, που φόρεσε μάλιστα το περιβραχιόνιο του αρχηγού της Εθνικής Ομάδας της Βραζιλίας του 1982, ίσως της καλύτερης ομάδας που εμφανίστηκε σε Μουντιάλ και δεν σήκωσε ποτέ το τρόπαιο.

Όπως είχε πει κι ο Σάββας Κωφίδης (ο Σάββας ξέρει κι εμείς τον εμπιστευόμαστε), έμοιαζε πιο πολύ με φιλόσοφο, που μαχόταν και στήριζε κάθε προσπάθεια κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν έκανε ποτέ κωλόπανο την ιδεολογία του, ούτε γονάτισε μπροστά στις επιταγές όσων ήθελαν να καταλύσουν τις δημοκρατικές αξίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα των συμπολιτών του. Το 1982, εν μέσω χούντας στη Βραζίλια, η Κορίνθιανς κατέκτησε το πρωτάθλημα της περιφέρειας του Σάο Πάουλο, με τον Σώκρατες να οργιάζει ποδοσφαιρικά. Οι παίκτες της ομάδας του, με πρώτο αυτόν, έπαιξαν γράφοντας στις εμφανίσεις τους, αντί για τα ονόματα τους, τη λέξη δημοκρατία.

Ψηλός, ευθυτενής, με μακρύ μαλλί και μούσι, ξεκίνησε την καριέρα του, από την Μποταφόγκο, κι όλοι μίλησαν αμέσως, για έναν από τους καλύτερους μεσοεπιθετικούς που εμφανίστηκαν στο γήπεδο. Αρχοντικός, μα και πανέξυπνος, σα μαέστρος έφτιαχνε όλο το παιχνίδι της ομάδας του, έχοντας ερωτική σχέση με τα δίχτυα, όπως αντίστοιχα με το τσιγάρο και το αλκοόλ, τα οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής του. Άλλωστε, ο Σόκρατες δεν είχε καμία σχέση με τον τυπικό επαγγελματία ποδοσφαιριστή, όπως τον έχουμε σήμερα στο μυαλό μας. Είχε πάθη κι ένα όραμα, που δεν μπορούσε να στριμωχτεί εντός των γραμμών ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου.

Το 1978 πήγε στην αγαπημένη του Κορίνθιανς, όπου και λατρεύτηκε σα θεός. Έγινε σύμβολο της ομάδας και μια φιγούρα επαναστατική, για τον υπόλοιπο κόσμο, που συζητούσε συνεχώς για αυτόν τον τύπο που εφηύρε την τυφλή ανάποδη πάσα! Εκεί λοιπόν, σε μια ομάδα, που είχε στενούς δεσμούς με την εργατική τάξη της χώρας, καθώς ιδρύθηκε από αυτούς, ο Σόκρατες μαζί με τον συμπαίκτη του, Βλαντιμίρ ξεκίνησαν την “Democratia Corinthiana“. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ιδεολογικά κινήματα που εμφανίστηκαν ποτέ στη λατρεμένη μας μπαλίτσα, με τους παίχτες ουσιαστικά να παίρνουν τα ηνία της ομάδας, εφαρμόζοντας μια συμμετοχική δημοκρατία, στην πράξη και σε κάθε απόφαση σχετική με την Κορίνθιανς. Από τις αποχωρήσεις παικτών, μέχρι τις ώρες της προπόνησης. Όλοι από τους φροντιστές μέχρι τον Σόκρατες, που ήταν τότε αρχηγός της εθνικής ομάδας της Βραζιλίας είχαν από μία ψήφο, με τις αποφάσεις να λαμβάνονται δια πλειοψηφίας.

https://www.youtube.com/watch?v=1pbx0-CGL3g

Το 1985 ο Βραζιλιάνος Τσε κάνει το ταξίδι για την Ευρώπη και τη φανέλα της Φιορεντίνα. Μένει μια χρονιά κι επιστρέφει στη Βραζιλία παρμένος, λόγω του επιπέδου εμπορευματοποίησης που είχε φτάσει το ποδόσφαιρο εκεί. Περνάει από Φλαμένγκο και Σάντος για να κλείσει την καριέρα του στη Μποταφόγκο. Όταν αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο, εργάστηκε σαν ορθοπεδικός, ενώ στην Ιταλία είχε ξεκινήσει το διδακτορικό του στη φιλοσοφία. Δεν σταμάτησε ποτέ, να στέκεται πλάι σε όσους αγωνίζονται για ένα καλύτερο και δικαιότερο μέλλον, ενώνοντας τη φωνή του, μαζί τους. Προφητικά σχεδόν, πέθανε τη μέρα, που η Κορίνθιανς θα σήκωνε το πρωτάθλημα στη Βραζιλία στις 4 Δεκέμβρη του 2011. Άπαντες, τον αποχαιρέτησαν με τη γροθιά τους υψωμένη. Σε αυτό το παιχνίδι, που αγαπήσαμε όλοι πιότερο στις αλάνες και στα αυτοσχέδια τέρματα που φτιάχναμε στο σχολείο, τύποι σαν τον Σόκρατες, μοιάζουν σαν τη μόνη λύση, ώστε ο κόσμος μας, μαζί με το ποδόσφαιρο να γίνουν λίγο καλύτεροι.

Y.Γ Αν πέσει στα χέρια σας το εξαντλημένο 7ο τεύχος του HUMBA, μη μείνετε μόνο στην εξωφυλλάρα του, διαβάστε το δίχως φόβο και πάθος.