Όταν είσαι 10 χρονών κι έχεις πάει στο γήπεδο 3 με 4 φορές σε αδιάφορα παιχνίδια, ο τελικός κυπέλλου φαντάζει σαν τη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική αναμέτρηση, που έχει συμβεί ποτέ. Ακόμη κι αν έχουν κλέψει 20 χιλιάδες δραχμές από την κωλότσεπη του πατέρα σου, η χαρά σου δεν γίνεται να μειωθεί. Το χαμόγελο δε σφηνωμένο σαν του Τζόκερ στη μούρη σου. Εκείνη την περίοδο το μακρινό 1996, ήταν υπέροχο να είσαι Αεκτζής, καθώς πρόλαβες στα τελειώματα της, μια από τις καλύτερες ελληνικές ομάδες, που εμφανίστηκαν ποτέ στον ποδοσφαιρικό πλανήτη. Η ΑΕΚ του Μπάγεβιτς, ήταν μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις, που της έβγαζαν το καπέλο μέχρι και αντίπαλοι οπαδοί.
Εκείνο το παιχνίδι, έμελλε να είναι από τα τελευταία μπαγεβιτσικά στον κιτρινόμαυρο πάγκο, πριν δηλαδή από Πρίγκιπας του Νερέτβα γίνει μισητός προδότης και βάτραχος. Η ΑΕΚ είχε απέναντι της, τον Απόλλωνα Αθηνών των τιμημένων Μπλένταρ Κόλα, Μπάρνιακ, Βελέντζα κι ενός πιτσιρικά που τον λέγανε Ντέμη Νικολαΐδη, που είχε ομαδάρα εκείνη την περίοδο. Τον διέλυσε με 7-1 και το μισό γήπεδο φώναζε συνθήματα υπέρ του Ντούσκο, ενώ το άλλο μισό στο πόδι φώναζε πως “Έκανες το στάδιο μπουρδέλο ρε Ντανιέλο”.
Στις αρχές του δεύτερου ημιχρόνου ο Μπατίστα αποβάλλεται δικαιολογημένα, για μια κλωτσία που έδωσε στα νεύρα του, κατόπιν αγκωνιάς που έφαγε από αντίπαλο ενώ είχε προλάβει να στάξει δυο γκολάρες. Την επόμενη μέρα, μάθαινα το σύνθημα σε λοιπά μούλικα χουλιγκάνια στο δημοτικό μου, μιας και είχα βρει πλέον τον αγαπημένο μου παίχτη. O Nτανιέλ Μπατίστα ήρθε στην Ελλάδα με πορτογαλική υπηκοότητα, αλλά είχε καταγωγή από το Πράσινο Ακρωτήρι. Έφτασε στα μέρη μας για χάρη του Εθνικού και ξεχώρισε σαν τη μύγα μες στο γάλα, με τα καντάρια μπάλα που γνώριζε. Όταν πήρε μεταγραφή στην ΑΕΚ το 1989 όλοι μίλησαν για τον Γκούλιτ των φτωχών, καθώς η σωματοδομή του, το ταλέντο του και κυρίως τα ράστα κοτσιδάκια της κόμης του δεν άφηναν περιθώρια για άλλο παρατσούκλι.
O Mπατίστα ήταν μια από τις περιπτώσεις ποδοσφαιριστών, που αναρωτιόσουν γιατί παίζει στην Ελλάδα. Παρότι ψηλός για ποδοσφαιριστής είχε τρομερή τεχνική κατάρτιση και έκανε χαζό κάθε αμυντικό που αντιμετώπιζε. Ντρίμπλα ήθελες; Είχε. Κοντρόλ όχι με το καλάμι, αλλά από εκείνα, που την χαϊδεύουν τη ρουφιάνα τη μπάλα ήθελες; Σου έδινε αφειδώς, ο Ντανιέλο. Όσο για εκείνο το κωλοπόδαρο του, θα μπορούσαν να γραφτούν δοκίμια, ποιήματα και κανένα τραγουδάκι άμα λάχει, καθώς την έστελνε συστημένη στο μπακλαβωτό και τον τερματοφίσκουλα, που λένε και στη μαγευτική Λαμία για βρούβες!
Ο Ντανιέλ έπαιξε για τρία χρόνια στην ΑΕΚ και σήκωσε μια κούπα πρωταθλητή. Έφυγε για χάρη του Ολυμπιακού, που προσπαθούσε να σπάσει τα πέτρινα χρόνια. Έμεινε τρία χρόνια εκεί και μάλιστα κλήθηκε και στην Εθνική ομάδα της Ελλάδος, καθότι συνέχιζε να παστελώνει τα αντίπαλα δίχτυα, όντας φόβητρο στην περιοχή. Όμως μια αγάπη είχε μόνο στην καρδιά, την κιτρινόμαυρη θεά κι επέστρεψε εκεί που τον λατρεύαν σαν Θεό. Κάποιοι δεν ξέχασαν την προδοσία του ωστόσο ο τρόπος που πανηγύριζε τα γκολ που έβαζε απέναντι στους Πειραιώτες, τους βοήθησε να θάψουν εκείνη την πικρή ανάμνηση.
Ανάμεσα στα χαρίσματα του Ντανιέλο άλλωστε, ήταν ότι όταν η μπάλα έκαιγε στα ντέρμπι κι άλλοι εξαφανίζονταν από γηπέδου γης, εκείνος έβρισκε τον τρόπο να ξαναγίνει το όνομα του σύνθημα και να σείεται ένα στάδιο ολόκληρο στο ρυθμό του. Κάποιες φορές με κεφαλιές, άλλοτε με πλασέ, αλλά συνήθως με ένα ξεγυρισμένο βολέ, έκανε όσους πουλάγανε δίχτυα για το τέρμα πλούσιους, καθότι μια ανανέωση την χρειάζονταν μετά την επίσκεψη του!
Οι τραυματισμοί δεν του επέτρεψαν να κλείσει την καριέρα του, όπως του άρμοζε στα κιτρινόμαυρα του Άρη αυτή τη φορά, μα δεν υπάρχει Έλληνας φίλαθλος που να είδε τα κατορθώματα του κι όταν η κουβέντα πηγαίνει στον Μπατίστα να μην δηλώνει με περισπούδαστο ύφος, πως τέτοιοι παίχτες δεν βγαίνουν πια! Με λίγα λόγια και καλά, θα σέβεσαι γατάκι νέοπα, εμάς που προλάβαμε Μπατίστα κουρεμένο.