Εκείνα τα καλοκαίρια των παιδικών χρόνων, που είχες όλον το χρόνο του κόσμου για πάρτη σου, όσο μπαρμπαδιάζεις τα λιμπίζεσαι είναι η αλήθεια. Τότε, που είχες πάρει αγκαζέ από τη μία την τηλεόραση κι από την άλλη τον ανεμιστήρα, για να τη βγάλεις καθαρή στα καυσωνικά αυγουστιάτικα μεσημέρια. Κάπου εκεί είχα πετύχει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σήριαλ, των αρχών της ιδιωτικής τελεβιζιόν. Tο “Εκμέκ Παγωτό“, εκτός από γαμηστερό γλυκό ήταν η σειρά που σύστησε στη γενιά των τριανταρο-σαραντάρηδων τη Μαρία Φωκά πριν γίνει Μαρκάταινα στο “Ντόλτσε Βίτα“, τη Χρυσούλα Διαβάτη πριν γίνει Φλώρα στους “Δύο Ξένους” και τον “όχι δεν είσαι μαλάκας” Σπύρο Παπαδόπουλο στους “Απαράδεκτους“! Εκεί λοιπόν, εμφανίστηκε κι ένας badass παππούς που τον υποδυόταν ο Βασίλης Διαμαντόπουλος κι άνοιξε τον δρόμο για τον Αριστείδη Μητρόπουλο στα “Εγκλήματα”. Βρωμόστομος, λίγο απατεώνας και περισσότερο λαμόγιο, τους έκανε όλους κώλο, μα στο τέλος την έβγαζε καθαρή.
Κι όσο σπας το κεφάλι σου να δεις ποιον σου θυμίζει η από μηχανής γιαγιά μου με διαφώτισε. Δεν βγαίνουν τέτοιοι ηθοποιοί πια. Βλέπεις, είχε έρωτα μαζί του η γιαγιά όταν έκανε τον γιαουρτωμένο -στριμμένο άντερο- καθηγητή στο “Νόμος 4000”. Βέβαια ο Βασίλης Διαμαντόπουλος ήταν πολλά περισσότερα. Υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους θεατράνθρωπους της εποχής του. Αποφοίτησε από το Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε σε δεκάδες παραστάσεις του Κάρολου Κουν, πριν κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, στην “Τελευταία Αποστολή” του Νίκου Τσιφόρου, που ήταν η πρώτη ελληνική ταινία που συμμετείχε ποτέ στο περισπούδαστο Φεστιβάλ των Καννών. Ο Διαμαντόπουλος χάρισε καντάρια από το ταλέντο του στον κινηματογράφο, πότε στο “Αμαξάκι”, πότε στον “Νόμο 400”, πότε στο αντιπολεμικό δράμα του Ροβήρου Μανθούλη “Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ“, πριν κόψει πάλι πρώτος την τηλεοπτική κορδέλα, εντός των τειχών. Το 1966 έγινε ο πρώτος ηθοποιός που εμφανίστηκε στην ελληνική τηλεόραση, παρουσιάζοντας το μονόπρακτο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, “Αυτός και το παντελόνι του”, στη συχνότητα της ΕΙΡ.
Είχε ήδη ιδρύσει το Νέο Θέατρο, μαζί με τη σύντροφο του και ηθοποιό Μαρία Αλκαίου, με το κοινό και τους κριτικούς, να γονυπετούν μπρος στο ταλέντο του. Κάπου εκεί κι όσο εγχώριοι θρησκευτικοί ηγέτες και λοιποί χουντολάγνοι διάβαζαν, στην Ελλάδα είχαμε δικτατορία. Ο Βασίλης, αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι για κάποια χρόνια. Δεν κώλωσε να υποστηρίξει τα πιστεύω του και να έχει έντονη δράση απέναντι στον Παπαδόπουλο, τον Παττακό και τα τσιράκια τους. Μάλιστα μακριά από τσαμπαμάγκικες μεθόδους, πρωταγωνίστησε στη σειρά “Εκείνος κι Εκείνος“, πλάι στον Γιώργο Μιχαλακόπουλο μεταφέροντας στις οθόνες όλων των Ελλήνων, το αντιχουντικό μένος των διαμαρτυρομένων συμπατριωτών του. Εκείνη την περίοδο που έτρωγες ξύλο, ακόμη κι όταν σκεφτόσουν διαφορετικά, θέλει κότσια που λένε και στο χωριό μας, να μιλήσεις χωρίς να μασήσεις τα λόγια σου.
Παρέα με τον Μιχαλακόπουλο φτιάξανε ένα από τα πιο αχτύπητα δίδυμα στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου και της τηλεόρασης, με την επική πολιτική σάτιρα του “Ω… τι κόσμος μπαμπά!” του Κώστα Μουρσελά να ρίχνει στα αυτιά, σε κάθε Παπαδοπουλικό νοσταλγό. Έξτρα σημείωση για τους trivioλάγνους, ο Διαμαντόπουλος είχε σκηνοθετήσει αυτή την αριστουργηματική και κοφτερή σάτιρα, απέναντι στα θλιβερά γεγονότα της επταετίας.
Το 1981, ο Διαμαντόπουλος βρίσκει ένα υπέροχο παρεάκι, με τον Θοδωρή Μαραγκό να σκηνοθετεί το “Μάθε παιδί μου γράμματα“. Νίκος Καλογέροπουλος, Κώστας Τσάκωνας κι Άννα Μαντζουράνη φτιάχνουν μαζί, μια από τις πιο σημαντικές ελληνικές ταινίες όλων των εποχών, που δυστυχώς δεν έλαβε ποτέ της αναγνώρισης που τις άξιζε, καθότι για τους σινεφίλ δεν ήταν πολύ αγγελοπουλική και για τους άλλους δεν ήταν βιντεοκασέτα. Δεν γινόταν να του αρνηθούν λοιπόν, το βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μετά από μια τέτοια αποστομωτική ερμηνεία.
Aκολούθησαν ταινίες, τηλεοπτικές σειρές και αμέτρητες παραστάσεις στο θέατρο, μέχρι που κάπου στα 79 του, σταμάτησε η καρδιά του. Η ψυχή ωστόσο, δεν σταμάτησε ποτέ να χτυπά ολοζώντανη, στο έργο που άφησε πίσω του κι ας έχουν περάσει 20 χρόνια πια. Άλλωστε, ο Διαμαντόπουλος ήταν ένας υπέροχος τύπος, που δεν έκανε σφουγγαρόπανο την ιδεολογία του, για να σκουπίσει τα δάκρυα των επαναστατών του κώλου, που την πούλησαν.
Υπήρξε συνεπής και τίμιος προς τα ιδανικά και τα πιστεύω του, ακόμη και μετά το θάνατο του, όταν η σύζυγος του, αρνήθηκε να τον θάψουν δημοσία δαπάνη! Βλέπεις, δεν έζησε δημοσία δαπάνη, για να τον θάψουν ως τέτοιο. Στάθηκε απέναντι στη λογοκρισία και υποστήριξε με σθένος, όσα πίστευε πως θα κάνουν τον κόσμο καλύτερο. Δεν μας αρνήθηκε και το ταλέντο του, όμως. Το απίθωσε πλάι στην ψυχή του για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι τα ανδραγαθήματα, ενός επαναστάτη με αιτία που γεννήθηκε μια μέρα του Νοέμβρη σαν κι αυτή, πριν από σχεδόν ένα αιώνα.