“Με πολύ μεγάλη λύπη διάβασα την δημοσίευση του Αλέκου Αλεξανδρή. Λύπη και στεναχώρια όχι λόγω του ωκεανού ιδεολογιών που μας χωρίζει, αλλά γιατί ένας άνθρωπος του αθλητισμού, έζησε και τελείωσε την καριέρα του χωρίς να μάθει την μεγαλύτερο μάθημα που μπορεί να του προσφέρει: κάτω από τις φανέλες και τα σορτσάκια, κάτω από τις φόρμες και τις αγωνιστικές στολές, είμαστε όλοι διαφορετικοί άνθρωποι που αυτές οι ίδιες οι φανέλες μας κάνουν μια οντότητα. Τη μια χρονιά αντίπαλοι, την άλλη συναθλητές, ο αθλητισμός και η μουσική είναι δύο από τις ελάχιστες κοινωνικές δράσεις που δεν χρειάζεται καν να μιλάς την ίδια γλώσσα με τον συνάδελφό σου.
“ΜΕ ΕΝΟΧΛΕΙ” λοιπόν Αλέκο ο τρόπος που αντιλαμβάνεσαι την ζωή και τις αξίες της, αλλά δεν θα σου πω ότι σε μισώ, ούτε ότι σε σιχαίνομαι. Δεν θα τολμήσω όμως ούτε καν να σου ζητήσω να αλλάξεις απόψεις, θεωρώ ότι έχεις περάσει ένα όριο που δεν υπάρχει επιστροφή. Θα σου ζητήσω όμως μια μεγάλη χάρη: ας είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν ανοίγουμε το στόμα μας και επεξεργαζόμαστε παιδικές ψυχές. Αυτές γεννήθηκαν χωρίς να μισούν, ας μην τις ρίξουμε στα σκοτάδια τα δικά μας”.
Αν ένα μετάλλιο άξιζε να κρεμαστεί στο σώμα αθλητή, είναι αυτό του Αλέξανδρου Νικολαϊδη, αθλητής του ταεκβοντο και από σήμερα για πάντα στις καρδιές μας. Ο Ολυμπιονίκης, με τα μετάλλια στο στήθος, σήκωσε στις πλάτες του λίγη από την ανθρωπιά που έχουμε ανάγκη. Την ασήκωτη ανθρωπιά, που δεν επιτρέπει σε κανέναν να κοιτάξει τη δουλίτσα του όταν πλάσματα δίπλα του υποφέρουν, με τα καθάρματα να τους επιτίθονται.
Δεν θα αναφερθούμε καν στη δήλωση του φασιστάκου Αλεξανδρή που παρακολουθήσαμε καθόλου έκπληκτοι, μιας και δεν έχει την παραμικρή αξία για μας μια οντότητα που η μεγαλύτερη χαρά που έχει λάβει στη ζωή πιθανολογούμε ότι εξαντλείται στη λέξη “ΓΚΟΛ”.
Σε μια κοινωνία γεμάτη Αλέκους, είμαστε με τους ανθρώπους που σηκώνουν γορθιά στην αλλυλεγγύη, στην αγάπη απλώνοτας το χέρι στους κολασμένους.
Αλέξανδρε, να είσαι καλά! Να είσαι καλά για το κουράγιο!