Τα τελευταία δύο χρόνια, το Provocateur, έχει τη χαρά να το τιμούν με την παρουσία τους σπουδαίοι καλλιτέχνες και άνθρωποι. Πολλοί από αυτούς, όπως ο Περικλής Κοροβέσης, ο Παύλος Παυλίδης, ο Δημήτρης Πουλικάκος και η Φωτεινή Βελεσιώτου, μας καλοδέχτηκαν στα σπίτια τους, ενώ με άλλους όπως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και ο Δημήτρης Αποστολάκης, το σκάσαμε ένα μεσημέρι από τη ρουτίνα μας, ανταμώνοντας σε πάρκα και λόφους της Αθήνας. Οι χειμώνες, μας βρήκαν σε κάποιο βιβλιοπωλείο ή καφενείο των Εξαρχείων, μαζί με τον Ψαραντώνη, τον Σάββα Κωφίδη και τη Ματούλα Ζαμάνη, να επιβεβαιώνουμε ξανά και ξανά όλους εκείνους τους λόγους που παρακολουθούμε γλυκά την πορεία αυτών των ανθρώπων, τόσα χρόνια.
Όλα τα τηλέφωνα που σηκώθηκαν ενοχλώντας τους παραπάνω και κάμποσους άλλους ανθρώπους, έγιναν με ένα και μοναδικό κίνητρο, αυτό του θαυμασμού. Με άλλα λόγια, ο μόνος λόγος που μου επιτρέπω να ζητήσω τον χρόνο κάποιου, είναι γιατί σέβομαι την εργασία και την ανάγκη του να αντιλαμβάνεται την καθημερινότητα σαν πολιτική πράξη.
Με τη σκέψη αυτή κάλεσα και τον Αργύρη Μπακιρτζή το καλοκαίρι, ζητώντας μια κουβέντα μαζί του, έχοντας τρυφερά στην καρδιά μου, όλα εκείνα τα φεστιβάλ που έντυσε με την τόσο ιδιαίτερη και γοητευτική φωνή του, καθώς και όλες τις ατάκες που μας εξομολογήθηκε σημαδεύοντας μας για πάντα, στις ταινίες του Τσιώλη. Ο κύριος Μπακιρτζής, μου ξεκαθάρισε απ’ την αρχή ότι η συνέντευξη μπορεί να γίνει μόνο στέλνοντας ερωτήσεις στο mail του, όπως και έγινε. Οι απαντήσεις ομολογουμένως με εξέπληξαν, νιώθοντας μια αγένεια και απαξίωση τόσο ως προς το πρόσωπο μου, όσο και γενικότερα απέναντι στα media, κάτι που δεν μου είχε δηλωθεί ποτέ ρητά. Κανένας δεν είναι εξαναγκασμένος να δίνει συνεντεύξεις και δηλώνοντας τη δυσφορία του, οφείλει να γίνεται σεβαστή.
Παρόλα αυτά, στα πλαίσια της δεοντολογίας δημοσιεύω τη συνέντευξη, εκφράζοντας όμως και το συναίσθημα που εκείνη μου άφησε.
P: Κύριε Μπακιρτζή, το συγκρότημα μετράει φέτος 40 χρόνια ζωής, κάτι που αποτελεί ορόσημο στις συλλογικές μουσικές εργασίες. Ειδικά στην Ελλάδα. Ποιο ήταν το ερέθισμα για τη δημιουργία των Κολυμβητών και, κυρίως, πώς υπάρχει ακόμα σήμερα το ίδιο κέφι στις εμφανίσεις;
Μπ: Το ερέθισμα φυσικά ήταν η ύπαρξη των τραγουδιών που περίμεναν καιρό να εκδοθούν. Το κέφι που διατηρείται αμείωτο και ίσως και αυξανόμενο, οφείλεται στα άτομα που απαρτίζουν το συγκρότημα και στη σχέση που έχει δημιουργηθεί με αυτούς που μας ακούν καθώς και ότι το νεανικό κοινό μας τουλάχιστον δεν μειώνεται.
P: Υπάρχουν τραγούδια, όπως το “Μικρό καφέ” αλλά και πολλά άλλα, τα οποία ταξιδεύουν μέσα στα χρόνια με την ίδια φρεσκάδα και πολλοί άνθρωποι με μεγάλο ηλικιακό εύρος έχουν συνδεθεί μαζί τους. Πώς αισθάνεστε με αυτήν τη πραγματικότητα, λειτουργεί ως κάποια τρόπον τινά δικαίωση μέσα στα χρόνια; Θεωρείτε ότι υπάρχει κάποια ταύτιση των ακροατών, ειδικά από τη στιγμή που στα live αναφέρετε μια ιστορία πίσω από κάθε τραγούδι – Άρα πρόκειται για βιωματικές καταστάσεις και όχι γεννήματα της φαντασίας;
Μπ: Η επιλογή του “Μικρού Καφέ” με κάνει επιφυλακτικό. Δικαίωση δεν θα ‘λεγα, οπωσδήποτε όμως είναι ευχάριστο. Tα τραγούδια γεννήθηκαν από βιωματικές καταστάσεις. Και σε όσα οι στίχοι δεν ήταν δικοί μου, ταυτίστηκα τόσο μ’ αυτούς που μπόρεσα να τους επενδύσω μουσικά.
P: Σχετίζεται η διαχρονική επιτυχία με το γεγονός ότι δείχνετε να μην σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η επιτυχία; Από την άποψη ότι κατοικείτε στην Καβάλα, μακριά δηλαδή από την Αθήνα που αποτελεί πόλο έλξης για τους καριερίστες, ενώ και η πορεία σας στη μουσική δεν έδειξε ποτέ κάποιον που “καίγεται” να ακούγεται το όνομά του.
Μπ: Χρησιμοποιείτε μάλλον εύκολα το “καριερίστες”. Ποιo είναι το όριο με τους μη καριερίστες; Το να ζει κανείς εκεί όπου βρίσκει μεροκάματο τον κάνει καριερίστα; Εσείς δεν ζείτε στην Αθήνα; Στην Καβάλα ζω γιατί εδώ είναι η κύρια δουλειά μου, -η μουσική δεν μου εξασφάλισε τον επιούσιο-, γιατί η θάλασσα είναι πολύ κοντά στο σπίτι, η Θεσσαλονίκη μιάμιση ώρα και οι δουλειές με το μηχανάκι γίνονται πολύ γρήγορα. Δεν θα σας πω αν με ενδιαφέρει ή όχι η επιτυχία, ούτε αν επιθυμώ να ακούγεται ή όχι το όνομά μου. Ό,τι κι αν απαντήσω, άστοχο θα είναι.
P: Τα τραγούδια σας “ντύνονται” από την άκρως ιδιαίτερη φωνή σας, αντι-ραδιοφωνική και αντι-εμπορική. Παραδοσιακά οι Κολυμβητές βγάζουν τη γλώσσα στην ελληνική μουσική βιοτεχνία που έχει γεμίσει “αηδόνια”, κι αυτό είναι ένα από τα αντισυμβατικά στοιχεία που τους κάνουν να ξεχωρίζουν. Πώς φτάσατε στην απόφαση να είστε εσείς ο τραγουδιστής και να παραμείνετε τόσα χρόνια;
Μπ: Γλώσσα δεν είναι δυνατόν να πω ότι βγάζουμε, ούτε να σκεφτώ πως είμαστε αντισυμβατικοί. Αν το εκτιμάτε έτσι εσείς, είναι δικό σας θέμα. Όσο για τη φωνή μου, αυτές οι εκτιμήσεις είναι σχετικές. Να σας ρωτήσω: επειδή είναι “άκρως ιδιαίτερη”, όπως λέτε, είναι “αντιραδιοφωνική και αντιεμπορική”; Τα κριτήρια είναι δικά σας ή κάνετε υποθέσεις για το πώς μπορεί να με εκτιμούν κάποιοι άλλοι ή κάποια υποτιθέμενη αγορά;Τραγουδώ τα τραγούδιά μου γιατί είναι δικά μου και το απολαμβάνω. Οι υπόλοιποι συμφωνούν και δεν είναι τυχαίοι μουσικοί. Ακόμη, σχεδόν σε όλα τραγουδά μαζί μου ο Κ.Σιδέρης, όπως παλιότερα ο Ι.Παπαδάμου, και σε μερικά είναι αυτός ο κύριος τραγουδιστής. Να πω ότι αντισυμβατικά στοιχεία, όπως αυτά που αναφέρετε, είναι αρκετά συνηθισμένα, οπότε παύουν να είναι αντισυμβατικά.
P: Έχετε κάνει διάφορες συνεργασίες, εδώ θα ξεχωρίσουμε τη συμμετοχή σας σε ένα τραγούδι τού Γιάννη Αγγελάκα που με την ιδιαίτερη φωνή και ερμηνεία σας (αλλά και τον καυστικό στίχο του Αγγελάκα), αποτελεί σήμα-κατατεθέν για την κοινωνική πραγματικότητα που βιώσαμε έντονα στην Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια. Πείτε μας δύο λόγια για αυτή τη συνεργασία.
Μπ: Έχω κάνει εξαιρετικές συνεργασίες τις οποίες μάλλον δεν γνωρίζετε. Τραγούδησα το καταπληκτικό εμβληματικό τραγούδι του μακαρίτη Τάσου Ποταμιάνου “Βουτιές”, μοναδικά τραγούδια των Αντρέα Ρούσση, -χάνετε που ή αν δεν γνωρίζετε τα τραγούδιά του -, Νίκου Κολάρου, Ξενοφώντος Υφαντή, Άγγελου Σπάρταλη, Περικλή Κυπραίου, Θόδωρου Θεοδωρίδη, Μάκη Αϊβάζογλου και άλλων εξαίρετων μουσικών. Ο Γ.Αγγελάκας είναι πιο γνωστός και το τραγούδι του για σας πιο επίκαιρο και γι’ αυτό φαίνεται κολλήσατε σ’ αυτό. Γνωριζόμαστε χρόνια, υπάρχει αλληλοσυμπάθεια, με φώναξε να τραγουδήσω προφανώς γιατί έκρινε ότι ήμουν κατάλληλος να υπηρετήσω το τραγούδι του και τον ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό.
P: Είστε άριστος γνώστης του ρεμπέτικου τραγουδιού, πείτε μας δύο λόγια γι’ αυτή την ενασχόληση. Πόσο σας βοήθησε δημιουργικά από τη στιγμή που είστε αυτοδίδακτος μουσικός, αλλά και πόσα ενδιαφέροντα μονοπάτια έχετε ανακαλύψει στο τεράστιο εύρος που έχει το ρεμπέτικο τραγούδι.
Μπ: Και βέβαια με βοήθησε, τόσα χασάπικα έχω γράψει. Μη μου ζητάτε άλλα, τόσους ρεμπετολόγους έχουμε.
P: Έχετε σημαντική θητεία στον κινηματογράφο, με πρωταγωνιστικούς ρόλους σε πολλές ταινίες. Μιλήστε μας για αυτήν την εμπειρία σας.
Μπ: Εμπειρία μοναδική, σα να ζεις την πραγματικότητα πολλαπλασιασμένη.
P: Ήσασταν ο αγαπημένος ηθοποιός του Σταύρου Τσιώλη, ενός από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες που μας είχε τιμήσει με συνέντευξη εδώ, στο Provocateur. Πώς ήταν η συνεργασία μαζί του;
Μπ: Εξαιρετική. Ταυτιζόμουν μάλιστα με όλους τους ρόλους των ταινιών του. Αυτό μάλλον οφείλεται στο ότι μου ταιριάζει πολύ το γράψιμό του.
P: Είστε πράγματι χειμερινός κολυμβητής; Πώς προέκυψε το όνομα;
Μπ: Ήμουν χειμερινός κολυμβητής μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Το όνομα προέκυψε απ’ τον Παναγιώτη, χειμερινό κολυμβητή, απ’ τον οποίο εμπνεύστηκα το πρώτο τραγούδι της β’ πλευράς του πρώτου μας δίσκου. Το όνομα μας το κόλλησαν λόγω της ραθυμίας μας. Δεν είχαμε επιλέξει κάποιο όνομα και έτσι όταν μας καλούσαν για εμφανίσεις κατέφευγαν στο όνομα του πρώτου μας δίσκου. Χειμερινός κολυμβητής, έγινα πολλά χρόνια μετά.
P: Ποιο είναι το στοιχείο που έχει κρατήσει το συγκρότημα τόσα χρόνια ενωμένο; Υπήρξε ποτέ η σκέψη να διαλυθεί;
Μπ: Ένας λόγος είναι η οικονομική ισοτιμία. Ένας άλλος ότι το συγκρότημα για όλους αποτελεί δευτερεύουσα απασχόληση. Η σκέψη να διαλυθούμε μου πέρασε κάποτε φευγαλέα. Όταν αποχώρησε ο συνδημιουργός μου, μπουζουκτσής και τραγουδιστής μας, με τον οποίο αρχίσαμε αυτή την ιστορία, πατέρας του βαφτισιμιού μου Αντρέα, Ισίδωρος Παπαδάμου. Όμως μας προέκυψε ο εκ Κατερίνης επιφανής μουσουργός Χάρης Παπαδόπουλος του Γεωργίου, πιανίστας, μπουζουκτσής, συνθέτης και στιχουργός, με ωραίες φιλολογίζουσες εκπλήξεις στους στίχους του.