Προς (για πάντα) κύριον, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα.
[Αγαπητέ Λαυρέντη,
Ήσουν η δεύτερη συναυλία της ζωής μου. Ήτανε καλοκαίρι, ήμουν – δεν ήμουνα οκτώ, κι η μάνα μου με πήρε απ’ το χεράκι και μου λέει: “Λιάκο, πάμε;”. Πήγαμε. “Τσακνής και Μαχαιρίτσας”. Ήξερα μόνο τον “Τούρκο“. Μπορεί και το “Πόσο σε θέλω“, δεν θυμάμαι στα σίγουρα. Θυμάμαι όμως που ανοίξατε τις πόρτες στο τελευταίο μισάωρο, να μπούνε τσάμπα όσοι είχαν μείνει απ’ έξω. Και θυμάμαι τι καλά που ‘χα περάσει, ένα μικρό πιτσιρίκι που τραγουδούσε όρθιο στην καρέκλα.
Ύστερα, πέμπτη δημοτικού μάζεψα τους γονείς μου και τους λέω: “Θέλω να μάθω κιθάρα”. Κι από τότε, όλη τη μέρα γρατζουνούσα τις χορδές, πότε για να ρισκάρω το ταξίδι με το “Μικρό Τιτανικό“, πότε για να βρεθώ στο “Νότο” που τρίζει ο θάνατος κι η αγάπη κάνει κρότο, και πότε για να πιαστώ αγκαλιά με τα υπόλοιπα “Μικρόβια” και να τραγουδήσουμε γλυκόπικρα που “Έτσι κι αλλιώς” να επιστρέψεις δεν μπορείς…
Μετά ήρθε το γυμνάσιο, το λύκειο, και μου ‘φερες τους άλλους:
Εσύ ήσουν που μου γνώρισες τους πίσω σου Τερμίτες. Έφερες τον Κότσιρα, μετά τον Πασχαλίδη, το Μηλιώκα, τον Περίδη και το Δεληβοριά. Άνοιξες την πόρτα για το Μάνο Ελευθερίου, τον Άλκη, το Μητροπάνο και το Μικρούτσικο. Κι αν δεν ζητούσατε “Παράδεισο” μαζί, ίσως να μην ξαναβρισκόμουνα ποτέ με το Σαββόπουλο, κι ίσως το Χατζιδάκι να τον έχανα σ’ ελαφροπόπ, σε πολύχρωμη βαβούρα και σε λαϊκά της πίστας. Ο,τι μιλούσε στην ψυχούλα μου, κι ο,τι ακόμα της μιλάει, το γνώρισα σ’ ένα ταξίδι που (αστείο και παράξενο) στο πρώτο βήμα του, έπιασε κουβέντα σ’ αυτή την ίδια: “Έλα ψυχούλα μου” της λέει, και φύγαμε…
Ήτανε ζόρι το γυμνάσιο, για μας. Το λύκειο, χειρότερο. Κι αφού, αυτά που σου χρωστάω, ο δειλός, δεν τα ξεστόμισα ποτέ, τώρα είν’ αργά (;) μα άκου Λαυρέντη, να: υπήρξαμε κι εμείς που δεν ακούγαμε Nirvana, ούτε Peppers και U2 στην εφηβεία μας. Εμείς που δεν ακούσαμε τη “δύσκολη” και την ψαγμένη μουσική. Εμείς που το παραδεχόμασταν σε λίγους και με πείσμα τότε – τώρα σ’ ολόκληρο τον κόσμο με χαμόγελο:
“Στα χρόνια εκείνα μάγκες, εγώ άκουγα Λαυρέντη!”
Και πάντα θα ψάχνω μια γυναίκα να μου πει τα μάτια της να μην τα αγαπώ, και να μην πάψω να πιστεύω στα δικά μου. Και θα ‘ναι εκείνη η γυναίκα που θα τρακάρω πάνω της στον Κόμβο Κηφισίας, για να με πάει φινάλε “τόσα χρόνια, μιαν ανάσα” και κανένας να μη θέλει να το σκάσει από κει.
Και πάντα θα ζητάω το μετερίζι μου πλάι στο Φτωχούλη απ’ την Ασίζη. Για το δικό του Θεό, κόντρα σε Σουλτάνους και σ’ ανθρώπους που μου μάθαν να μισώ, αρκούνται στο μισό και που κορνάρουνε σε κάθε ευκαιρία.
Και πάντα θα φωνάζω στα ζώα μου τ’ αργά: “πήρε φωτιά η φάρμα!“, και θα πίνω το δηλητήριο που κερνάει ο Γιάννης, τώρα που ‘ναι μαζί φασισταριό και ιντιφάντα.
Και θα ελπίζω για πάντα πως δε μας θέλει η ζωή, μα τη θέλουμε μεις, κι εμείς έχουμε αλλιώτικο νόμο.
Και θα θυμάμαι για πάντα το Μπλουζ στο Διδυμότειχο, τότε που τρύπα στη γεωγραφία, του παράλογου θητεία, με μουγκή σκοπιά και κουρεμένους σβέρκους, το εθνικό θηρίο μ’ έστειλε στη Χίο.
Κι άμα μελαγχολώ, θα βάζω στο μαγνητόφωνο τα τραγούδια που ‘γραψες με το Σάκη, ρουλεμάν και πατίνια στην καρδιά.
Και θα ‘μαι πάντα όλ’ αυτά που συμπαθούσες και κορόιδευες:
Εγωκεντρικός, “Μαγαπάς“, Παλιός Στρατιώτης, Διανοούμενος, και στην Αγάπη Κνίτης,
Ειλικρινά δικός σου,
ένα ακόμα αιώνιο, Τερατάκι Τσέπης.]