Θυμάμαι, ήταν φθινόπωρο του 2012 και είχαμε πάει με ένα αγαπημένο φίλο στο Φλοράλ, στην πλατεία των Εξαρχείων. Έπαιζε ξανά το ντοκιμαντέρ του Χρήστου Χουλιάρα, αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του Νίκου Νικολαΐδη. Πήρα τις αφίσες των ταινιών του και βγήκα βουρκωμένος από τον χώρο. Ένα από τα πράγματα, που έχω μετανιώσει βλέπεις, είναι πως δεν πήγα στην κηδεία του. Δεν τον ήξερα προσωπικά, μα τον ήξερα κιόλας με ένα περίεργο τρόπο. Το ανατριχιαστικό, είναι ότι με ήξερε. Με ένα τρόπο, που γνώριζε και όλους τους θεατές του. Δεν ξέρω πως το έκανε πραγματικά, αλλά το σινεμά του Νικολαΐδη, ήταν μια απεικόνιση, όσων γουστάραμε να δούμε στο μεγάλο πανί, με μια τεχνική αρτιότητα, που όμοια της δεν είχε γνωρίσει ο ελληνικός κινηματογράφος. Διότι, ο Νίκος ήταν ο μεγαλύτερος μάστορας, που γνώρισε ο σινεμάς αυτής της χώρας. Από την πρώτη ταινία του, την ”Ευρυδίκη ΒΑ 2037” (πρόκειται για τον αριθμό που είχαν οι πινακίδες του αυτοκινήτου του), δεν ακολούθησε τις νόρμες και τους λοιπούς προβεβλημένους σκηνοθέτες του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια, τις επιταγές της τέχνης και της διανόησης και έφτιαξε το δικό του σύμπαν, στο οποίο υπέκυψε κάθε εραστής του σελιλόιντ, που σέβεται τον εαυτό του.
Κάποιος, πριν αρκετά χρόνια, μου πάσαρε σαν καλτ ελληνική ταινία ”Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα”. Όταν τέλειωσα την προβολή, χαστουκιζόμουν, για να συνέλθω. Τι καλτ ρε γελοίε; Εδώ, μιλάμε για την πιο ισοπεδωτική πολιτική ταινία, που είδα ποτέ. Ξέρω ότι μισούσε τον όρο πολιτικό σινεμά, ο Νικολαΐδης, μα μόνο αυτός μπόρεσε να αποτυπώσει τόσο ξεκάθαρα και φωναχτά την ζωή και καθημερινότητα μιας ολόκληρης γενιάς, σαν πολιτική πράξη. Όλα άρχισαν άλλωστε, από τότε που εκείνος ο κρετίνος ο Πέρι Κόμο τραγούδησε την Γκλεντόρα. Τα ”Κουρέλια” είναι μια ταινία για τη ροκ εντ ρολ γενιά του 50’ και του 60’, που μεγάλωσε και ακόμη προσπαθεί να γιατρέψει τις πληγές της. Για όλους εμάς τους θεατές, είναι κάτι πολύ παραπάνω. Είναι μια ταινία που φτύνει τον ξύλινο λόγο κατάμουτρα, μιας και οι πρωταγωνιστές της, μιλάνε επιτέλους σαν κανονικοί άνθρωποι. Γελάνε, πίνουν, ερωτεύονται, κάνουν σεξ χωρίς προφύλαξη, συζητάνε με σελοφαναρισμένα πτώματα και παίζουν μανιασμένοι τύμπανα.
Μετά, ο Νίκος μας έδωσε τη ”Γλυκιά Συμμορία” και μας έβαλε το μεγαλύτερο δίλημμα, που έχει υπάρξει στο συγχρονο ελληνικό κινηματογράφο. ”Κουρέλια” ή ”Γλυκιά Συμμορία”; Βλέπεις ο Μόσχος και ο Σπυριδάκης, η Μασκλαβάνου, η Τομαζάνη, μα και ο Τζούμας με τον Παναγιωτίδη, ήταν πολλά περισσότερα, από σκιές στο κινηματογραφικό πανί. Έτσι και ο κόσμος του σκηνοθέτη τους. Είχε την αριστουργηματική, δυστοπική ”Πρωινή Περίπολο”, όπου αντικρίσαμε την καλύτερη φωτογραφία σε ολάκερο τον ελληνικό κινηματογράφο, και το uber-cult νεκρό-ρομάντζο ”Singapore Sling”, που στο εξωτερικό δεν έχει αφήσει μεταμεσονύχτια αίθουσα, να μην την κάνει sold out! Είχε ακόμη, ”Θα σε δω στην Κόλαση Αγάπη μου” να κλείνει το μάτι σε όποιον επιχείρησε ποτέ, να φιλμογραφήσει ένα καταραμένο ερωτικό τρίγωνο, που σκορπά θάνατο και δαγκωμένα, υγρά φιλιά στην οθόνη.
Μεσολάβησε ένα τηλεοπτικό λάθος ”Κορίτσι με τις Βαλίτσες”. ”Τα λάθη είναι σαν τους αποτυχημένους έρωτες: τους νοσταλγείς, σε βασανίζει το ανεκπλήρωτό τους, αλλά δεν θα ‘θελες ποτέ να τους ξαναζήσεις… Το γεγονός ότι η προβολή αυτού του λάθους μου στην τηλεόραση απέφερε μια ακροαματικότητα 57.6%, αποδεικνύει το πόσο μεγάλο λάθος διέπραξα.” είπε ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Στον κόσμο του Νικολαΐδη, θα εισβάλει λίγο αργότερα, σαν παράνομος εραστής και αμαρτωλός ληστής και ο ”Χαμένος που τα Παίρνει όλα”, σαν το τραγούδι που μας λέγανε παλιά. Με τον Αγγελάκα, σε ρόλο και ερμηνεία ζωής, να μας υπενθυμίζει πως ακόμη και αν η ροκ εντ ρολ γενιά σαραντάρισε, είναι ακόμη επικίνδυνη και κρατικά ενοχλητική. Στο κορμί της, άλλωστε φέρει την χαμένη επαναστατημένη φύση δεκαετιών και όση βία κρύβει η εξουσία στα μανίκια της.
O ”Οργισμένος Βαλκάνιος” που στον ελεύθερο του χρόνο έγραφε για ”Τυμβωρύχους” και ”Γουρούνια στον Άνεμο”, μας φύλαγε μια ακόμη ταινία πριν φύγει από το μάταιο τούτο σινεμασκόπ κόσμο στις 5 του Σεπτέμβρη 2007! Στην αυγή της νέας χιλιετίας, στα ”Ζero Years” δηλαδή, υφαίνει ένα αποπνικτικό τοπίο, ακραίας καταστολής, σεξουαλικής καταπίεσης και τοξικότητας που ξερνά εφιαλτικά οράματα, εικονικές αποβολές, ενέσεις και ναυτία. Τέσσερις γυναίκες που υπηρετούν τη θητεία τους σε ένα κρατικό οίκο ανοχής, ξυλοκοπώντας ανελέητα τους πελάτες τους, σκιαγραφούν το αξέχαστο αντίο του σπουδαίου αυτού δημιουργού. Στον αποχαιρετισμό του, πριν ρίξει μια τελευταία ”Στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα”, αφήνει ευφυέστατα σενάρια, μποεμικούς διαλόγους, κάδρα για σεμινάριο, μα πιο πολύ, αυτή την αστείρευτη καύλα για το σινεμά και τα κουρέλια του.
Πίνουμε λοιπόν στα κουρέλια, όπου και να είναι και σε αυτούς που περιμένουν να γυρίσουμε, αλλά δεν θα πάμε.
”Θεωρώ την Κόλαση έναν υπέροχο ερωτικό τόπο. Βεβαίως και πιστεύω στην Κόλαση σαν λύση. Αν μάλιστα καταφέρουμε να την εγκαθιδρύσουμε εδώ και τώρα, θα είναι κάτι υπέροχο.”