Γύρνα λιγάκι πίσω. Σκέψου την τάξη του σχολείου. Σκέψου το αμφιθέατρο της σχολής. Σκέψου ο,τι σε βολεύει περισσότερο, δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο, πανεπιστήμιο, ο,τι σου κάνει πιο καλά για ν’ απαντήσεις: Πόσους καθηγητές θυμάσαι να τους χάρηκες στο μάθημά τους; Πόσους δασκάλους άκουσες και το ρολόι έτρεχε γρήγορα αντί γι’ αργά;
Ξέρω τι λες, ρωτάω σαχλαμάρες. Ο δάσκαλος είναι δάσκαλος, ο καθηγητής – καθηγητής. Είναι δουλειά τους να σου φέρνουν πονοκέφαλο, να σου πατάνε το μυαλό σου για να μάθεις. Έτσι μαθαίνουν οι άνθρωποι. Έτσι μας μάθαν κι έτσι ξέρουμε. Αλλά συμπάθα με, θα το χαλάσω. Κι ας μη με συμπαθήσουνε καθόλου αυτοί που πήραν την παιδεία και μας τη βάφτισαν εκπαίδευση. Αυτοί που αποφάσισαν ότι μπορεί να ‘ναι καθηγητής αυτός που ξέρει μαθηματικά και φυσική, αυτός που ξέρει αρχαία κι ιστορία, κι ας μην ξέρει καθόλου πώς να βγάζει λέξεις απ’ το στόμα του. Κι ας μη γνωρίζει πώς να πει αυτά που ξέρει. Όχι, δεν μαθαίνουν έτσι άνθρωποι. Όχι δεν είναι έτσι οι δάσκαλοι. Όχι…
…υπήρξε κι ο Λιαντίνης!
Δεν τονε γνώρισα ποτέ. Ήμουν 7 όταν πέθανε, μ’ αυτό τον τρόπο τον παράξενο που διάλεξε να φύγει. Αλλά τον έμαθα. Από σπόντα, στο πλάι του YouTube. Κι όταν τον έμαθα, πρώτα τον αμφισβήτησα (άλλωστε πάντα δεν αμφισβητείς ο,τι δεν ξέρεις, όταν θες να νομίζεις πως τα ξέρεις όλα;) κι ύστερα κάθισα να τον ακούσω. Μα κάθισα, (αυτό είναι το πιο σπουδαίο, άκου) κάθισα γιατί δεν μπόρεσα να σηκωθώ. “Πέντε λεπτάκια”, είπα. “Να δούμε τι θα πει κι αυτός”. Και είδα, άκουσα, και δεν μπορούσα να το κλείσω.
Εντυπωσιακό πεδίο γνώσεων. Τεράστιο εύρος. Σπουδαίος όταν μίλαγε για την αρχαία Ελλάδα, όταν μιλούσε για λογοτεχνία, για ποίηση, για τις θρησκείες και τους μύθους. Όταν μιλούσε για φιλοσοφία, για τις λέξεις, το νόημά τους, τον Καζαντζάκη και τον Όμηρο. Μα πάνω απ’ όλα, σπουδαίος όταν μίλαγε. Κι αν όλα τ’ άλλα είναι που τον κάνανε φιλόσοφο, μελετητή και συγγραφέα, αυτό ήταν που τον έκανε δάσκαλο:
Ο Λιαντίνης Ο,ΤΙ και να ‘λεγε κρεμόσουν απ’ το στόμα του!
Δεν έπρεπε ντε και καλά να συμφωνείς. Δεν είναι αυτό το θέμα, ποτέ δεν ήταν. Για ν’ απολαύσεις τα μαθήματα αυτού του ανθρώπου, δεν είναι ανάγκη να σου λέει αυτά που θες, δεν είν’ ανάγκη να σου λέει αυτά που σου γουστάρουν. Η μόνη ανάγκη (για να πειστούνε κι οι Θεοί, που λέει ο λόγος) είναι να τον αφήσεις να μιλήσει. Κι ύστερα θα μάθεις. Θα διαφωνήσεις; Καλό για σένα, μα θα μάθεις. Κι όταν θα σταματήσει να μιλάει, θα θες να μάθεις κι άλλα. Θα μπεις να ψάξεις, να διαβάσεις από μόνος σου. Με πιάνεις; Αυτό είναι το ζουμί, αυτή είναι η ουσία κι η ανάγκη. Γι’ αυτό ήταν ο Λιαντίνης δάσκαλος, κι όχι μονάχα στοχαστής. Γιατί μιλούσε και δεν σού ‘βαζε μες στο κεφάλι πράγματα, μιλούσε και ξάφνου ήθελες να μάθεις.
Βλέπεις, η γνώση είναι παιχνίδι. Η σκέψη είναι πρόκληση, κι οι τάξεις χρειάζονται ανθρώπους να σε προ(σ)καλέσουν. Τ’ αμφιθέατρα χρειάζονται καθηγητές που θα σου δώσουν υλικό να τo αγαπήσεις ή να τ’ αμφισβητήσεις. Έτσι μαθαίνουν οι άνθρωποι. Αν αγαπήσεις κάτι θα το μάθεις, γιατί σ’ αρέσει και το θες. Κι αν θες ν’ αμφισβητήσεις κάτι, πρέπει στ’ αλήθεια να το μάθεις καλά για να μπορέσεις να το γκρεμίσεις. Ο δάσκαλος λοιπόν, δεν έχει ευθύνη να σε πείθει, ούτε να σου πηγαίνει κόντρα. Ο δάσκαλος ένα πράγμα πρέπει να προσέχει: μη βαρεθείς! Γιατί δεν έχει η γνώση άλλο θάνατο πιο σίγουρο απ’ την ανία. Κι είναι ο θάνατος που της προσφέρει η Ελλάδα κάθε χρόνο, δεκαετίες ολόκληρες. Κι είναι ο θάνατος που θα τον είχαμε γλυτώσει αν βάζαμε μες στα σχολεία και τις σχολές λιγότερους “καθηγητάδες”.
Λιγότερους καθηγητάδες και πιο πολλούς Λιαντίνηδες.
Μόνο έτσι μαθαίνουνε οι άνθρωποι…