Ήμουνα μικρός, στο χωριό, καλοκαίρι. Μετά το φαγητό τα μεσημέρια, ξαπλώναμε με την αδερφή μου σ’ ένα δωμάτιο, κι ο πατέρας μου μας έλεγε ιστορίες για να κοιμηθούμε – τελικά κοιμόταν πάντα εκείνος πρώτος! Ήταν πολύ ωραίες ιστορίες, καουμπόικες, και νόμιζα ότι τις έβγαζε απ’ το κεφάλι του. Νόμιζα.

Ήτανε λέει ένας μικρός σερίφης, ο Τζιμ Άνταμς (που ο πατέρας μου φρόντιζε πάντα να μας λέει πως το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Αδαμόπουλος). Μαζί του, και μια καουμπόισσα, η Ντιάνα. Παρέα κι ένας Μεξικάνος, ο Πεπίτο Γκονζάλες με το ξεροκέφαλο γαϊδούρι του, τον Πελεγκρίνο. Και τέλος, ένα Ινδιανάκι, ο Τσιπιρίπο με το τόξο και το πόνυ του. Μια αχτύπητη τετράδα, που στο μυαλό μου πήγαινε κόντρα στα ίσια τον Λούκυ Λουκ για την προστασία του Ουέστ. Μια αχτύπητη τετράδα που φυσικά δεν γεννήθηκε στο κεφάλι του πατέρα μου, αλλά του ‘κανε παρέα βγαλμένη μέσ’ απ’ το μυαλό…

…του Πότη Στρατίκη, του αντιστασιακού εκδότη που μας έμαθε ιστορία!

Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, το παραμύθι ήταν αληθινό και πήγαινε ως εξής: Ήταν ένα πιτσιρίκι που μπήκε στην Ε.Π.Ο.Ν. και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Ήταν ένας αριστερός που, μετά τον πόλεμο, κατέβηκε απ’ το χωριό του στην Αθήνα για να γλυτώσει την τρέλα του εμφυλίου. Ήταν ένας νεαρός που μπήκε στην Πάντειο μα δεν κατάφερε να σπουδάσει γιατί δεν είχε χρήματα. Ήταν ένας διανοούμενος που κάλυψε την “πανεπιστημιακή του ανεπάρκεια” διαβάζοντας, μελετώντας και μαθαίνοντας μόνος του ξένες γλώσσες. Κι έτσι γεννήθηκε ένας μεταφραστής, συγγραφέας και εκδότης που σημάδεψε γενιές (τη δική μου σίγουρα!) και δέχτηκε το χειροκρότημα από σύσσωμη την ελληνική φιλολογία.

Σήμερα ωστόσο, συμπάθα με, δεν θα ψάξω, δεν θα βρω και δεν θα γράψω τη γνώμη της φιλολογίας, της δημοσιογραφίας ή των εκδόσεων, για τον κύριο Πότη. Σήμερα το ευχαριστώ που θα του πω είναι δικό μου, γιατί ο Στρατίκης δεν ήταν ένα μακρινό όνομα, μια υπογραφή σε βάθρο που της οφείλεις το σεβασμό σου. Ο Στρατίκης είναι η υπογραφή σ’ ένα σωρό βιβλία της παιδικής μου βιβλιοθήκης και της χρωστάω αυτά που ξέρω, αυτά που πιστεύω, αλλά κυρίως της χρωστάω την αγάπη μου. Οπότε…

…κυρ Πότη, σ’ ευχαριστώ για τον Ηρόδοτο, για το Σεβάχ και τον Κολοκοτρώνη!

Τ’ ομολογώ. Η αφεντιά μου δεν έμαθε την Ελληνική Μυθολογία απ’ τις εκδόσεις Στρατίκη – γι’ αυτό φρόντισαν οι Στεφανίδηδες και θα τους εκφράσω ένα εγκάρδιο και μεγάλο ευχαριστώ, άλλη φορά. Απ’ τις εκδόσεις Στρατίκη ωστόσο, έμαθα τους Περσικούς Πολέμους και την ιστορία της Μακεδονίας. Έμαθα τα μεγάλα παραμύθια του κόσμου, απ’ τα πιο παιδικά (τα Τρία Γουρουνάκια) μέχρι τα πιο ενήλικα (τη Βασίλισσα του Χιονιού και το Σεβάχ). Έμαθα το ’21, τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη και τον Κατσαντώνη. Και πάνω απ’ όλα, έμαθα τότε, κάτι που χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να το καταλάβω, κι ήταν το πιο σημαντικό απ’ όλα.

Εκείνα λοιπόν, τα χρόνια της παιδικής αθωότητας, ο Πότης Στρατίκης έριξε μέσ’ απ’ τα βιβλία του στο μυαλό μου μια πληροφορία, που φύτρωσε, άνθισε κι έγινε συνειδητοποίηση και μεγάλο ξαλάφρωμα. Μου ‘μαθε πως η ιστορία, οι ήρωες κι οι μύθοι, δεν είναι τσιφλίκι κανενός. Μου ‘μαθε ότι μπορείς να είσαι στην αντίσταση, κι ωστόσο ν’ αγαπάς τον Προμηθέα και τον Αθανάσιο Διάκο. Ότι μπορείς (στην ευχή, ας μιλήσουμε καθαρά!) να γουστάρεις τον Οδυσσέα, τον Ηρακλή, τον Περικλή και το Μακρυγιάννη, κι ωστόσο όχι μωρέ, να μην είσαι φασίστας! Κι αν αξίζει χειροκρότημα πραγματικό ο Στρατίκης, πάνω και πρώτ’ απ’ όλα, γι’ αυτό τ’ αξίζει.

Άλλο που κάποιοι από μας, θα του χρωστάμε και τα μεσημέρια στο χωριό μας.

Άλλο που κάποιοι από μας, θα του χρωστάμε και το υλικό της φαντασίας των γονιών μας. Άλλο που κάποιοι από μας, εξαιτίας του Στρατίκη, του Ανεμοδούρα και κάνα δυο ακόμα τύπων, μπορούμε περήφανα να λέμε πως: “Στο Λούκι Λουκ του Γκοσινί και στου Σταν Λι το Σπάιντερμαν, έχουμε ν’ απαντήσουμε με Τζίμη Αδαμόπουλο και με Γιώργο Θαλάσση. Έχουμε ν’ απαντήσουμε μικρούς, δικούς μας σερίφηδες και ήρωες“.

Κι ας αργήσαμε να μάθουμε ότι αυτοί οι ήρωες δεν είχαν για “μπαμπά” τους το μπαμπά μας…