Το περασμένο καλοκαίρι, συνάντησα τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, σε μια συνέντευξη που χρωστάω πολλές από τις μετέπειτα σκέψεις μου. “Η περηφάνεια είναι περίεργη παγίδα. Μας μαθαίνουν από παιδιά να είμαστε περήφανοι για το ένα και το άλλο, κάτι που μας οδηγεί σε συλλογικά και ατομικά αδιέξοδα. Οι μεγαλύτερες ματαιώσεις ήρθαν από την πολύ περηφάνεια. Από την πολλή αγάπη και την πολλή θυσία, δεν προέκυψαν τόσο μεγάλες τραγωδίες“.
Κάπως έτσι, ξεκουράστηκα από τις τύψεις που δεν είχα, για το γεγονός ότι δεν συγκινούμουν όταν κέρδιζε η ρακέτα του Τσιτσιπά ή το άλμα της Στεφανίδη καθώς και με τη μεγάλη ικανοποίηση που ένιωσα όταν είδα τον Λάνθιμο στα Όσκαρ, όχι γιατί γεννήθηκε στον ίδιο με εμένα γεωγραφικό χώρο, αλλά γιατί κάνω πολύ κέφι την αλλόκοτη σκέψη του. Σήμερα όμως νιώθω περήφανη και κάπως αγχώνομαι για το σε ποια παγίδα έχω πέσει. Νιώθω περήφανη που μοιράστηκα τον χρόνο μου στη Γη με τον Γιάννη Μπεχράκη, νιώθω ότι ακόμη και μέσα από το χθεσινό φευγιό του, φωτογράφισε ένα λιγότερο σκατένιο κόσμο.
“Φωτογραφίζω τον πόνο και τη βία αλλά και την ελπίδα. Γιατί πάντα μέσα από αυτές τις φωτογραφίες και από αυτά τα θέματα που κάνω δε πεθαίνει ποτέ η ελπίδα. Πάντα υπάρχει κάποιος άνθρωπος ο οποίος βοηθάει, προσπαθεί, θυσιάζεται και αυτό κρατάει την ελπίδα ζωντανή”.
Ο πάνω από 30 χρόνια φωτοειδησεογράφος του πρακτορείου Reuters, δεν νικήθηκε από τον καρκίνο. Κανένας άνθρωπος που βιώνει τη ζωή με τόση αξιοπρέπεια και πίστη δεν μπορεί να ηττηθεί, ακόμη και αν δεν υπάρχει πλέον ως φυσική παρουσία.
Ο Γιάννης πίστευε ότι μια φωτογραφία μπορεί να αλλάξει τον κόσμο κάνοντάς τον πιο δίκαιο, γι’ αυτό ταξίδευε και φωτογράφιζε την κόλαση. Ήταν στο χυμένο αίμα του Αφγανιστάν, στους πυροβολισμούς στην Αφρική. Ήταν εκεί που η καιγόταν η Τσετσενία, εκεί που ο δολοφονικός σεισμός διέλυε το Κασμίρ. Ήταν στην εξεγερμένη Αίγυπτο, στην Αθήνα όταν ακόμη επαναστατούσε.
Όταν το 2016 αγκάλιασε άυπνος το εμβληματικό Πούλιτζερ μαζί με τους τους Άλκη Κωνσταντινίδη, Michael Dalder, Srdjan Zivulovic, Bernadett Szabo, Αλέξανδρο Αβραμίδη, Stoyan Nenov και Laszlo Balogh, δήλωνε ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί από τις τύψεις. Βλέπεις για τον άνθρωπο Γιάννη Μπεχράκη, το να καταγράφεις τα σύγχρονα σφαγεία, για να μην έχει κανείς μας δικαιολογία ότι δεν γνώριζε για το αιματοκύλισμα του πλανήτη μας, δεν ήταν από μόνο του αρκετό.
Το πιο σπουδαίο βραβείο δοσμένο για το σεβασμό απέναντι στον άνθρωπο, για την αποτύπωση του πόνου, για να μη ξεχάσουμε πόση δυστοπία έχουμε ακόμη να διανύσουμε μέχρι το όνειρο.
“Πέρυσι ήμουν στα σύνορα της Τουρκίας, στο Σουρούκ φωτογραφίζοντας τους χιλιάδες Κούρδους που εγκατέλειπαν το Κομπάνι. Φέτος στη Λέσβο ένας από εκείνους με αναγνώρισε. “Τα κατάφερα φίλε μου, τα κατάφερα!”, μου είπε”.
Με γιαγιά από τη Σμύρνη, το να βλέπει προσφυγικό αίμα ήταν κάτι που δεν μπορούσε να τον αφήσει ασυγκίνητο. Δεν πιστεύω ότι τολμώ και γράφω για “κάποια” γεγονότα τα οποία συγκίνησαν έναν άνθρωπο που σε όλη του τη ζωή πορεύτηκε αγκαλιά με την αλληλεγγύη, συνεπείς στο ραντεβού του με την ιστορική μνήμη. Τον άνθρωπο που αγκάλιασε τους μελλοθάνατους για μια οικουμενική ανάσταση, με τις φωτογραφίες του από την προσφυγική κρίση να είναι ακόμη ένας δρόμος προς την αιωνιότητα.
“Όταν είδα αυτή την εικόνα πέρυσι, στις 10 του Σεπτέμβρη, αυτό τον άντρα να κρατά την κόρη του, μου φάνηκε σαν τον Σούπερμαν. Έχει σκεπαστεί με αυτή τη σακούλα σκουπιδιών που μοιάζει με μπέρτα του Σούπερμαν. Είναι Σύρος. Φιλάει την κόρη του και μου δημιούργησε την αίσθηση του οποιουδήποτε πατέρα που προστατεύει το παιδί του. Περπατώντας στη θύελλα για να φτάσει στο όνειρο”.
Λωρίδα της Γάζας, Ιράκ, Λιβύη, Κόσοβο, Σομαλία μέχρι και τη Σιέρα Λεόνε που δραπέτευσε από μια θανάσιμη ενέδρα που του στοίχισε δύο αγαπημένους συναδέλφους. Στο βίντεο που ακολουθεί ο Γιάννης περιγράφει τον τρόμο ενός κόσμου που φτάνει στο σαλόνι μας μόνο σαν ιστορία χολιγουντιανής ταινίας. Μεταξύ άλλων λέει το εξής μεγαλειώδες:
“Κάποια στιγμή σκέφτομαι πως αν με πιάσουν θα με κάνουν να υποφέρω. Θα με βιάσουν, θα μου κόψουν τα γενετικά όργανα, τα χέρια, τα πόδια. Θα βάλω τα κλάματα και θα αρχίσω να τους παρακαλώ, θα γίνω ρεζίλι στον εαυτό μου και μετά πώς θα γίνω εάν ζήσω έτσι; Πώς θα ζήσω εάν αισθάνομαι πως έχω γίνει ρεζίλι στον εαυτό μου; Οπότε λέω: θέλω να πεθάνω. […] Θα ορμήσω πάνω τους. Θα τους κάνω να με σκοτώσουν. Δεν θα με πιάσουν ζωντανό. Θα αυτοκτονήσω. Πώς θα αυτοκτονήσω; Το μόνο που έχω είναι μια φωτογραφική μηχανή. Θα πάρω την φωτογραφική μηχανή και θα την κοπανήσω στο κεφάλι μου. Και εκεί με πιάνουν τα γέλια”.
Αυτός ήταν ο Γιάννης Μπεχράκης και είναι τιμή μας που έζησε για 58 χρόνια. Ο Γιάννης, είναι σίγουρο ότι θα θυσιαζόταν για το καλύτερο κλικ της στιγμής της ιστορίας του κόσμου. Με απόλυτη ταπεινότητα εξιστορούσε τα σπουδαία…
“Η αποστολή μου είναι να εξασφαλίσω ότι κανείς δεν θα μπορεί να πει: Δεν γνώριζα!”.