Απ’ τη στιγμή που μεγαλώνεις, και που αρχίζεις να ‘χεις τη δική σου πολιτική θέση (που, αν είσαι τυχερός κι έχεις διαβάσει δυο βιβλία, δεν είναι ένας τυφλός κατοπτρισμός της θέσης των γονιών σου), σίγουρα θα ‘χεις μπλέξει σε τούτη τη συζήτηση. Πάντα η ίδια είναι, χρόνια τώρα.
Απ’ τη μια μεριά ο καπιταλισμός, που διαλαλεί το όνειρο της προσωπικής επιτυχίας. Απ’ την άλλη ο σοσιαλισμός, να τελαλίζει το όραμα της συλλογικής ευτυχίας. Ο πρώτος, αφήνοντας στα ψιλά γράμματα των διαφημίσεων πως όπου υπάρχουν νικητές υπάρχουν και χαμένοι (κι αυτοί μοιραία θα τη βγάζουν με φραγκοδίφραγκα για να μπορείς εσύ να οδηγείς τη Μαζεράτι σου – ΑΝ είσαι νικητής). Ο δεύτερος, χώνοντας με προσοχή κάτω απ’ το παλτό του το μαχαίρι της ανελευθερίας για το “κοινό καλό”.
Λοιπόν, δεν ξέρω για σένα, όμως εγώ απ’ τις πρώτες κιόλας φορές που βρέθηκα ανάμεσα στις δύο συμπληγάδες, σκέφτηκα: “Μα τι στον κόρακα, δεν υπάρχει δηλαδή άλλος δρόμος; Δεν γίνεται να ‘χω ανθρώπους ελεύθερους αλλά ευτυχείς; Δεν γίνεται να έχω κράτος που προσπαθεί για την κοινωνική δικαιοσύνη, χωρίς να μου στερεί τις βασικές μου ελευθερίες;”. Φαίνεται πως, δεν μπορούσε. Μα τα φαινόμενα μ’ απατούσαν, αφού είχε ήδη μπορέσει. Ήταν εκείνος ο τυπάκος, που το ‘χε καταφέρει. Ήταν…
…ο Ούλοφ Πάλμε – ο άνθρωπος που θ’ άλλαζε τον κόσμο!
Ένας αστός γεννημένος απ’ τους “νικητές” του καπιταλισμού. Ένας σοσιαλιστής, με όρεξη να προσπαθήσει για μια καλύτερη ζωή των αδύναμων της χώρας του. Μα θα μου πεις, ετούτα τα ‘χαν κι άλλοι. Άλλοι που απέτυχαν γιατί πνιγήκαν μες στις ιδεοληψίες τους, άλλοι που δεν κατάφεραν να βγουν μπροστά στις απαιτήσεις, ή άλλοι που (φευ!) το βρήκανε πιο πρόσφορο να κοιτάξουνε την πάρτη τους! Όμως ο Ούλοφ δεν τ’ άφησε όλα αυτά να τον κερδίσουν, γιατί είχε μια τριάδα – πεπρωμένο, που σ’ οδηγεί μοιραία να γίνεις ηγέτης φωτισμένος. Ο Πάλμε που λες, ήτανε χαρισματικός, ήταν αγνός, και ήταν δημοκράτης.
Στις μέρες του, η μουντή Σουηδία της μεγάλης νύχτας, έγινε το κράτος που άγγιξε όσο κανένα τα σύνορα της ουτοπίας. Με κοινωνική πολιτική, με ορθολογική διαβάθμιση στη φορολογία της, με παροχές για τους πολίτες της αλλά χωρίς εσωστρέφειες που θα απαγόρευαν στην οικονομία να αναπτυχθεί. Δημιούργησε το “σουηδικό μοντέλο” που (κλισέ πια, ή όχι), ακόμα μνημονεύεται απ’ τους ανθρώπους. Όμως δεν έμεινε μόνο στα του δικού του οίκου.
Αν δεν είσαι με κάποιον, είσαι με κανέναν!
Οι πιο εύπεπτες κατηγορίες προς τον Πάλμε (όπως και προς κάθε άνθρωπο που πιστεύει στις ιδέες του χωρίς τη φανατική προστασία της “άκρης”), μιλάνε για “βολική ουδετερότητα”. Για “την εύκολη λύση του να μη διαλέγεις πλευρά”. Είναι όμως έτσι;
Λοιπόν, μάλλον δεν είναι. Κι αυτό γιατί, δεν υπάρχει πρακτικά κανένας λόγος να ‘χεις “διαλέξει πλευρά”, για να ‘χεις θέση. Κι ο Πάλμε, στοχαστής, φιλόσοφος όσο και πολιτικός, είχε θέση. Και μεταξύ μας, είχε διαλέξει και πλευρά. Ήταν ενάντια στο άδικο, ενάντια στο παράλογο, ενάντια στον πόλεμο απ’ όπου κι αν προέρχεται. Τόσο ενάντια στους Αμερικανούς του Βιετνάμ (είχε μάλιστα φτάσει στο σημείο να συγκρίνει τις αποφάσεις του Νίξον μ’ εκείνες του Χίτλερ), όσο κι ενάντια στους Σοβιετικούς του Αφγανιστάν. Υπέρ των Παλαιστινίων, ενάντια στη χούντα της Ελλάδας, σε ανοιχτή ρήξη με το Απαρτχάιντ. Απέναντι σε κάθε τι απάνθρωπο και μη δημοκρατικό.
Η πιο καλή απάντηση στις παραπάνω κατηγορίες λοιπόν, είναι αυτή η στάση του Σουηδού. Μια στάση που ξεσκέπασε (και ξεσκεπάζει) την πλάνη των “ομάδων” κάθε είδους. Όχι, μάγκες. Αν δεν ανήκεις πουθενά, δεν είσαι “με όλους”. Αν δεν ανήκεις πουθενά, δεν είσαι με κανέναν! Και δυστυχώς ο Πάλμε αυτό το πλήρωσε…
…όπως και όλοι οι άλλοι!
Όπως ο Γκάντι, κι όπως ο Κένεντι που τα ‘βαλε για λίγο με το τέρας που προσπαθεί να κρυφτεί πίσω απ’ την κουρτίνα του Λευκού Οίκου. Όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, κι όπως κάθε ηγέτης (κι ίσως κάθε άνθρωπος) που έχει το θράσος “να ‘χει ένα όνειρο”. Ο Ούλοφ Πάλμε δολοφονήθηκε, ψυχρά, με δύο σφαίρες στο στομάχι. Γυρνούσε απ’ τον κινηματογράφο με τη σύζυγό του. Χωρίς αστυνομία, χωρίς προστάτες. Δεν χρειαζότανε προστάτες, ποιος άλλωστε να θέλει να σκοτώσει έναν άνθρωπο που προσπαθεί για την ειρήνη; Ποιος να σκοτώσει έναν άνθρωπο που μόνο θέλει να κάνει καλό στους ανθρώπους;
Κι ωστόσο, διάολε, είναι τόσοι πολλοί αυτοί που απαντούν “εγώ” στην παραπάνω ερώτηση. Κι είναι, Θεέ μου, τόσο αβάσταχτο να βλέπεις τον κόσμο να πετάει στη θάλασσα, τον έναν μετά τον άλλο, τους πιο αγνούς του, κι άξιους καπετάνιους…
Καληνύχτα Ούλοφ, καληνύχτα.