Πρωί Τετάρτης στη Νέα Σμύρνη και δεν μπορείς να παρκάρεις ούτε στα κλαδιά των δέντρων. Το πρώτο σημείο ελεύθερης ασφάλτου γίνεται η όαση που με μπρος – πίσω καταφέρνουμε με τη Φιλένια να χωρέσουμε το γεμάτο με φώτα, καλώδια και μικρόφωνα αυτοκίνητο.
Ο Παύλος Παυλίδης και μια πόρτα που ανοίγει. Άντε να εξηγήσεις τώρα σε έναν άνθρωπο που σε βλέπει πρώτη φορά, πόσες στιγμές μέθυσες μπροστά του, τσίριξες και έκλαψες, χειμώνες που γίνονται καλοκαίρια για χρόνια. Λίγος αχνιστός καφές και κάμποσο άγχος για το αν θυμάμαι λέξη προς λέξη όλα τα τραγούδια του.
Πέρασαν χρόνια από τότε που έκανα τη σκέψη αυτής της συνέντευξης και μοιάζει να κράτησε μια στιγμή. Ο Παύλος Παυλίδης, μίλησε για ό,τι των ρώτησα χωρίς δεύτερες σκέψεις. Μίλησε για τη φρίκη του να βλέπεις έναν άνθρωπο αιμόφυρτο στο κέντρο της Αθήνας και την απόφαση του να τραγουδήσει τη φρίκη αυτή. Δεν εκνευρίζεται όταν ο κόσμος τον ρωτάει για τα Ξύλινα Σπαθιά και απολαμβάνει το γεγονός ότι οι στίχοι του ταξιδεύουν στα χρόνια. Νιώθει ημιμαθής και δεν του κάνει κέφι να γίνει ένας φωτεινός παντογνώστης.
Στο βίντεο που ακολουθεί είναι κάποιοι από τους λόγους που δεν ξεχάστηκε στην εφηβική μας ηλικία και μέχρι σήμερα δίνουμε ραντεβού στις συναυλίες του, να μετρήσουμε τα καλοκαίρια μας…