Τρέμουλο στα πόδια. Μπόλικο άγχος. Ξανατσεκάρισμα για να δω αν έχω κάνει κάνα λάθος με τις ερωτήσεις. Σφίξιμο στο στομάχι κι ένα μεγάλο χαμόγελο να φτάνει ως τ’ αυτιά. Όχι, όχι, δεν ετοιμαζόμουν να βγω πρώτο ραντεβού με κάποια κοπελιά, αλλά σε λίγα λεπτά θα έβγαινα ένα ιδιαίτερο ραντεβού με την ιστορία του ρεμπέτικου (και όχι μόνο) και όσο να ‘ναι αυτή η τίμια αγωνία είναι λογικό να υπάρχει.

Στέλιος Βαμβακάρης λοιπόν. Ή πιο απλά το “τακίμι” του Μάρκου, όπως μας θα μας έλεγε και ο ίδιος λίγα λεπτά προτού ξεκινήσει η συνέντευξη που ‘χαμε κανονίσει στα Εξάρχεια. Ένας απ’ τους ανθρώπους που γνωρίζει την ιστορία της ελληνικής μουσικής όσο λίγοι, αφού εκτός του ότι μεγάλωσε κάτω από τους ήχους και την πατρική φροντίδα του Μάρκου, στη συνέχεια κατάφερε με το ταλέντο του να “μεγαλουργήσει” και να συνεργαστεί με θρυλικά ονόματα όπως αυτά του Παγιουμτζή, του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, της Μπέλλου… μέχρι τα πιο πρόσφατα εκείνα του Σιδηρόπουλου, του Μάλαμα και του Λουισιάνα του Ρεντ, όταν και με τον τελευταίο της παρέας κλείστηκαν σ’ ένα κέντρο και μέσα σε λίγες ώρες σύνδεσαν το μπλουζ με το ρεμπέτικο.

Πώς έγινε αυτό θα μου πεις τώρα, ε; Την ίδια απορία είχα κι εγώ, γι’ αυτό πριν καλά καλά ξεκινήσει η συνέντευξη ήθελα να μάθω τι ενώνει και τι χωρίζει το μπλουζ με το ρεμπέτικο. “Για εμένα, η μουσική είναι ένα δώρο, ένα πράγμα θεϊκό. Ανήκει σε όλους τους ανθρώπους που έχουν το ταλέντο και ασχολούνται με αυτό που αγαπάνε. Μέσα στην ψυχή είναι χαραγμένη η καλοσύνη και η ευλάβεια. Αυτά ζυμώνονται και με ένα όργανο βγάζουν την ψυχή τους. Το μπλουζ είναι η ιστορία πονεμένων ανθρώπων, κατατρεγμένων, δούλων, σκλάβων, περιθωριακών, που τράβηξαν τα πάνδεινα. Κλείστηκαν σε φυλακές, έπαθαν νίλες. Μέσω της μουσικής που γεννούσαν όμως, είχαν λύτρωση ψυχική. Για τους μπλουζίστες είναι τρόπος ζωής η μουσική τους. Πρέπει να περάσουν 8 ώρες για να αφήσουν το όργανο τους, μέσα από από αυτό λυτρώνονται. Υπάρχουν ρυθμοί στα μπλουζ, ο καθένας εκφράζεται με τις δυνατότητες που έχει. Όπου τον ακουμπάει στην ψυχή του. Είναι μυσταγωγία, αγκάλιασμα, ευφορία ψυχική, που λειτουργεί σε κάποιον που είναι μάστορας. Τέτοιοι ήταν ο Τζόνι Χούκερ, ο Μάντι Γουότερς κ.α. Αυθεντίες”.

Είχα την τύχη να βρεθώ με τον θείο του Τζίμι Χέντριξ και ξάδερφο της Σάρα Βον, τον Λουισιάνα Ρεντ. Όταν ήρθε στην Ελλάδα, μέσω κάποιων φίλων, ροκάδων, που ήταν φίλοι δικοί μου και του Σιδηρόπουλου, συνεργαστήκαμε. Στο Ρόδον έκανε κάποιες συναυλίες και μου είπαν να παίξω με τον Αμερικάνο. Ο οποίος ήταν φοβερός ρεμπέτης, μεγάλος μπλουζίστας. Μου πήγαινε, τον έκανα κέφι, πολύ κέφι. Είχα ταύτιση μαζί του. Από τις δύο κουβέντες που είπαμε, κατάλαβα ότι δεν θα ήταν δύσκολο να παίξουμε χωρίς πρόβα. Όταν βρεθήκαμε και βγήκαμε στο Ρόδον, είχε μέσα του πολύ πενιά και νταλκά. Του λέω “Τι τόνο παίζουμε Λουισιάνα”; Μου απάντησε σολ ματζόρε. Και πρόσθεσα πάνω στην πεντατονική κλίμακα, τις μάγκικες πενιές του Πειραιά. Και έγιναν κοστούμι πάνω σε αυτό που έπαιζε ο Λουισιάνα. Αυτός ευχαριστήθηκε τόσο πολύ που παίξαμε μαζί και αυτοσχεδιάζαμε, κι μου έκανε το μπλουζ Greek Men εκείνη την ώρα που παίζαμε! Κάναμε καλό πάντρεμα. Ήταν βάπτισμα για εμένα. Μετά το χασάπικο έγινε μιλητό και μπήκα σε αυτή την κλίμακα. Έκανα δύο δίσκους που έχουν πολλά τέτοια στοιχεία: Τη Νιρβάνα και το Αγνώστου Διαμονής”.


Ναι, αλλά πού κολλάει ο Μάρκος μέσα σε όλα αυτά; “Ο πατέρας μου γέννησε το ταξίμι, έμαθε στους μπουζουξήδες πώς θα παίζουν την ελεύθερη πτώση στο μπουζούκι. Εγώ τα χασάπικα και τις μπαλάντες τα έκανα ρυθμικά. Αλλά δεν τα έκανα ρε-λα-ρε, που είναι ιταλικό κούρδισμα. Πήγα στην παράδοση, πήγα στην πηγή. Και η πηγή είναι ο Μάρκος. Τι έκανε ο Μάρκος; Τα μάγκικα τραγούδια για τη φούμα, για τους αργιλέδες, για τους τεκέδες, για τις μαστούρες, για τις χαμούρες, για τα κορόιδα, για τον τσαμπουκά στην γκόμενα, τα ζούσε όλα. Για αυτό ήταν μάγκας, μόρτης. Τραβήχτηκα και τα είδα όλα αυτά, ζητιανάκι ήμουν με τον πατέρα μου, έβγαζα τη σφουγγάρα στις ταβερνούλες για να ζήσουμε. Αυτά είναι αλήθειες, ελευθερώθηκα. Για αυτό και η μουσική με κρατάει πάντα νέο και μιλάω για αυτή. Μέσα από τα καραντουζένια του Μάρκου ολοκληρώθηκα. Το τραγούδι ‘Η φαντασία στην εξουσία’, είναι καραντεζούνι, το κούρδισμα του Μάρκου. Έχω γράψει και σκληρό ροκ, αλλά έβαλα μπουζούκι. Πλάθεται όμως αυτό, αν παίξει το ίδιο τραγούδι άλλη ορχήστρα, νέγρικη για εμένα, είναι ροκιά. Είμαι αδερφός τους μουσικά”.

Ωστόσο, επειδή η ‘Φαντασία στην εξουσία‘ είναι ένα τραγούδι που το ερμήνευσε εξαιρετικά ο Παύλος Σιδηρόπουλος μου κίνησε την περιέργεια για να μάθω ποια ήταν η σχέση που είχαν οι δύο και πώς έγινε αυτή η σύμπραξη. “Πριν φύγει ο Παύλος, μου είχε δώσει τα Μπλουζ του Πρίγκιπα. Να βάλω εισαγωγές από μπουζούκι, αλλά δεν προλάβαμε. Μου είχε δώσει την κασέτα που τα είχε γράψει. Μεγάλος μάγκας ο Παύλος, τον έχω πολύ ψηλά. Μεγάλο γράψιμο, δεν τον ξεχωρίζω από τον Τζιμ Μόρισον, είναι πολύ ψηλά ως δημιουργός. Μου έλεγε ότι είναι απόγονος του Ζορμπά και εγώ γιος του Μάρκου. Κάναμε καλή παρέα. Όλα αυτά που σου λέω καλέ μου φίλε, Νικολάκη, είναι εμπειρίες ετών και θέλω να φτάσουν σε αυτιά ανθρώπων που έχουν σκοπό στη ζωή τους να κάνουν κάτι. Είναι καλό δώρο, το δώρο μου προς αυτούς τους ανθρώπους”.

Πάμε και στα του Μάρκου τώρα. Αν ζούσε σήμερα, με τη δημοσιότητα που θα ‘χε αποκτήσει, υπήρχε περίπτωση να έβαζε υποψηφιότητα πρωθυπουργός να γίνει; “Ω ρε μάγκα, τι λες; Δεν γίνεται αυτό. Ο Μάρκος δεν ήτανε για έτσι. Ο Μάρκος ήτανε ένας άνθρωπος, ο οποίος είχε ατελείωτη αγάπη για τους φουκαράδες, τους ανθρώπους που τραβιούνται, τους φυλακισμένους, τους εξόριστους, τους περιθωριακούς και δεν αγάπησε ποτέ τα λεφτά. Ό,τι έβγαλε τα ‘κανε ζώα. Γαϊδάρους, κότες, κουνέλια και άλογα. Με τίποτα δεν φαντάζομαι τον Μάρκο να πήγαινε εκεί πέρα.”

Και αφού η κουβέντα μας έφτασε στον Μάρκο, ήρθε και έδεσε και το επόμενο ερώτημα για το αν έχει ακούσει κάποιες από τις διασκευές που κάνουν νέα συγκροτήματα σε τραγούδια του πατέρα του και πώς του φαίνονται. “Βέβαια έχω ακούσει και δίνω άδεια. Μ’ άρεσε πολύ η ιδέα των παιδιών που έκαναν τα ρέγκε. Των Locomondo. Όποιος μπλέκεται με τον Μάρκο έχει φώτιση και γέννηση. Η μουσική του πλάθεται έτσι που ό,τι θέλεις την κάνεις. Κλασική την κάνεις, ροκ την κάνεις, μπλουζ την κάνεις. Είναι ένα πράγμα τ’ οποίο είναι τόσο ψυχικό και έχει τόσο μεγάλη απλότητα. Ο Μάρκος ήταν απλός και ο στίχος του γένναγε την μουσική του. Τα στιχάκια του είναι δώρα. Γι’ αυτό και μεγάλοι ποιητές από τον Καραγάτση και τον Εμπειρίκο μέχρι τον Γκάτσο έχουν γράψει πράγματα για τον Μάρκο.”

“Είναι μύθος, λίντερ, γι’ αυτό και υπάρχει ένα κερί που δεν σβήνει ποτέ. Τι θέλω να πω με αυτό; Κάποτε κάναμε ένα αφιέρωμα στον Μάρκο στον Πειραιά για την ‘τετράς την ξακουστή’ και η φιλαρμονική του Δήμου (τα όμποε, τα σαξόφωνα κλπ) κάνανε ένα τραγούδι του σε μορφή κλασικής. Όπως και η φιλαρμονική της Βιέννης που έπαιξε το ‘Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά’. Και επιπλέον, το θέμα του είναι πολύ δυνατό και μπορείς να βρεις άκρες στα ερωτηματικά που έχεις. Γερμανοί ασχολούνται με τραγούδια του, παίρνουνε θέματά του και κάνουν δικά τους θέματα, μου στέλνουνε δοκίμια. Κομπανίες από Κίνα και Ιαπωνία μέχρι Σουηδία και Ολλανδία. Η ‘Φραγκοσυριανή’ για να καταλάβεις έχει 346 εκτελέσεις.

Καθώς η κουβέντα μας έφευγε απ’ τα ελληνικά σύνορα και ταξίδευε σ’ άλλες χώρες και σ’ άλλους πολιτισμούς, είπαμε να μιλήσουμε για τις φορές που έπαιξε μπροστά σε ομογενείς που όταν ακούν τη λέξη Ελλάδα “ραγίζει η ψυχούλα τους”. “Είναι μεγάλη εμπειρία και βλέπεις πόσο λείπει η Ελλάδα απ’ αυτούς τους ανθρώπους, πόσο την αγαπάνε και πώς διασκεδάζουν όταν ακούνε το μπουζούκι. Δεν είναι μόνο οι Έλληνες, αλλά είναι και οι ξένοι που αρχινάνε και χτυπάνε παλαμάκια. Συσπειρώνονται. Οι Έλληνες έχουν έναν τρόπο ν’ αγκαλιάζουν και στους ξένους αρέσει αυτό. Οι Έλληνες είναι τζιμάνια και θέλει ο ξένος να γνωρίσει τον Έλληνα. Κλαίνε με το μπουζούκι, σου φιλάνε τα χέρια, σε βλέπουνε με δέος. Έχεις γκελ. Μην σου πω ότι είναι μισοί μισοί. Στην Αγγλία είχαμε πάει σ’ ένα στάδιο να παίξουμε και μέσα πιο πολλοί ήταν Εγγλέζοι παρά οι Έλληνες. Την ελληνική μουσική την αγαπάνε.”

Το ταξίδι μας στο εξωτερικό τελείωσε και επιστρέψαμε και πάλι στον Πειραιά, ώστε να κάνουμε μια αναδρομή στα παιδικά του χρόνια, αφού όταν τα υπόλοιπα παιδάκια έπαιζαν μπάλα στην αλάνα, εκείνος απ’ τα 12 του έπαιζε μπουζούκι! Όμως πώς ν’ αντιδρούσε άραγε ο Μάρκος; Τον μάλωνε ή τον καμάρωνε; Ο Μάρκος αγαπούσε τόσο πολύ τα παιδιά του και την οικογένειά του που τον είχαμε σαν πάστορα. Μας έκανε κατήχηση κάθε Κυριακή και μας κοινωνούσε με τις πενιές. Και μας έλεγε το βδομαδιάτικο που έγραφε.”

“Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Γεννήθηκα μες στα μπουζούκια. Μικρόβιο. Και το μικρόβιο στο περνάει και ο δάσκαλος με τα στιχάκια που σου λέει. Είναι ένα μάθημα. Ήταν η ευτυχία του να μάθουμε μουσική. Ο Δομίνικος ο αδελφός μου για παράδειγμα είναι καθηγητής της κλασικής μουσικής, έχει διπλώματα. Εγώ από την άλλη είμαι “τακίμι” του Μάρκου. Όχι ότι είμαι γιος του, αλλά μου πάει, τον θαυμάζω! Δίνω τα ρέστα μου, πώς το λένε; Τον κουβαλάω μέσα μου.”


Όπως ο Στέλιος είχε για δάσκαλο τον Μάρκο, έτσι κι εγώ ένιωθα ότι είχα για δάσκαλό μου τον Στέλιο και ήθελα να μάθω τα πάντα για τους ανθρώπους που έχει συνεργαστεί κατά καιρούς, αλλά και για την δική του υπεραξιόλογη πορεία. Να μου μεταφέρει τις γνώσεις του, γι’ αυτό και το επόμενο ερώτημα ήταν για το πώς συνδέεται το νήμα από τον Παγιουμτζή, τον Τσιτσάνη και τον Παπαιωάννου, μέχρι τον Σιδηρόπουλο, τον Λουιζιάνα Ρεντ και τον Μάλαμα.

Παπαιωάννου. Αρχηγός με τα τραγούδια του. Φλέβα δημιουργίας. Το μπουζούκι στα χέρια του ήταν κλάμα. Ήταν άπαιχτος ταξιμιτζής. Και χρυσός άνθρωπος. Παίζει ρόλο η καλοσύνη και στη μουσική. Άνθρωπος του κουρμπετιού. Μάγκας.”

“Τσιτσάνης. Αυτός έβαλε μια άλλη πινελιά και έκανε το ρεμπέτικο λίγο πιο κανταδόρικο. Ζωγράφιζε. Πρόσθεσε πράγματα. Δεξιοτέχνης και μεγάλος συνθέτης. Ήταν σχολείο. Γι’ αυτό και αυτοί που παίζουν μουσική πρέπει να ξεκινήσουν από τον Μάρκο, να πάνε στον Τσιτσάνη, στον Χατζηχρήστο, στη Σμύρνη, γιατί η Ελλάδα δεν τελειώνει ποτέ. Είναι όλη μουσική!”

Παγιουμτζής. Δεν υπάρχει νότα από ψηλά μέχρι χαμηλά που να μην την είχε μες στο λαιμό του. Το λαρύγγι του ήταν “φωλιά καναρινιών”. Ήταν ζογκλέρ. Αυτοί ήταν χρονοράφημα της εποχής. Τώρα αλλάζει το γραμμόφωνo και πάμε στον Σιδηρόπουλο. Με τον Σιδηρόπουλο μπήκαν άλλα πράγματα στη μουσική. Άλλαξαν τα πράγματα. Rolling Stones, Woodstock, Beatles. Άλλες εποχές. Η κάθε μία εποχή φέρνει το χαλάζι, την μπόρα, δίνει την μουσική της τροφή. Και ο Μάλαμας φίλος μου. Μεγάλος καλλιτέχνης, γι’ αυτό και τον αγαπάει ο κόσμος. Μπορεί να παίξει τα πάντα.”

Το άγχος και το τρέμουλο είχε φύγει εδώ και αρκετά λεπτά και πλέον η συνέντευξη έφτανε σιγά σιγά στο τέλος της, γι’ αυτό και για κλείσιμο του ζήτησα να μου πει δυο τρία λόγια για τον επόμενο μουσικό του στόχο. 

“Θέλω να κάνω την ‘Καμεράτα των Εγχόρδων’, αυτό είναι το όνειρό μου τώρα. Οι τζουράδες, οι μπαγλαμάδες και τα μπουζούκια. Τα δύο πρωτα είναι εξαφανισμένα, μόνο το μπουζούκι παίζουν σήμερα. Τα άλλα δύο έχουν εξαφανιστεί. Αλλά εγώ έχω γράψει τραγούδια πάνω στον μπαγλαμά και πρέπει να φανερώσουμε την Ελλάδα μέσα από αυτά τα όργανα, που είναι αυτοκρατορικά όργανα. Όταν ξεκινάς να μαθαίνεις μπουζούκι, γίνεσαι καλόγηρος, αρχιμανδρίτης και μετά φτάνεις στο ψηλότερο σημείο. Έχω περάσει όλες τις φάσεις, ασχολήθηκα, όλη η ζωή μου ήταν το μπουζούκι, τα φεγγάρια μου ήταν όραμα, γύρω από εμένα όλα. Έμαθα να είναι δικό μου το όργανο, το βάζω μέσα μου. Μιλάω με την καρδιά, με το κεφάλι, με τα πόδια, με όλη την ψυχή μου. Είμαι τακίμι του Μάρκου εγώ. Τον Μάρκο τον έχω με φωτοστέφανο.”

Τιμή μου κύριε Στέλιο. Αλήθεια, τιμή μου.