Ανέβηκα ψηλά στη βιβλιοθήκη. Πήρα τη μικρή σκάλα και άρχισα να ψάχνω ένα βιβλίο που σχεδόν θυμόμουν το όνομα του και καθόλου το εξώφυλλο του, σίγουρη ότι θα μου χρησιμεύσει περίφημα στην εργασία που δεν λέω να παραδώσω. Τράβηξα τον Πατρίκ Μοντιανό, παραμέρισα κάμποσους Μπέκετ, πέταξα στα μαλακά μαξιλάρια την “Πόλη” της Αναγνωστάκη. Ένιωθα σαν περήφανη πόρνη μέσα σε τόσους εραστές, που έκαναν έρωτα στο μυαλό μου, βράδια ολόκληρα. Κάπου εκεί αναγνώρισα μετα από χρόνια “Το Ερωτευμένο Σύννεφο”…
Το σύννεφο έφτασε στα χέρια μου από την κυρία Σοφία, που ενώ ήθελε να μου μάθει αγγλικά, κατέληξε να μου εξηγεί ότι ο Ναζίμ Χικμέτ ήταν ό,τι πιο ρομαντικό μπορεί να γεννήσει μια επανάσταση. Γιατί όπως έλεγε η καθηγήτρια με τα κιτρινισμένα μαλλιά και τα γυαλιά με διπλό τζάμι, η αγάπη είναι τα μπαχάρια που μυρίζουν εξέγερση.
Τη μέρα που της είπα ότι καθόλου δεν με ενδιαφέρει να μιλήσω εγγλέζικα, είπε ότι δεν θα ξαναέρθει και να την αφήσω να μου διαβάσει κάτι για να τη θυμάμαι. Άνοιξε το βιβλίο που μου είχε κάνει δώρο. Άρχισε να διαβάζει για τρία παλικάρι που ζούσαν σε τρεις διαφορετικές άκριες της γης και που ξεκίνησαν την ίδια ώρα, μέρα και χρονιά, να βρούνε την πέτρα που τη λέγανε Αστέρευτη υγεία. “Κι ενώ το πρώτο παλικάρι έμενε στα μισά και το άλλο στα μισά πάνω από τα μισά του δρόμου, το τρίτο παλικάρι περπατούσε ακόμα. Κουράστηκε και τούτο, μα δεν έγειρε στα γόνατα των κοριτσιών να ξεκουραστεί. Διψούσε, μα δεν έλεγε να πιει νερό. Περπατούσε, περπατούσε κι όλο περπατούσε. Όποιος προχωράει έτσι, φτάνει, γιέ μου.
Κι εσύ, σαν κι εκείνον, να μην κουράζεσαι κι εσύ, σαν κι εκείνον, να έχεις πίστη και να προχωράς, γιε μου. Όποιος πιστεύει, φτάνει…”.
Αυτός ήταν ο Χικμέτ που γεννήθηκε τον χειμώνα του 1902 στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη, για να αποδείξει ότι όποιος είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, δεν καταδικάζεται στο να κλωσάει ταξικά αβγά, αλλά μπορεί στα 17 του να πάρει ένα χαρτί και να γράψει με ένα μολύβι ότι: “Μια θρησκεία, ένας νόμος, ένα δίκαιο: Η δουλειά του εργάτη”.
Στη Ναυτική Σχολή της Χάλκης, δεν θα μείνει πολύ. Σύντομα, θα ανταμώσει τον Μαγιακόφσκι στη Μόσχα, ο οποίος ήταν ήδη πασίγνωστος και απόλυτα ταυτισμένος στη συνείδηση των λαών της ΕΣΣΔ, σαν ποιητής της επανάστασης. Ο Ναζίμ, θα επιστρέψει στην Τουρκία και θα ανοίξει λογαριασμούς με την από τότε άδικη δικαιοσύνη. Αυτό το θηλυκό που ντροπιάζει όλα τα τίμια κορίτσια, με την αφερεγγυότητα και τους νταβατζίδες που δεν έπαψε ποτέ να τους ακουμπάει τα μάτια και τη ζυγαριά της. Καταδικάζεται “κεκλεισμένων των θυρών” για τις κομμουνιστικές ιδέες του, σε 35 χρόνια φυλάκιση.
“Είμαι κομμουνιστής
Είμαι αγάπη απ’ την κορυφή ως τα νύχια,
αγάπη θα πει βλέπω, σκέφτομαι, κατανοώ,
αγάπη θα πει το παιδί που γεννιέται, το φως που πλημμυρίζει
αγάπη θα πει να δέσεις μια κούνια στ’ άστρα
αγάπη θα πει να χύνεις το ατσάλι μ’ απέραντο μόχθο
Είμαι κομμουνιστής.
Είμαι αγάπη απ’ την κορυφή ως τα νύχια”
Απεργία πείνας και εκστρατεία από διανοούμενος, για να αφεθεί ελεύθερος μετά από 13 χρόνια στη φυλακή. Χωρίς δουλειά, αυτοεξορίζεται για να γίνει γνωστός σε όλον τον πλανήτη. Τα έργα του μεταφράζονται διαρκώς σε όλο και περισσότερες γλώσσες.
“Τα έργα μου σε τριάντα σαράντα γλώσσες τυπωθήκανε. Στην Τουρκία μου στα τουρκικά μου είναι απαγορευμένα”.
Την λάτρευε την πατρίδα του ο ποιητής της επανάστασης, αλλά ακόμη και σήμερα να ζούσε, δεν θα την είχε δει όπως την οραματιζόταν. Κανένας άνθρωπος που αγαπάει τον τόπο που γεννιέται το κορμί του και υποθηκεύεται η ψυχή του, δεν μπορεί να αντέξει τον σφετερισμό του από κάποιους τρομερά πατριώτες.
“Τρύπησαν την καρδιά μου από δεκαπέντε μεριές. Θάρρεψαν πως δε θα χτυπάει πια η καρδιά μου από τη λύπη της. Η καρδιά μου πάλι χτυπά, η καρδιά μου πάλι θα χτυπήσει».
Ο Ναζίμ Χικμέτ, κατάφερε να χτίσει ένα μπαλκόνι στην ψυχή μου που βλέπει το Αιγαίο χωρίς γραμμές, χωρίς κύματα που κρύβουν τους γείτονες μας. Ένα μπαλκόνι που τα βράδια αν κρατήσεις την ανάσα σου θα ακούσεις σαν αμανέ τους στίχους του από τον Ρίτσο, για τον μεγαλύτερο “Μικρόκοσμο” της φυλής μας. Και τότε τα άστρα δεν θα είναι μακριά και η γη δεν θα μοιάζει τόσο δα μικρή. Τότε ό,τι και να είναι τα άστρα εμείς τη γλώσσα μας θα του βγάζουμε, μιας και για εμάς το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο, είναι ένας άνθρωπος που τον εμποδίζουν να βαδίζει, είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε.
“Φίλοι κι αδέλφια της ψυχής μου. Εσείς που πέσατε στις φυλακές και στα νησιά της κόλασης, που σας κρατάν αλυσωμένους μες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης γιατί πολεμάτε για την ανεξαρτησία, το ψωμί και τη λευτεριά του ελληνικού λαού, δεχτείτε την αγάπη και τον θαυμασμό μου. Οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας έχουνε τους ίδιους θανάσιμα μισητούς εχθρούς: τον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό και τους ντόπιους λακέδες του. Οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας, φιλιωμένοι ο ένας με τον άλλο, με τη βοήθεια των φιλειρηνικών λαών όλου του κόσμου, θα τσακίσουνε στο τέλος αυτούς τους εχθρούς τους. Αυτό το πιστεύω. Ο δικός σας ένδοξος αγώνας είναι μια από τις πιο λαμπρές αποδείξεις ότι θα νικήσει η υπόθεση της ειρήνης, του ψωμιού και της λευτεριάς. Σας σφίγγω όλους μ’ αγάπη στην αγκαλιά μου.”.
*Μήνυμα του Χικμέτ προς τον ελληνικό λαό στη διάρκεια της δίκης του Νίκου Μπελογιάννη.
Ο υπέροχος επαναστάτης, ο διαχρονικός διανοούμενος θα ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής του στη Μόσχα το καλοκαίρι του 1963, έχοντας προλάβει να κάνει έφοδο στην αιωνιότητα. Η Τουρκία του επιστρέφει την υπηκοότητα που του είχε στερήσει. Νεκρό βλέπεις δεν τον φοβούνται πια. Κουταμάρες… Λες και θα μπορέσουν ποτέ να νικήσουν τα στήθη που φτερουγίζουν, λες και θα ξεχάσουμε ποτέ ότι:
“Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα
Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε στο `χω πει ακόμα”.