Πατησίων 354. Μεσημεράκι. Ο Ηλίας μπαίνει φουριόζος στο καφέ, αφήνει τσάντα και πριν προλάβει να κάτσει βγάζει από μέσα κάτι λουκουμάκια μπουκίτσες από τον τόπο του την Ικαρία, δώρο λέει για τα γενέθλιά μου. Με σκλάβωσε πριν ακόμα ξεκινήσει η συνέντευξη… αντί να αρχίσει να μου ρίχνει καντήλια για το τρίωρο στήσιμο που του ‘χαμε κάνει πριν κάτι μήνες στο Provocateur.

Το ραντεβού μας, που λες, ήταν στα Πατήσια. Ανάμεσα σε Άνω και σε Κάτω, αφού με τον ‘πολυτεχνίτη’ και ταλαντούχο Ηλία Φουντούλη αποδειχθήκαμε γειτονάκια, καθώς εγώ μένω στον Άγιο Ελευθέριο κι εκείνος στην Γκράβα, και έτσι είπαμε να πιούμε έναν καφέ στα μέρη μας, να τα πούμε λίγο και έπειτα να περπατήσουμε μέχρι το παρκάκι δίπλα για να του κάνω και το απαραίτητο τεστ μαγειρικής. Και έτσι και έγινε.

Η κουβέντα μας ξεκίνησε με το σταντ απ και ο Ηλίας ταξίδεψε πίσω στον χρόνο και θυμήθηκε την πρώτη του φορά που ανέβηκε επάνω σε σκηνή. “Θυμάμαι το πρώτο stand up, το παρουσίαζε η Κατερίνα Βράνα (την αγαπάμε πάρα πολύ!). Θυμάμαι το άγχος, θυμάμαι ότι όταν είδα το βιντεάκι (γιατί με είχαν γράψει), ότι δεν καθόμουν στον προβολέα ήμουν πίσω απ’ τον προβολέα και ήμουν στο σκοτάδι. Γιατί προφανώς, αισθανόμουν πιο άνετα. Και θυμάμαι το κείμενο, που κάποια κομμάτια του τα έλεγα για αρκετά χρόνια.”

Έπειτα, ήθελα να μου πει και για την παντοτινή του αγάπη την μαγειρική. Μια αγάπη που όταν μιλάει γι’ αυτήν ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ βλέπεις τα μάτια του να γυαλίζουν! “Με τη μαγειρική είχα σχέση από πολύ μικρός. Μαγείρευε και η μάνα μου και ο πατέρας μου. Και μου ‘κανε ένα κλικ. Έμπαινα στην κουζίνα και μαγειρεύαμε. Αυτό που με περιγράφει καλύτερα είναι ότι είμαι ‘nerd’ της μαγειρικής. Δηλαδή, έχω πάρα πολλές γνώσεις, μου αρέσει να διαβάζω τα πάντα, διαβάζω βιβλία, λεπτομέρειες, ψάχνω τεχνικές. Πώς θα ήταν ένας γκικ για τους υπολογιστές και τα videogames; Εγώ είμαι για τη μαγειρική. Ξέρω ποια υλικά, ξέρω ποια πράγματα. Είναι το κόλλημά μου αυτό. Και τώρα το καλοκαίρι πήγα και πήρα κι ένα πτυχίο μαγειρικής που ήταν κάτι που ήθελα να κάνω πάρα πολλά χρόνια. Πήρα ένα ταχύρυθμο πτυχίο σεφ, ειδικευμένο σε μικρά γκρουπ ανθρώπων (8 ατόμων), και καλά για να δουλέψεις σε πρεσβεία, σε σκάφος, σε αγρόκτημα και τα λοιπά.”
 

Πριν δούμε στην πράξη όμως τις γνώσεις του για την μαγειρική, αποφάσισα να τον ρωτήσω και ποιο είναι το πιο δύσκολο φαγητό που ‘χει μαγειρέψει. “Έχω μαγειρέψει γενικά τα πάντα. Δηλαδή, με ιντριγκάρει το να πάω να μαγειρέψω κάτι που δεν έχω μαγειρέψει. Αφού δηλαδή, πέρασα και έμαθα να φτιάχνω σωστά όλα αυτά που μου αρέσουν να φτιάχνω και κάποια ακόμα, μετά άρχιζα να πειραματίζομαι και να λέω “δεν έχω φτιάξει ποτέ δίπλες, δεν μ’ αρέσουν ιδιαίτερα, αλλά θα φτιάξω να δω πως είναι.” Και δουλεύω έτσι. Ό,τι μάθω, ό,τι δω, ένα καινούριο υλικό.”

Ωστόσο, όπως ο ίδιος αποκάλυψε στο πρώτο επεισόδιο της εκπομπής του ‘Στο Πόδι’, έχει ταξιδέψει σε περίπου 40 χώρες στον κόσμο. Έτσι, λοιπόν, ήρθε και το επόμενο ερώτημα για το ποια χώρα έχει τις πιο έντονες και δυνατές μυρωδιές στο φαγητό και σε ποια χώρα θα μπορούσε να μείνει για πάντα. “Τα πιο έντονα αρώματα τα βρίσκεις σε χώρες Μέσης Ανατολής και Ασίας. Δηλαδή το Μαρόκο μου ‘χει μείνει. Όπου και να περπάταγα κάτι μύριζε. Από κρέατα που ψήνονται, από μπαχαρικά, από δέρματα ζώων κρεμασμένα έξω που στέγνωναν. Ήταν ένα συνολικό γεμάτο αρώματα ταξίδι. Το ίδιο ήταν και στην Τυνησία και στη Λιβύη, μου ‘χει μείνει χαρακτηριστικά ότι όλη η Βόρεια Αφρική είναι έτσι. Κάπως έτσι είναι και η Ασία, αλλά μ’ έναν άλλο τρόπο. Στην Ασία κυριαρχούν στους δρόμους ότι τηγανίζουν σε Wok πράγματα ή ψήνουν και τα λοιπά, αλλά δεν νιώθεις τόσο αυτό το μπαχαρικό. Φαντάζομαι στην Ινδία που δεν έχω πάει, θα ‘ναι κάπως έτσι.”

“Ιδανικά, θα ήθελα να είναι η Αργεντινή η χώρα που θα ‘θελα να μείνω, αλλά αν το πάρουμε ρεαλιστικά “εντάξει, δεν θα φύγεις από ‘δω να πας στην Αργεντινή ας πούμε”, οπότε θα πήγαινα στον Καναδά. Που είναι ίσως η πιο ωραία χώρα για να ζήσεις (που ΄χω δει εγώ). Πολλοί για τον ίδιο λόγο πάνε στην Αυστραλία που έχει τα ίδια πράγματα, αλλά και καλύτερο καιρό, αλλά εμένα το Μόντρεαλ μου άρεσε πάρα πολύ. Θα πήγαινα να μείνω!”
 

Κλείσαμε το κεφάλαιο Μαγειρική. Και ανοίξαμε το κεφάλαιο Βιβλίο. Πώς του έσκασε άραγε η ιδέα να γράψει το ‘Κάτι Χαμογελάει στις Σκιές’Διαβάζω από πολύ μικρός λογοτεχνία τρόμου. Δεν μ’ αφήνανε πολύ να βλέπω θρίλερ, οπότε ήμουν πάρα πολύ περίεργος να δω πώς θα ήταν ένα θρίλερ σε βιβλίο. Είχα ακούσει για τον Στίβεν Κινγκ. Και ξεκίνησα να τον διαβάζω. Εξαιρετικός συγγραφέας και υποτιμημένος ως συγγραφέας. Και γενικά, κάποια στιγμή άρχισα να γράφω. Αυτό ξεκίνησε από έναν δάσκαλο Αγγλικών που είχα, ο οποίος όταν διόρθωνε τις εκθέσεις μου μου ‘λεγε ότι «με κάνεις πρώτα να θέλω να τις διαβάσω και μετά να θέλω να τις διορθώσω. Θέλω πρώτα να δω τι θα γίνει και μετά τις διαβάζω σαν δάσκαλος να τις διορθώσω» και επειδή μου άρεσε είχα διάφορες ιδέες και ξεκίνησα να τα γράφω. Τα έδινα σε κόσμο και τα διάβαζε, δεν είχα αυτό που λένε πολλοί “γράφω και δεν τα δίνω σε κανέναν” και δεν νομίζω ότι γράφω ιστορίες που ‘χουν κάτι βαθύ να πούνε. Μου αρέσει να γράφω διασκεδαστικές ιστορίες. Δηλαδή ο άλλος τις διαβάζει και του αρέσει. Δεν θα του αλλάξει τον κόσμο ή τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα. Έχει αρχή, μέση και τέλος και θέλει να δει τι θα γίνει μετά.”

Στο παρκάκι ο κόσμος πηγαινοερχόταν κι εμείς είπαμε να αλλάξουμε τελείως θέμα και να μιλήσουμε λίγο για την τηλεόραση και το YouTube, καθώς ο Ηλίας έχει δουλέψει και στα δύο μέσα. Πιστεύει ότι το YouTube ‘τελείωσε’ κατά κάποιον τρόπο την τηλεόραση; “Η τηλεόραση έχει έναν διαφορετικό είδους επαγγελματισμό. Δουλεύουν όλα πιο οργανωμένα, πιο σκληρά, πιο πειθαρχημένα, έχουν τις προθεσμίες τους, έχουν την αυστηρότητά τους, υπάρχει πολύς έλεγχος πριν βγει κάτι στον αέρα (είτε είναι ζωντανή εκπομπή, είτε είναι μαγνητοσκοπημένη). Πολύ δουλειά σε όλα τα επίπεδα, στον ήχο, στο μοντάζ, στην παρουσίαση. Από την άλλη το ίντερνετ είναι αρκετά πιο ελεύθερο. Έχει μεγαλύτερη σημασία το περιεχόμενό του. Η τηλεόραση παρόλο που δουλεύει τέλεια στην πλευρά της εικόνας και του ήχου, είναι αρκετά παρωχημένη σε κάποια πράγματα σαν περιεχόμενο. Λίγο πιο ‘παλιακή’.”
 
“Και ένα μεγάλο ποσοστό του κόσμου έχει γυρίσει την πλάτη στην τηλεόραση για να έχει την επιλογή να δει αυτό που θέλει. Το οποίο μπορεί να έχει λίγο πιο κακό ήχο ή αντίλαλο ή το πλάνο να μην είναι σταθερό, αλλά του αρέσουν αυτά που βλέπει. Και κατά κάποιον τρόπο δεν την τελείωσε, γιατί είναι πολύ δύσκολο να τελειώσεις αυτήν την ‘φτηνή’ ψυχαγωγία για τον κόσμο. Πάντα θα ‘χει την επιλογή του ν’ ανοίξει την τηλεόραση και να δει κάτι καλό ή κακό, αλλά σίγουρα την έχει ρίξει πολύ από ‘κει που ήτανε.”
 

Και εδώ ήρθε να κολλήσει η επόμενη ερώτηση για το αν ένας κωμικός πρέπει να παίρνει θέση και σε ποιο σοβαρά ζητήματα όπως είναι το σύμφωνο συμβίωσης, τα δημοψηφίσματα κλπ. Ή αν θα πρέπει να μένει σε πιο λάιτ πράγματα της καθημερινότητας. “Είναι λίγο παράξενη ερώτηση αυτή. Έχει να κάνει με τον άνθρωπο-κωμικό και τις αποφάσεις που θα πάρει. Κατά κάποιον τρόπο το ίδιο πράγμα γίνεται και με τα κείμενά του. Κάποιοι επιλέγουν πιο βαθιά κείμενα, κείμενα που ξέρουν ότι μπορεί να ενοχλήσουν λίγο το κοινό, αλλά θα περιέχουν μια αλήθεια που δεν την ακούς εύκολα. Και κάποιοι άλλοι όπως εγώ, κυμαίνονται σε πιο ανάλαφρα θέματα. Όλοι οι κωμικοί έχουνε προβλήματα, αλλά λίγοι μιλάνε και τα διακωμωδούν. Και αντίστοιχα, έχει να κάνει και με ποιον τρόπο χειρίζεσαι, τι αντιλήψεις έχεις ρε παιδί μου. Παίρνω θέση για την αιμοδοσία. Παροτρύνω τον κόσμο να δίνει αίμα που θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό. Να πλένει τα δόντια του (γελάει), να υιοθετεί αδέσποτα και είμαι πολύ κατά του μπούλινγκ. Δηλαδή πιο ανάλαφρα θέματα. Σοβαρά, αλλά ανάλαφρα, ό,τι μπορώ να πω το λέω. Έχει να κάνει πάρα πολύ με τον κωμικό.”

Και επίσης, είναι πάρα πολύ εύκολο στις μέρες μας να παρεξηγηθείς ακόμα και όταν πας να κάνεις κάτι καλό. Γυρίζει μπούμερανγκ, γιατί είναι μια εποχή που όλα παρεξηγούνται. Πχ. Μπήκα από λάθος σε μια συζήτηση για την κτηνοτροφία, έναν χώρο που γνωρίζω πολύ καλά από το Μεταπτυχιακό μου στη Ζωική Παραγωγή – και υποστήριξα ότι έχουν γίνει πολλά βήματα στον τομέα της ευζωΐας, για να μην υποφέρουν τα ζώα σε κανένα στάδιο της παραγωγής. Παρόλα αυτά όμως η άλλη πλευρά δεν ήθελε καν να με ακούσει και με αντιμετώπισαν πολύ επιθετικά. Και θέλει πάρα πολύ προσοχή το πώς θα το κάνεις. Και ο καθένας επιλέγει πόσο στο όριο θα περπατήσει.”
 
Ωστόσο, τι να τον ξενερώνει περισσότερο άραγε; Η λογοκρισία ή οι χέητερς; “Η λογοκρισία! Βέβαια, δεν έχεις ιδιαίτερη λογοκρισία στο ίντερνετ. Μπορείς και να πεις πραγματικά ό,τι θέλεις και μετά να μπει ο καθένας και να σχολιάσει ό,τι θέλει, οπότε είναι μία Win-win ή Lose-lose situation ούτως ή άλλως. Οι χέητερς είναι πάρα πολλοί είναι παντού. Μπαίνει κάποιος γράφει ένα σχόλιο, γιατί είναι χέητερ στη ζωή του ή γιατί εκείνη την ώρα είδε κάτι που δεν του άρεσε. Και επίσης, ο χέητερ θα μπει ν’ αφήσει ένα κακό κόμεντ, αλλά όχι ένα καλό. Ένας που βλέπει κάτι που του αρέσει, μπορεί να πατήσει ένα λάικ ή απλά να χαμογελάσει και να πει “ωραίο ήταν αυτό” και να μην ασχοληθεί ποτέ, κι ένας χέητερ να δει μια εκπομπή δέκα λεπτά, αλλά σ’ ένα σημείο να πεις κάτι που δεν του αρέσει και να μπει και να σχολιάσει. Ο χέητερ θα βρει πάντα χρόνο ν’ αφήσει ένα κακό σχόλιο.
 

Στη συνέχεια, μιλήσαμε για γειτονιές, μιας και τυχαίνει (όπως είπα και στον πρόλογο) να ‘μαστε σχεδόν γειτονάκια με τον Ηλία. Γκράβα λοιπόν. Μια γειτονιά για την πολλά έχουν ακουστεί πολλά. Μύθοι. Θρύλοι. ΤσαμπουκάδεςΤι ισχύει τελικά; Ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά της; “Δεν μπορώ να πω ότι η γειτονιά έχει ιδιαίτερα αρνητικά. Η Γκράβα είναι ένα σύμπλεγμα σχολείων που ‘ταν κάτι παλιά κτίρια που τα σχεδιάζανε για φυλακές, μετά για νοσοκομεία. Υπάρχει ένας αστικός μύθος μ’ ένα υπόγειο δίκτυο που μπαίνεις απ’ την Γκράβα και βγαίνεις ξέρω ‘γω στην Αλεπότρυπα. Και είναι απλά καμιά δεκαριά σχολεία που ‘ναι χωρισμένα με κάγκελα και είναι ένας άσχημος χώρος. Ήταν στις δόξες της την δεκαετία του ’80 που τότε γινόντουσαν τα χειρότερα ας πούμε.”
 
“Εγώ όταν πήγα στην Γκράβα, είχαμε τις καταλήψεις μας, κλείναμε κάνα μήνα δύο τα σχολεία, μπαίναμε στις καταλήψεις περνάγαμε ωραία, όποτε έμπαινε κανένας ‘παράξενος’ τον απομονώναμε. Είχε ακουστεί τότε στην μεγάλη την κατάληψη που ‘χαμε κάνει το ’97 ότι είχε μπει ένας εξωσχολικός και είχε πειράξει μια κοπέλα (απόπειρα βιασμού), οπότε του την πέσανε, τον δείρανε και ήταν τότε πριν τα Χριστούγεννα και πήρανε τηλέφωνο την αστυνομία και τον παραδώσανε τυλιγμένο με φωτάκια από Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εμένα η γειτονιά μου αρέσει πάρα πολύ. Είναι στα σύνορα Πατήσια-Γαλάτσι-Κυψέλη, το τριεθνές. Είναι μια γειτονιά που μπορείς να πας εύκολα στα βόρεια, στα νότια, από πλευρά χωροταξίας. Βγαίνεις Εθνική οδό, πας στο κέντρο, είναι πολύ κοντά.”
 
“Από παλιά είχε μια κοινότητα Αφρικάνικη, είχαμε τα πρώτα μαγαζιά που ‘χε τύχει να φάω από μικρός, το ‘Λαλιμπέλα’ που ‘ταν Αιθιοπικό εστιατόριο, το ‘Άξουμ’ κάτι τέτοιες μαγαζάρες που δεν υπάρχουν πια. 80′ και 90′ είχα περάσει πάρα πολύ ωραία.”
 
 
Για το κλείσιμο, ήθελα να μάθω λίγα πράγματα και για την άλλη αγάπη του, το βόλεϊ. “Παίζω βόλεϊ από πάρα πολύ μικρός. Αυτό είναι το άθλημά μου. Δεν έπαιζα ούτε μπάσκετ, ούτε ποδόσφαιρο ήμουν τελείως άμπαλος. Αλλά έπαιζα πάρα πολύ βόλεϊ και συνεχίζω και παίζω ακόμα. Είναι λίγο ‘φλώρικο’, επειδή δεν έχεις οπτική επαφή με τον αντίπαλο, τζαρτζαρίσματα, κλωτσίδια, βρισίδια στο αυτί, όπως έχεις στα υπόλοιπα. Είναι ένα δυνατό άθλημα. Έχει πάρα πολλά άλματα, πρέπει να ‘χεις δυνατά πόδια, δυνατούς ώμους και με λίγη συντήρηση συνεχίζω ακόμα. Και τώρα που βρίσκομαι στα 37 μου παίζω κανονικά.

“Mετά από πολλά χρόνια ιδρύθηκε ξανά η ομάδα του χωριού. Έχω δύο καταγωγές, ο πατέρας μου είναι από Ικαρία και η μητέρα μου από ‘Άστρος’ ένα χωριό της Αρκαδίας, έγινε η ομάδα του ο ‘Αίολος Άστρους’, οπότε εδώ και δύο χρόνια έχω δελτίο εκεί, και παίζουμε στη Β’ Εθνική. Παίζω ή διαγώνιος ή ακραίος (που ‘ναι τα καρφιά) με τεράστια αποτυχία. Χαχα εντάξει καλά παίζω. Και παίζω στη σάλα από τον Σεπτέμβριο-Απρίλιο και μετά βγαίνω στις παραλίες και παίζω μπιτς βόλεϊ.”

Aυτός ήταν ο Ηλίας Φουντούλης. E, τι; Περίμενες να κλείσει τη συνέντευξη με λογοπαίγνιο; Aμ δεεεεε.