Αν πιστεύεις ότι ο στρατός σε κάνει άντρα, αν πιστεύεις ότι πηγαίνεις στον στρατό και σκληραγωγείσαι και βγαίνεις έτοιμος να αντέξεις τις δυσκολίες της ζωής, αν νομίζεις ότι “έλα μωρέ φλωράκια, σας κάνουν ένα καψώνι και φωνάζετε τη μαμά σας, τι θα πάθετε“, αν νιώθεις ότι όποιος δεν ψήνεται με τη φαιοπράσινη φάση είναι απλά μαμάκιας και φλώρος, μπορείς να σταματήσεις να διαβάζεις αυτό το κείμενο. 

Που λες έχουν περάσει 8,5 χρόνια από την ημέρα που η μαμά πατρίδα αποφάσισε να με καλέσει κοντά της για να προσφέρω και εγώ 2 τσάμπα εργατικά χεριά που θα ξεχορταριάζουν και θα βαράνε προσοχές για να τονώσουν την αυτοπεποίθηση κάποιου συνταγματάρχη υπηρετήσω. Έκανα 10 μήνες που μου διέλυσαν τα οικονομικά, τα επαγγελματικά, ακόμη και τα αθλητικά. Αυτό που μου έφτιαξε όμως, ήταν μερικές στιγμές που δεν θα είχα ζήσει αν δεν υπήρχε αυτό που (εξακολουθεί να μην μου αρέσει) ονομάζεται στρατός.

Γίνεται πολύ συχνά λόγος για τις φιλίες που κάνουν οι άντρες κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Είναι μια πολύ μεγάλη αλήθεια, κυρίως γιατί όπου βρίσκονται πολλοί άντρες μαζεμένοι η μαλακία είναι αυτή που επικρατεί στην ατμόσφαιρα. Σκέψου λοιπόν σε τι επίπεδα φτάνει αυτή η μαλακία όταν θεωρητικά περνάς και δύσκολα (εκτός αν είσαι ο μάτσο τύπος που σου είπα πριν να σταματήσεις να διαβάζεις, ΣΤΑΜΑΤΑ ΕΙΠΑ) σχεδόν εγκλωβισμένος σε έναν άσχημο χώρο, με άσχημο φαγητό και χωρίς τους δικούς σου ανθρώπους. 

Αυτές οι φιλίες είναι που θα σου μείνουν όταν θα περάσουν τα χρόνια και δεν θα θυμάσαι καν πως έλεγαν εκείνον τον μαλάκα τον λοχαγό με το σγουρό το μαλλί που την είχε δει κομάντο.

Μπορείς να φανταστείς τα συναισθήματά σου όμως, όταν μπουκάρεις ξανά σε εκείνο το στρατόπεδο στο οποίο έφαγες κάποιους μήνες από τη ζωή σου; Εκεί που έκανες τα θαλαμοφυλίκια σου, εκεί που έριξες μπουνιές στον τοίχο από τα νεύρα σου, εκεί που κοιμήθηκες λιώμα από τις μπύρες που είχες πιει έξω. Είναι συγκλονιστικό, αλλά ακόμη κι αν είσαι από αυτούς που θα ήθελαν να μην υπάρχει στρατιωτική θητεία (όπως εγώ), δεν γίνεται να μην συγκινηθείς βλέποντας όλον αυτό τον χώρο που κάποτε είχε αντικαταστήσει το σπίτι σου. 

Την προηγούμενη εβδομάδα βρέθηκα στη Ρόδο και πέρασα μια βόλτα από τη μονάδα που ξόδεψα 6 μήνες από τη ζωή μου. Το στρατόπεδο έχει εγκαταληφθεί πια και το μόνο που υπάρχει εκεί είναι κάποια ντουβάρια να θυμίζουν όλες τις φυλακές που μοιράστηκαν εκεί μέσα, όλα τα ψέματα που διαδόθηκαν με ρυθμούς Γιουσέιν Μπολτ από φαντάρο σε φαντάρο, όλα τα ματς που είδαμε στο ΚΨΜ.

Δεν πίστευα ποτέ ότι θα συγκινηθώ γυρίζοντας εκεί που από άποψη θα ήθελα να μην έχω βρεθεί ποτέ. Αλλά ρε διάολε, ήταν σαν να κάνω ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο και να κάνω τις ίδιες μαλακίες, να έχω τις ίδιες αγωνίες, τους ίδιους προβληματισμούς, να σκέφτομαι την ίδια δικαιολογία για να πάρω καμιά μέρα άδεια παραπάνω και να μπινελικώνω με τα ίδια καντήλια αυτούς που έπαιρναν βυσματικές άδειες. 

Πήγαμε 4 μαντραχαλαίοι, μπήκαμε μέσα από ένα μικρό πέρασμα και κάναμε μια τεράστια γύρα το στρατόπεδο. Πήγαμε εκεί που ήταν τα κρεβάτια μας, είδαμε όλα αυτά που είχαμε γράψει στους τοίχους, θυμηθήκαμε περίπου 14.000 ιστορίες ο καθένας, φουσκώσαμε και με σάλτσες όλες αυτές τις ιστορίες (αν έχεις πάει στρατό, ξέρεις καλά ότι δεν γίνεται να μην το κάνεις). 

Είναι πολύ περίεργο το συναίσθημα της αυτοαναίρεσης. Να λες για χρόνια ότι ο στρατός είναι μια μαλακία, να βαριέσαι να ακούς όλο τον αντρικό πληθυσμό της χώρας να μιλάει με στρατιωτική αργκό και να συναγωνίζεται στο ποιος την είχε μεγαλύτερη (την αντοχή) και να έχεις πείσει τον εαυτό σου ότι εσύ δεν θα γίνεις σαν αυτούς. Και ξαφνικά, με τα χρόνια να έχουν περάσει, να συνειδητοποιείς ότι “ρε συ τελικά, δεν ήταν και τόσο άσχημα” και “κρίμα που έγινε έτσι το στρατόπεδο” και “δεν άφησαν ούτε τις σκεπές ρε γαμώτο”

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ας αυτοναιρεθώ και επίσημα. Καλά ήταν μωρέ. Θα ξαναπήγαινα…