*Κείμενο του 2017
Κυριακή, 30 Ιουλίου 2017. Μεσημεροαπόγευμα. Τόπος Άγιος Ελευθέριος, Πατήσια. Θερμοκρασία στους δρόμους “40 βαθμοί κελσίου”. Ερκοντίσιο στο σπίτι μου “18 βαθμοί κελσίου”.
Η τηλεόραση ως συνήθως παίζει επαναλήψεις. Eπαναλήψεις Φουρθιώτη. Επαναλήψεις Τηλεκύβο και επαναλήψεις Λιακόπουλο (σε 3 κανάλια ταυτόχρονα!), κι επειδή στα βιβλία μου μου αρέσει να καίγομαι τα μεσάνυχτα, είπα να βάλω κάνα χαζοταινιάκι για να περάσει η ώρα. Κι όμως έκανα μεγάλο λάθος. Ο ‘Τσίου’ απέδειξε ότι δεν ήταν χαζοταινιάκι, αλλά αντιθέτως ρε συ. Ήταν η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσα να κάνω, στο πιο κατάλληλο τάιμινγκ. Δηλαδή, τον δεκαπενταύγουστο, όταν η Αθήνα βρίσκεται στα χειρότερά της και όλοι μου οι φίλοι αγναντεύουν παραλίες και πίνουν μοχιτάρες.
Τέρμα η φλυαρία τώρα και ο ανούσιός μου πρόλογος.
Εντάξει, υπάρχουν τίμιες και γαμάτες ελληνικές ταινίες για να δεις τον Αύγουστο (πχ τα Φθηνά τσιγάρα), ωστόσο, για μένα ξέρεις γιατί ο ‘Τσίου’ θα ‘ναι πάντα η καλύτερη ταινία του (15)Αυγούστου;
Γιατί σου μεταφέρει την μοναξιά της πόλης (όπως ακριβώς είναι!)
Όχι, η πόλη το καλοκαίρι -και συγκεκριμένα τον Αύγουστο- δεν είναι τέλεια φίλε και δεν είναι όαση, επειδή έχουν φύγει όλοι στα νησιά κλπ κλπ. Το τσιμέντο ρε διάολε βράζει, για να βρεις μέχρι και περίπτερο πρέπει να περπατήσεις κάνα μισάωρο και όσοι έχουν μείνει στην πρωτεύουσα είναι στην τσίτα και μες στα νεύρα. Καλή ώρα ο ταλαιπωρημένος Τσίου (πρωταγωνιστής) που προσπαθεί απλά να ‘φτιαχτεί’, όμως δεν βρίσκει τίποτα και πουθενά. Όλοι είναι έξω απ’ την πόλη. Και ο Τσίου μόνος. Ναι, ακραίο παράδειγμα, δε λέω, όμως έτσι είναι η πραγματικότητα φίλτατε, και η ταινία στη σερβίρει ωμή, έτσι όπως πραγματικά είναι…
Δρόμοι άδειοι. Παρέες πουθενά. Πλατείες μόνο με -σιχαμένα- περιστέρια και ο Τσίου σαν άλλος “Εwan McGregor” στο Trainspotting να ψάχνει τη δόση του στο κέντρο της Αθήνας.
Γιατί για να αποτυπώσεις την αληθινή ζωή δεν χρειάζεται μεγάλο μπάτζετ
Εδώ έρχομαι να δώσω ένα μεγάλο ΡΙΣΠΕΚΤ στον σκηνοθέτη και τον ‘Νώντα’ στην ταινία, Μάκη Παπαδημητράτο, ο οποίος δημιούργησε την ιδιαίτερη φιγούρα του αξιαγάπητου Τσίου, όπως και των υπολοίπων πρωταγωνιστών, του Γιάννη, της Τζένης, του Τάκου, του Μαξ και των άλλων παιδιών. Με σχεδόν μηδενικό μπάτζετ! Επιπλέον, έδειξε ότι γνωρίζει άριστα πώς κυλάει η ζωή τον Αύγουστο στην Αθήνα, κι έτσι έφτιαξε τις δικές του φιγούρες, και χωρίς να πέσουν μπόλικα γκαφρά στην παραγωγή, έχτισε πλάνο με το πλάνο μια ταινία διαμαντάκι (όπως θα ‘λεγε και ο Γεροντόπουλος).
Γιατί η κωμωδία ακροβατεί υπέροχα με το δράμα (και το αντίθετο)
Το χιούμορ της ταινίας είναι μαύρο. Κατάμαυρο. Μιλάμε, ουσιαστικά, για έναν χρήστη ναρκωτικών που περιφέρεται στην πρωτεύουσα για να βρει τη δόση του. Ωστόσο, οι ατάκες είναι όλες μία και μία. Θες στη φάση που ψάχνει το ‘ρωσικό;’, θες όταν συνομιλεί με τον Μαξ και του ζητάει να αδειάσει την πρέζα στην τουαλέτα ή θες όταν ο Τάκος βρίζει επικά τον Μπακατσιάκο (Ερρίκο Λίτση είσαι τεράστιος), όλες οι ατάκες είναι θανατηφόρες. Ω, ναι, σε μια μαύρη κωμωδία που η κάθε ατάκα σου βιδώνεται καλά μες στο μυαλό.
Γιατί η καψούρα έρχεται εκεί που δεν την περιμένεις
Παντού. Ακόμα και σ’ ένα παγκάκι, ψάχνοντας για το ένα γραμμάριο που θα σε ‘φτιάξει’, μες στον Δεκαπενταύγουστο. Ο ‘ Τσίου’, που λες, περνάει ένα διαφορετικό λαβ στόρι από τα συνηθισμένα και στο τέλος η ιστορία του αποδεικνύεται πιο γλυκιά από πολλές καλές ρομαντικές ταινίες που παίζουν εκεί έξω.
Θα σου ‘λεγα τι γίνεται στο τέλος, αλλά όχι μωρέ δεν σποϊλεριάζω, γιατί υπάρχουν και αυτοί που δεν έχουν δει την ταινία. Να ‘ταν game of thrones πχ θα σας έλεγα τα ΠΑΝΤΑ θα σας έλεγα ότι πεθαίνει ο…
Αυτός θα ‘ναι για πάντα ο Τσίου. Ένας μοναχικός τύπος που κόβει βόλτες στην άδεια πρωτεύουσα όσο εμείς τον προσπερνάμε αδιάφορα. Επιλογή του θα μου πεις, επιλογή σου να (ξανα)δεις την ταινία εδώ και τώρα θα σου πω.
Ναι ρε Τσίου, ο 15αύγουστος σου ανήκει.
Δείτε την όλη εδώ…