Τον Γιώργο Μικάλεφ, τον τράκαρα πολύ πρόσφατα στο Facebook. Πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου, παραβιάζοντας καλλιτεχνικά STOP, αναβοσβήνοντας το φλας, σε μια κοινωνία που τρέμει τις σειρήνες του φόβου της. Τρακάραμε και δεν το κουνούσα αν δεν ανταλλάσσαμε στοιχεία, αν δεν μάθαινα όλα τα αδιάκριτα που ρωτάς έναν άνθρωπο που ποτέ δεν έχεις δει, ξέροντας τον από πάντα.
Ο Γιώργος, σκιτσάρει με έναν τρόπο που εδώ και ώρα προσπαθώ να εξηγήσω, αλλά δυσκολεύομαι. Τα σκίτσα του έχουν χρώμα και φως. Έχουν στίχους, έχουν λέξεις κλειδιά που ανοίγουν καλά αμπαρωμένα μυστικά, της σκοτεινής εποχής μας. Προσπάθησα να βγάλω άκρη, θέλοντας να μάθω για τη ζωή του, πώς ξεκίνησε και πορεύτηκε σε αυτόν τον όχι και τόσο μάταιο κόσμο. Ναι, καλά το φαντάστηκες… μου είπε τα πάντα μέσα από ένα σκίτσο…
Ψαχουλεύω με τρομερή αδιακρισία τα ενδιαφέροντα του, που δεν περιορίζονται στα χρώματα “Τα τελευταία χρόνια έχω πέσει με τα μούτρα στη ζωγραφική και έχω παραμελήσει τις λέξεις, αν και πολλές φορές ξεπηδάνε από το πουθενά και μέσα στα ζωγραφικά μου. Έρχονται στο μυαλό και δεν φεύγουν αν δεν τις καταγράψω. Τότε ξέρω ότι είναι η ώρα να πιάσω το πληκτρολόγιο”.
Σπούδασε με αυτοσαρκασμό τις καλές και τις κακές Τέχνες όπως λέει και του ζήτησα να μου δώσει από ένα παράδειγμα “Μέσα από τα δικά μου μάτια, μια μορφή κακής τέχνης είναι ο ντανταϊσμός των δημόσιων υπηρεσιών ή ο σουρεαλισμός του στρατού. Ακόμα, η περούκα του Μένιου, ένα oldschool οικογενειακό τραπέζι το Πάσχα, οι φυλές του Μετρό και οι ταινίες με τον Cage. Στις καλές τέχνες συγκαταλέγω μια καλλίπυγη μορφή που λιάζεται ξέγνοιαστα στην αμμουδιά, το κάστρο που έφτιαξε ένα παιδάκι στην άμμο με το κουβαδάκι του αργά το απόγευμα, την “Έναστρη Νύχτα” του Βαν Γκογκ, κι ακόμα, μια ουλή με κουλή ιστορία“.
Κάθε σκίτσο, ένα πολιτικό σχόλιο. Mια προσωπική στράτευση, οδηγεί τελικά σε μια ακόμη πιο προσωπική ελευθερία; “Πιστεύω ότι η σκέψη μας δεν πρέπει να μπαίνει σε καλούπια. Αν και η φύση του ανθρώπου δείχνει να έχει πολλές ομοιότητες με τη φύση του προβάτου, να είναι μέρος ενός κοπαδιού και να υπακούει το βοσκό μέχρι το Πάσχα, καλό είναι να βγαίνει και κανένα πρόβατο απ’ το μαντρί να δει την εικόνα απ’ έξω και να κρίνει, να αναθεωρήσει, ίσως και να την κοπανήσει. Γύρω μας δημοσιογράφοι, περσόνες του διαδικτύου, μέντορες παντός τύπου, μας κουνάνε το δάχτυλο, μας ταΐζουν ψέμα και βολική προπαγάνδα. Δεν λέω να κλείσουμε τα αυτιά μας σε όλα, αλλά να σκεφτόμαστε και με τα δικά μας μυαλά… κρίμα να σκουριάζουν. Για μένα αυτό το “έξω απ’ το μαντρί” ήταν απαραίτητη προϋπόθεση ύπαρξης και δημιουργίας, ένας μονόδρομος που ακολούθησα αβίαστα. Αν πρόκειται για στράτευση δεν το ξέρω, είναι όμως μια σοβαρή απόπειρα για αληθινή ελευθερία”.
Ο Γιώργος, είναι αυτοδίδακτος, ένας δημιουργός μακριά από “πρέπει” και “μη”. Σκέφτομαι πόσο διαφορετικοί θα ήμασταν αν μας επιτρέπαμε να ζούμε μακριά από κοινωνικές αλυσίδες “Θα ήμασταν σίγουρα πιο ελεύθεροι και πιο ολοκληρωμένοι χαρακτήρες μακριά από την ερασιτεχνική αλλά πολύ καταπιεστική αστυνομοκρατία της οικογένειας, της γειτονιάς ή την πολύ πιο μεθοδευμένη της εκκλησίας ή του σχολείου. Πολλοί άνθρωποι όμως τις αγαπούν τις αλυσίδες. Τους δίνει μια κάποια ασφάλεια αυτού του τύπου η δουλεία. Η ευτυχία της ανεξαρτησίας είναι ένα δύσβατο μονοπάτι χωρίς τέλος, μια διαρκής, καθημερινή κατάκτηση, κάποιους τους τρομάζει και μένουν δέσμιοι, κάποιους τους έλκει και το προσπαθούν”.
Τον ρωτώ τι δυσκολεύεται να ζωγραφίσει “Τα πρώτα δημιουργικά μου χρόνια, δεν μπορούσα να ζωγραφίσω χαρούμενες σκηνές. Ούτε με λέξεις μπορούσα να τις αποτυπώσω κι ας αποζητούσα με λαχτάρα να τις ζήσω. Η δημιουργική μου πορεία ξεπήδησε μέσα από ένα προσωπικό σκοτάδι. Τις χαρές μπόρεσα να τις αναγνωρίσω και να τις ζωγραφίσω πολύ αργότερα, αλλά με δυσκολεύουν ακόμη κάποιες φορές. Σαν παιδική ασθένεια που άφησε κουσούρι ανεξίτηλο”.
Σκιτσάρει διαρκώς τη δυστοπία του κόσμου, οπότε του ζητώ να αποτυπώσει την ουτοπία του…
Πρόσφατα, παρουσίασε μια σειρά από ζωγραφικά έργα βασισμένα σε μαρτυρίες πολιτικών κρατουμένων, που βασανίστηκαν στη χώρα μας “Οι άνθρωποι ξεχνούν εύκολα. Υπάρχει πολύς κόσμος που ακούει χούντα και σκέφτεται μια κιτς κατάσταση και έναν κωμικοτραγικό δικτάτορα ή δρόμους, έργα, ανάπτυξη και μηδενικό (!) χρέος. Η πραγματικότητα ήταν τελείως διαφορετική και απολύτως σκοτεινή. Ο τρόμος τις χούντας δεν πρέπει να είναι μια ξεχασμένη ανάμνηση. Έκατσα μια μέρα και διάβαζα μαρτυρίες πολιτικών κρατουμένων, κυρίως για τα βασανιστήρια της επταετίας. Το επόμενο 24ωρο δεν σταμάτησα να ζωγραφίζω σε ένα βιβλιαράκι όλες αυτές τις σκηνές. Κάποιες σελίδες τις μετέφερα σε μεγάλα μεγέθη για μια έκθεση στα πλαίσια του b-fest 6. Όπως είπα και παραπάνω, δύσκολο μου είναι να αποτυπώνω τις χαρές, η καταγραφή του πόνου μου βγαίνει αβίαστα”.
Μιλάμε για τον φασισμό, γι’ αυτό το φίδι που τρέφουμε στο φως του ήλιου πλέον. Τον αφήνω να σκεφτεί, με τι ταυτίζεται περισσότερο. Με το “Τσακίστε τους φασίστες” ή με το “Μορφώστε τους φασίστες”; “Κυκλοφορεί και το πιο δελεαστικό “Στειρώστε τους φασίστες”, αλλά μόνο ως αστείο βέβαια ή έστω καλλιτεχνική αδεία… μακριά από μας η ευγονική! Τον οργανωμένο φασισμό καλό είναι να τον τσακίζεις. Δεν πιστεύω πως έχει νόημα να συζητήσει κάποιος με ένα φασίστα, δεν βγάζει πουθενά, και σαφώς το να είσαι ενάντια στην ύπαρξη του τέρατος και να το δηλώνεις με λόγια και με πράξεις δεν σε κάνει ίδιο με αυτό. Από την άλλη, η πρόληψη μέσω της μόρφωσης επιβάλλεται. Η ιστορία διδάσκει, δεν πρέπει να ξεχνιέται. Πλέον η έννοια του φασισμού χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει οτιδήποτε αντιδημοκρατικό και αυταρχικό. Με αυτή την έννοια υπάρχει αρκετός φασισμός γύρω μας τόσο από το κράτος όσο και από την κοινωνία. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούμε να πούμε ότι ζούμε σε ένα φασιστικό καθεστώς… είναι βαρύς ο όρος, ιστορικά φορτισμένος, δεν μπορούμε να τον κάνουμε καραμέλα και να τον χρησιμοποιούμε κατά πώς μας βολεύει, αβασάνιστα. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ο κίνδυνος να ζήσουμε ξανά ένα φασιστικό καθεστώς στο προσεχές μέλλον. Η άνοδος της ακροδεξιάς σήμερα είναι γεγονός και οι συνθήκες, δυστυχώς, πολύ πρόσφορες”.
Χρειάζομαι ένα βιβλίο που θα φέρει τον κόσμο τούμπα και ένα μαγικό μέρος να το διαβάσω “Πολλά βιβλία άλλαξαν ήδη τον κόσμο, χωρίς μάλιστα να διαβαστούν και να μελετηθούν σε βάθος: η Βίβλος, το Κοράνι και όλα αυτά τα “ιερά βιβλία” που έχουν αλλάξει τον κόσμο προς το κακό. Προς το καλό, θα μπορούσε το “Χαμογέλα, ρε… Τι σου ζητάνε;” του Χρόνη Μίσσιου. Σίγουρα μπορείς να το διαβάσεις κάπου ήσυχα για να μπορείς να ακούς και τη γαλήνια φωνή του Χρόνη να στο διαβάζει. Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό –κι ας μοιάζει τετριμμένο- είναι μια βεράντα σε ένα σπιτάκι στην εξοχή, τελειώματα του καλοκαιριού αργά το απόγευμα, με ένα σκύλο στα πόδια και τριγύρω ψυχή. Από την άλλη, το βιβλίο αυτό έχει τόση δύναμη, όπου και να το διαβάσεις, όμορφα θα είναι”.
Σε αυτή τη φάση ετοιμάζει το πρώτο του κόμικ “Έχω επίσης στα σκαριά και μια σειρά με ζωγραφικά έργα με θέμα τους ήρωες μου να κάθονται και να πίνουν σε μπαρ, την Φρίντα Κάλο, τον Αμπρόουζ Μπηρς, τον Μοντιλιάνι, τον Μπουκόφσκι, τον Πικάσο, τον Πόε. Κοιτώντας βέβαια τα χαρτάκια που κολλάω στον υπολογιστή μου, βλέπω ότι έχω επίσης να συμμαζέψω κάποια στιγμή και τα γραπτά μου καθώς και να αναπτύξω ακόμα κάποιες ζωγραφικές ενότητες και δυο-τρία κόμικ για τη συνέχεια. Δημιουργώ άρα υπάρχω. Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτό”.
*Μπόλικα σκίτσα του Γιώργου Μικάλεφ, θα δεις στο ημερολόγιο που διατηρεί στο The Press Project