Μουδιασμένος ανέβαινα την ανηφόρα του στρατοπέδου της δεύτερης πιο άσχημης πόλης της Ελλάδας (Μανιάτη σόρρυ #νοτσόρρυ), σίγουρος για την λάθος απόφαση που είχα πάρει. Και αυτό επειδή αντιπαθώ τη μιλιταριστική νοοτροπία που πλουτίζει τη βιομηχανία των όπλων και ξεκληρίζει λαούς, το έθνος το έχω όσο γραμμένο με έχει και αυτό και μου τη δίνει το γεγονός πως σε αναγκάζουν να κάνεις κάτι χωρις να σου δίνουν επιλογή.
«Tότε γιατί πήγες στρατό ρε μεγάλε;;;», θα ρωτήσεις εύλογα φίλε προβοκάτορα. Κυρίως για να ξεμπερδεύω με αυτό το αστείο, χωρίς να τρέχω για τρελόχαρτα κι επιτροπές. Και ελάχιστα γιατί έβρισκα ενδιαφέρον το ενδεχόμενο μιας προσωπικής δοκιμασίας. Σαν να πρωταγωνιστείς σε μια αλλόκοτη ταινία. Βέβαια στην πραγματικότητα είσαι περισσότερο κομπάρσος και λιγότερο πρωταγωνιστής. Όπως και να έχει όμως, τίποτα απ’όσα θα ζήσεις στον στρατό δεν θυμίζει πραγματικότητα.
Μετά από ένα μήνα στο κέντρο ήρθαν οι μεταθέσεις και το φύλλο πορείας για την Καβύλη Έβρου!
Η Καβύλη είναι ένα χωριό του δήμου Βύσσας στο νομό Έβρου, 6 χιλιόμετρα από τη δυτική όχθη του Έβρου και τα σύνορα με την Τουρκία. Μέχρι την απελευθέρωσή του από τον ελληνικό στρατό το 1920, ονομάζοταν Εμιρλή και κατοικούνταν από τούρκικο πληθυσμό. Οκτώ χιλιόμετρα νοτιότερα βρίσκεται η Ορεστιάδα, η νεότερη και βορειότερη πόλη της Ελλάδας.
Φύγαμε απ’το στρατόπεδο της Θήβας και φτάσαμε στο 502 μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού μετά από 23 ώρες! Από Θήβα-Θεσσαλονίκη 7 εφιαλτικές ώρες στριμωγμένοι στο πάτωμα, γιατί οι υπεύθυνοι-φωστήρες μετακίνησαν καμιά 500αριά στρατιώτες, σε τρένο γεμάτο με πολίτες. Από Θεσσαλονίκη, άλλες 8 ώρες για Αλεξανδρούπολη -ευτυχώς με κάθισμα αυτή τη φορά- από εκεί άλλο ένα 2ωρο για Ορεστιάδα και στο τέλος κανα τεταρτάκι σε στάγερ από Ορεστιάδα – Καβύλη. Το μόνο θετικό, η εκπληκτική διαδρομή με το τρένο και η απίστευτη φυσική ομορφιά της ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης.
Γρήγορα κατάλαβα ότι σε αυτή τη μονάδα, δεν μπορείς να αράξεις ποτέ. Έχεις τελειώσει την υπηρεσία σου; Δεν έχεις καμία υποχρέωση; Θες να ξαπλώσεις μισή ώρα το μεσημέρι επειδή είσαι με 5 ώρες ύπνο; Όχι τόσο γρήγορα μελλοντικέ Τζον Ράμπο. Μέσα σε δευτερόλεπτα θα δεις ένα τρομερά επιτυχημένο -στον τομέα του- δεκανέα, να σε ξυπνάει γκαρίζοντας σαν ούγκανος.
Συνήθως τρώγαμε μεσημεριανό στις 14:00, άρα τι είναι πιο λογικό να σε βάλουν να κάνεις κατά τις 15:10, μια ωρίτσα μετά το γεύμα σου; Μα γυμναστικούλα φυσικά, με κανά δυο χιλιόμετρα τρεξιματάκι, κάμψεις και κοιλιακούς.
Στο στρατόπεδο μαζεμένο όλο το κόμπλεξ του πλανήτη υπό τη μορφή επαγγελματιών οπλιτών. Μόνιμοι στρατιωτικοί που φορούσαν μια στολή, έμπαιναν μέσα στο στρατόπεδο και για όσες ώρες έμεναν εκεί, έμπαιναν στο πετσί ενός διαστροφικού ρόλου, ένα άρρωστο παιχνίδι στο οποίο εξουσιάζεις και εξουσιάζεσαι. Άσε που όσοι μόνιμοι είναι παραμεθόριο δεν την παλεύουν με τη ζωή τους, άρα γίνονται λίγο περισσότερο μαλάκες απ’ότι πραγματικά είναι.
Και τότε έρχονται εκείνες οι στιγμές όπου ανήμπορος πλέον να εμπεδώσεις τον παραλογισμό της όλης κατάστασης, θα βρεις μια αφορμή να ξεσπάσεις, κλαίγοντας από τα γέλια. Ακολουθούν μερικές που θυμάμαι:
Το πρώτο μάθημα κάλυψης-απόκρυψης. Στόχος είναι η παραλλαγή της εμφάνισης ώστε να μην γίνεις αντιληπτός από τον υποτιθέμενο εχθρό. Φαντάσου τώρα καμια 20αρια μαλάκες κομάντο να πασαλείβονται στο πρόσωπο με λάσπες και να κολλάνε πάνω τους χόρτα, φύλλα και κλαδιά, ξαπλώνοντας στα χωράφια, υπό τις οδηγίες καράβλαχου βλάχου λοχία. Δάκρυα.
Δωδεκάωρη υπηρεσία μέσα σε ένα τζιπάκι κοντά στο ποτάμι, με μόνα εφόδια κρουασάν σοκολάτας και σπαστό φραπέ. Ο λόγος της υπηρεσίας -και δεν κάνω πλάκα- ήταν να ειδοποιήσουμε τη μονάδα αν υπερχειλίσει ο Έβρος. Εγώ οδηγός, με συνοδηγό πόντιο λοχία. Σε αυτή την υπηρεσία υποτίθεται πως πρέπει να μένεις ξύπνιος μέχρι το πρωί, γι’αυτό εγώ ξεκαθάρισα από την αρχή στον λοχία ότι σκόπευα να κοιμηθώ το βράδυ. Εκεί αρχίζει τον παρακάτω μονόλογο: «Εσύ μπορείς να κοιμηθείς ήσυχος φανταράκο, μακάρι να μπορούσα και εγώ, αλλά ρωτάς άμα μπορώ; Έχω μεγάλη ευθύνη για τα πάντα εδώ πέρα. Έχω ευθύνη για εσένα, για το όχημα, για τους τούρκους απέναντι, για την έφοδο, για τους μετανάστες που περνούν τα σύνορα, για το ποτάμι που κοντεύει να πλημμυρίσει… Και να θέλω να κοιμηθώ, δεν μπορώ!». Δέκα λεπτά μετά από αυτή την εισαγωγάρα, ο τύπος ροχάλιζε σαν μπουλντόγκ και εγώ μάζευα τον φραπέ που έτρεχε από τη μύτη.
Ένα σαββατοκύριακο -που φεύγουν τα πολλά στελέχη και χαλαρώνει κάπως το κλίμα στο στρατόπεδο- ήμουν στο γραφείο του λόχου με έναν υπολοχαγό (καθότι γραφιάς). Νομίζοντας οι φίλοι μου πως είμαι μόνος στο γραφείο, ανοίγουν την πόρτα και μπουκάρουν μέσα ουρλιάζοντας. Ο ένας φορώντας ένα μαύρο σώβρακο που το είχε κάνει στρινγκ και ο άλλος μόνο με το παντελόνι και ένα σώβρακο στο κεφάλι κρατώντας ένα ραδιοφωνάκι που έπαιζε ντίσκο. Με το που βλέπουν τον υπολοχαγό παγώνουν και ξαναφεύγουν όπως μπήκανε, με ουρλιαχτά. Ο υπολοχαγός κουνάει το κεφάλι φανερά απογοητευμένος και ‘γω στο πάτωμα να κλαίω.
Πράγματα που μίσησα
1. Το κρύο
Ειδικά αν έχει -10 βαθμούς και για μια εβδομάδα δεν υπάρχει πετρέλαιο -όχι λόγω βλάβης- απλά επειδή κάποιος το έχει κλείσει καταλάθος (τρου στόρι).
2. Τα γκατζολόπτερα
Υπερμεγεθή κουνούπια-στούκας που έχουν την ιδιότητα να σε τσιμπάνε πάνω από τα ρούχα,
3. Τους ντόπιους που σε στραβοκοιτάνε
Αν και με το δίκιο τους μεταξύ μας, γιατί είστε κωλοφάνταρα. Αράζετε 20 άτομα σε μια καφετέρια για 5 ώρες, φωνάζετε σαν ούνοι και κοιτάτε τα κορτσόπουλα σαν φρεσκοτηγανισμένους λουκουμάδες.
4. Τους κοριούς
Είναι παντού και η σκέψη του να σου ρουφάνε το αίμα, είναι αρκετή για να σου χαλάσει τον ύπνο.
5. Τη βρώμα
Οι μισές τουαλέτες ήταν χαλασμένες, με αποτέλεσμα 200 άτομα να μοιράζονται 5 τουαλέτες. Αυτές οι 4 τουαλέτες καθαρίζονταν με ελάχιστη χλωρίνη 2-3 μέρες τη βδομάδα, ενώ τις υπόλοιπες μέρες με νερό και προσευχή. Η μυρωδιά –κάτι μεταξύ ξινισμένου λάχανου και κουφάρι ασβού- δεν έχει φύγει ακόμα από τα ρουθούνια μου.
Γενικά θα σε συμβούλευα φίλε προβοκάτορα αν μπορείς να αποφύγεις το στρατό, να το κάνεις, γιατί θα χάσεις πολύ χρόνο και αρκετό χρήμα. Ο μόνος λόγος που δεν μετάνιωσα που με έστειλαν στον Έβρο, είναι γιατί είδα έναν διαφορετικό, απομακρυσμένο τόπο που υπό άλλες συνθήκες δεν θα επισκεπτόμουν ποτέ. Θα μου μείνει χαραγμένο στη μνήμη το απέραντο τοπίο, μια διαφορετική ομορφιά απ’την υπόλοιπη χώρα. Η μεγάλη πεδιάδα με τη χαμηλή βλάστηση, τα σύνορα με την Τουρκία και τα φώτα της Αδριανούπολης στο βάθος. Θα μου μείνουν τα λιωσίματα με φραπέ και τσίπουρα στον Καφενέ, οι μπύρες στην ιρλανδική παμπ και οι κρέπες από τον Τελεμήτσο. Φυσικά όμως δεν θα ήθελα να τα ξαναζήσω ποτέ.
Αυτά είναι λίγα μόνο από τα οποία έζησα 6 μήνες στον Έβρο…
Εσύ τι θυμάσαι από την Γκατζολία; Ρίχτο στα σχόλια!