Αρχικά να σου ξεκαθαρίσω ότι ένα από τα επαγγέλματα που πάντα θα ζηλεύω και θα θαυμάζω ταυτόχρονα είναι του stand up comedian. Ε, ναι, το να ανεβαίνεις πάνω σε μια άδεια σκηνή και να ΠΡΕΠΕΙ το κοινό να κατουρηθεί πονέσει απ’ τα γέλια, είναι καθαρά και ξάστερα ζόρικο και βασανιστικό. Τρέμουλο στα πόδια, μούδιασμα στα χέρια και σαρδάμ στη φωνή.
Γι’ αυτό και απ’ τις πρώτες ερωτήσεις που ‘χα ετοιμάσει για τη συνέντευξη με τον χαρισματικό κωμικό Λάμπρο Φισφή, έναν εκ των κορυφαίων στο είδος -για μένα σίγουρα ο κορυφαίος- ήταν για την αμηχανία που είχε στην παρθενική του παράσταση. “Η πρώτη παράσταση γενικώς είναι μια πάρα πολύ ιδιαίτερη εμπειρία. Έχεις πάρα πολύ άγχος ή μπορεί να μην έχεις και καθόλου, γιατί δεν έχεις κάτι να ελπίζεις. Είναι αυτό που λες «θα το κάνω κι αν δεν δουλέψει δεν δούλεψε».
Εντάξει, εγώ είχα άγχος γιατί η κωμωδία είναι κάτι που χρειάζεται κοινό, ότι και να σκεφτείς εσύ ή να γράψεις, το κοινό είναι αυτό που θα σου δώσει την επιβεβαίωση ή την απόρριψη. Άρα οτιδήποτε λες, είτε είναι η πρώτη σου παράσταση είτε η εκατοστή, περιμένεις απ’ το κοινό να δεις αν αυτό που έχεις σκεφτεί, έχεις γράψει, έχεις δουλέψει, έχεις πονέσει για να το πεις τελικά είναι αστείο ή δεν είναι!”
Κι εδώ έρχεται να κολλήσει η δεύτερη ερώτηση για το αν μπαίνουν ΚΑΠΟΙΑ όρια στο χιούμορ του. Είτε αυτό λέγεται θρησκεία, είτε σατιρίζουμε κάποιον που ‘χει φύγει απ’ τη ζωή. “Το όριο στο χιούμορ είναι σχετικό και είναι νομίζω υποκειμενικό για τον καθένα. Εγώ τα όρια που βάζω συνήθως κρίνονται από δύο παραμέτρους. Η μία παράμετρος είναι, τι είναι αυτό για το οποίο θέλω να μιλήσω, δηλαδή για να μιλήσω για κάτι πρέπει να το γουστάρω και πρέπει να ‘χω κάτι να πω. Άρα, ίσως μ’ αυτήν τη λογική μπορεί κάποια πράγματα να φανούν ότι βάζω ένα όριο, αλλά δεν είναι ακριβώς όριο. Είναι κάτι που δεν μ’ απασχολεί πάρα πολύ ή δεν μ’ ενδιαφέρει ή δεν έχω κάτι να πω γι’ αυτό. Μπορείς να πεις «o Φισφής δεν πιάνει πολιτικά, ίσως επειδή βάζει όριο εκεί». Όχι, απλά δεν με ιντριγκάρει αυτό το θέμα και δεν έχω βρει έναν κωμικό γάντζο για να πιαστώ από ‘κει.
Και από την άλλη, η πιο μεγάλη παράμετρος είναι τα όρια που βάζεις ούτως ή άλλως στη ζωή σου. Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεσαι στη ζωή σου. Αυτό πρέπει να ‘ναι και το ίδιο, όταν ανεβαίνεις πάνω στη σκηνή!
Δεν είναι κάποια ΥΠΕΡΔΥΝΑΜΗ ο κωμικός, δεν έχει κάποιο ακαταλόγιστο. Δεν μπορείς να χρησιμοποιείς την ατάκα «Στην κωμωδία δεν υπάρχουν όρια», μόνο και μόνο για να δικαιολογήσεις κάτι τ’ οποίο είπες και κάτι τ’ οποίο δεν θα έλεγες στην κανονική σου ζωή. Απλά το λες επάνω στη σκηνή και πέφτεις στη σιγουριά που λέει «Α! Η κωμωδία δεν έχει όρια, μην παρεξηγήστε».”
Αφού με έβαλε για τα καλά στο κλίμα του stand up και του χιούμορ, έφτασε και η ώρα να μου εξομολογηθεί κι αν έχει ζηλέψει ποτέ κάποιο κείμενο συναδέλφου του. “Υπάρχουν πάρα πολλά κείμενα ελλήνων και ξένων κωμικών, τα οποία λες «πωπω κοίτα τι έφτιαξε, κοίτα πόσο ωραία το έγραψε, το έντυσε, πόσο τέλειο είναι!» Είναι πάρα πολλά. Από ξένο ένα που μου ‘ρχεται κατευθείαν στο μυαλό είναι ένα κείμενο του Michael McIntyre που μιλάει για το ‘Man Drower‘. Το συρτάρι του άντρα. Είναι το ένα συρτάρι που έχει κάθε άντρας στο σπίτι και εκεί μπαίνουν διάφορα πράματα. Πάντα τα ίδια. Πάντα αντρικά. Τα οποία μπορεί να είναι από μπαταρίες που δεν δουλεύουν, μέχρι κάποιο κλειδί παλιότερου διαμερίσματος που δεν ζεις πια.
Από κείμενα ελλήνων συναδέλφους ας πούμε (ξεροβήχει και ζορίζεται να διαλέξει…), απ’ όλους κάτι μ’ αρέσει. Είτε είναι το κείμενο για τη ‘Κρίση’ του Χριστοφορίδη, είτε τα ‘Πάρτυ’ του Μαθιουδάκη, είτε το ‘140’ του Θεοδωρόπουλου, είτε είναι για τον ‘Στερεοτυπικό Έλληνα’ του Χατζηπαύλου.”
Η κουβέντα άλλαξε τελείως ρότα, αφού του ζήτησα να μου διηγηθεί τη γνωριμία με τη σύζυγό του, η οποία είναι γεννημένη στην Πορτογαλία και μαζί έχουν κάνει και μια κόρη. “Η γνωριμία έγινε στο πρόγραμμα ‘Erasmus’, (ανταλλαγή πανεπιστημίων για ένα εξάμηνο ή χρόνο), το οποίο είναι ένα κατά τη γνώμη μου Μακιαβελικό πρόγραμμα. Και θεωρώ ότι είναι Μακιαβελικό, γιατί όλοι πηγαίνουν εκεί πέρα με κάποια σχέση και πολύ σύντομα κερατώνουν ή χωρίζουν και βρίσκουν κάποιον άλλον από άλλη χώρα. Άρα είναι ένα σχέδιο της Ε.Ε για να ενώσει τις χώρες της Ευρώπης και να δημιουργηθούν ζευγάρια τέτοιου τύπου. Από την Ελλάδα και την Πορτογαλία, από την Ιταλία και την Ολλανδία ξέρω ‘γω, οπότε εμείς συναντηθήκαμε σ’ ένα τέτοιο πρόγραμμα στη Χάγη.”
Και εφόσον πήγαμε στα πιο προσωπικά, τον ρώτησα για το πώς φαντάζεται τον εαυτό του σε μερικά χρόνια, όταν έρθει στο Φισφιέικο ο πρώτος γαμπρός. “Δεν μπορώ να το προβλέψω αυτό. Μπορείς να πεις πώς θα ήθελα να είμαι, αλλά πολλές φορές, ξέρεις, αυτό αλλάζει. Δηλαδή, πάντα νομίζω ως γονιός έχεις μία άποψη για το τι γονιός θα ήθελες να ήσουν. Είτε αυτό λέγεται πώς θα είμαι ως πατέρας και θα φέρει η κόρη μου ξέρω ‘γω κάποιον φίλο και λες «Α! θα ‘θελα να ‘μαι ο κουλ πατέρας, ο οποίος συμπεριφέρεται σωστά και είναι ο χαλαρός τύπος» όπως μπορείς να πεις, ρε παιδί μου «είμαι ο χαλαρός γονιός που αφήνει το παιδί του να παίξει με το χώμα και να πέσει και να χτυπήσει, ΑΛΛΑΑΑΑ να μάθει!»
Όμως, όταν τελικά γίνεσαι γονιός, όλα αυτά που έκραζες σ’ άλλους γονείς μπορείς να τ’ αναιρέσεις και να τ’ ακυρώσεις. Αυτό συνειδητοποιώ. Όλα αυτά που κράζουμε στους δικούς μας γονείς, τελικά είναι τόσο εντυπωμένα μέσα μας και μπορεί στην πορεία να σου βγούνε και να γίνουμε η μάνα μας ή ο πατέρας μας. Μακάρι να ‘μαι ο χαλαρός γονιός και ο κουλ πατέρας!”
Στα stand up του τώρα, συχνά αυτοτρολλάρεται με το επίθετό του, καθώς οι περισσότεροι το κάνουν σαρδάμ. Καλή ώρα η Αγγέλα στην γραμματεία που το έκανε τρεις φορές λάθος. Τι παίζει με το επίθετό σου Λάμπρο Φιφή Φις σφη Φηζφηζ Φισφή; “Πολύς κόσμος νομίζει ότι είναι κάποιο παρατσούκλι που διάλεξα, αλλά δεν σκέφτεται λίγο παραπάνω να πει «για ποιον λόγο διάλεξε ένα τόσο ΗΛΙΘΙΟ παρατσούκλι και δεν διάλεγε κάτι πιο εύκολο και πιο απλό;» Είναι ένα ιδιαίτερο ελληνικό επίθετο, το οποίο το έχουμε μόνο ΕΜΕΙΣ! Δηλαδή είναι η οικογένειά μου. Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, στη ζωή μου γενικά. Πλέον η τακτική είναι να χρησιμοποιώ το επίθετο της γυναίκας μου για να τελειώνω. Το προτιμώ, απ’ το να κάνω κράτηση σ’ ένα εστιατόριο και να δοκιμάζω πέντε λεπτά το ‘Φισφής’ και να μην δουλεύει και να φτάνω εκεί, να το ‘χουν γράψει λάθος και να μου λένε «δεν έχουμε κράτηση στο όνομά σας» και να τους λέω «αυτό είναι που έχετε γράψει ‘Φισφούσης’» και να μου λέει «αυτό είναι άλλο επίθετο». E, λέω το όνομα της γυναίκας μου και ξεμπερδεύω.”
Ωστόσο, ήθελα τον ζορίσω λίγο ακόμα κι έτσι τον ανάγκασα να μου απαντήσει σ’ ένα κουλό και συνάμα ζόρικο τρίλημμα. Αλλά για έναν περίεργο λόγο ο Λάμπρος μου απάντησε με σχετική ευκολία. Σε πάνε στο αυτόφωρο και πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα σε τρία κελιά. Το πρώτο έχει μέσα έναν ταρίφα, το δεύτερο έναν κάγκουρα και το τρίτο ένα περιστέρι. Ποιο θα διάλεγες και γιατί; “Τον ΤΑΡΙΦΑ φυσικά! Έχω ένα μίσος με τα περιστέρια για πολλούς λόγους, το ‘χω εκφράσει αρκετές φορές σε κείμενά μου. Δεν νομίζω να διάλεγα τον κάγκουρα, γιατί πάλι δεν νομίζω να ‘χα τίποτα να πω. Ο ταρίφας είναι κάτι το οποίο ξέρεις, ούτως ή άλλως ‘το ταξί τι είναι;’ Ένα μικρό κρατητήριο. Το ‘χεις βιώσει, απλά τυχαίνει να μένεις μέσα για λίγο καιρό. Έχεις βρει τις άμυνές σου. Ξέρεις πως να το χειριστείς. Μάλλον προς τα ‘κει θα πήγαινα. Με τη σιγουριά του ταρίφα. Ξέρω πώς μιλάει, πώς μυρίζει, τι θα πει, ξέρω τι μπορώ να πω για να μιλάει για ώρες μόνος του. Δηλαδή, σ’ ένα κρατητήριο μ’ έναν ταρίφα αν δεν θες να μιλήσεις, αρκεί απλά να πετάξεις κάτι του στυλ «εεε ρε, πού μας φτάσανε αυτοί, αυτοί, ίδιοι είναι όλοι» ή να του πεις «μόλις χώρισα» και να τον αφήσεις να μιλάει 1,5 ώρα μόνος του.”
Κλείνοντας, τον ρώτησα για το νέο του βιβλίο με τίτλο ‘Τετράδιο κωμωδίας’ (το βρίσκεις εδώ). “Είναι 30 κωμικά κείμενα με μικρές λεπτομέρειες της καθημερινότητας. Είτε είναι οι εκτυπωτές και τα προβλήματα που μας παρουσιάζουνε, είτε είναι οι Έλληνες γονείς, είτε το οτιδήποτε. Τώρα, τα βιβλία που μου άρεσαν πάντα πάρα πολύ ήταν τα βιβλία που ‘χες δίπλα στην τουαλέτα σου. Αυτά που τα έχεις στον μπιντέ συνήθως, που ‘ναι απ’ τα πιο άχρηστα πράγματα που ΄χουμε σ’ ένα ελληνικό σπίτι και για κάποιο λόγο δεν τον ξηλώνουμε. Και αντί να ‘χεις τον μπιντέ και να τον χρησιμοποιείς τον έχεις κάνει μια μίνι βιβλιοθήκη. Είτε έχει κάποιο σουντόκου, είτε σταυρόλεξο, είτε κάποιο ηλίθιο βιβλίο ή κάποιο σαμπουάν (που όταν τελειώνει πρέπει να το διαβάσεις!). Σκέφτηκα να γράψω ένα βιβλίο που κάθε του κεφάλαιο να κρατάει όσο μια επίσκεψη στην τουαλέτα. Και αντί, λοιπόν, να παίρνεις ένα κινητό και να σερφάρεις στο facebook ή σε κάποιο ηλίθιο άρθρο του Provocateur, να διαβάζεις ένα κωμικό κείμενο που ‘χω γράψει μέχρι να τελειώσει το βιβλίο.”