Ο Δημήτρης Χορν γεννήθηκε, έζησε και πέθανε στα σπλάχνα του θεάτρου. Στο σανίδι και στα παρασκήνια, στο χειροκρότημα και στο φως. Γιός του θεατρικού συγγραφέα Παντελή Χορν, προσγειώθηκε στον πλανήτη, όταν οι Βενιζελικοί τσαμπουκαλεύονταν με τους Βασιλικούς. Η Κυβέλη, άναψε με το λάδι που του έβαλε στην κολυμπήθρα, τη φωτιά του θεάτρου μέσα του. Γούσταρε να αλητεύει, να παίζει μπάλα και να μπλέκεται σε εφηβικές κοκορομαχίες.
Αποχαιρετώντας τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, η καριέρα του εκτινάσσεται. Αισθαντικός και γήινος γίνεται νούμερο ένα. Η κοινωνικότητα του τον κάνει αγαπητό, του χαρίζει φίλους και γυναίκες που καταδικάζονται στη γοητεία του. Και όταν λέμε για γυναίκες, δεν εννοούμε μόνο εκείνες που τον αποθέωναν κάτω από τη σκηνή. Μιλάμε για γυναίκες που χάραξαν το όνομα τους σε αυτό.
Όταν η Εντίθ Πιαφ, επισκέφθηκε την Αθήνα το πιθανότερο είναι ότι δεν θα γνώριζε πως ένας 25χρονος μπορεί να της κλέψει την καρδιά και το μυαλό. Ούτε μια, ούτε δύο αλλά τέσσερις σελίδες επιστολή του έστειλε η σπουδαία αυτή γυναίκα, προσπαθώντας να του εκφράσει το αφόρητο του συναισθήματος της. Η επιστολή δημοπρατήθηκε από τον οίκο “Πέτρος Βέργος” στο Ξενοδοχείο Athens Plaza, ακριβώς 11 χρόνια μετά τον θάνατο του Δημήτρη Χορν. Μέχρι και σήμερα δεν έχει γίνει γνωστό αν ο νεαρός τότε Χορν απάντησε στο ερωτικό κάλεσμα της.
“Σ’ αγαπώ όπως δεν αγάπησα ποτέ κανέναν Τάκη, μη μου πληγώσεις την καρδιά. Θα έρθω εγώ κοντά σου τον Νοέμβριο, κανείς στον κόσμο δεν θα με εμποδίσει να έρθω στην Αθήνα, όμως αυτό που πρέπει να κάνεις χωρίς δισταγμό είναι να έρθεις στην Αμερική τον Δεκέμβριο, έτσι θα ξανασμίξουμε εκεί και από εκεί ελπίζω να σε φέρω στο Παρίσι, που όταν το γνωρίσεις θα το αγαπήσεις όσο κι εγώ. Θα μπορούσα να σε κάνω ευτυχισμένο και πιστεύω επίσης πως σε καταλαβαίνω πολύ καλά. Ξέρω πώς είμαι ικανή να τα παρατήσω όλα για σένα. Θα σε περιμένω όσο καιρό θα χρειαστεί. Δεν έχω αγαπήσει άλλον άνθρωπο όσο εσένα». Μην αφήσεις την καρδιά μου να πεθάνει!”
Ο μεγάλος ηθοποιός, λάτρευε τους παλιούς κωμικούς. Αυτούς που περιόδευαν και έπαιζαν ακόμα και τους γυναικείους ρόλους. Η αδυναμία του αυτή, μεταφραζόταν σε πράξη συμπαράστασης όταν κάποιοι από αυτούς αργότερα βρέθηκαν χωρίς δραχμή. Τα ξόδευε τα λεφτά του ο Χορν. Τα έκανε κεράσματα, τα έκανε βοήθεια, τα έκανε μέσο για να ζει όπως γούσταρε.
Γούσταρε πολύ τον Καραμανλή. Δεν δεχόταν μύγα στο σπαθί του για εκείνον. Μπορούσες να πεις ό,τι ήθελες για τον Παπανδρέου που έτρεφε μια προσωπική αποστροφή, αλλά όχι για τον Καραμανλή. Έλεγε χαρακτηριστικά:
“Με τον Καραμανλή έχουμε κοινό ότι είμαστε στον ίδιο αστερισμό”
Ο έρωτας και οι γυναίκες ήταν η πηγή της έμπνευσης του. Παντρεύτηκε τη Ρίτα Φιλίππου χωρίς να σταματήσει μέχρι και να χωρίσουν, να της λέει πως την απατούσε συνεχώς.
“Από τα έξι μου χρόνια και μετά δεν μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου να μην είναι ερωτευμένος, δηλαδή συγκινημένος με κάποιο πρόσωπο. Θα έλεγα πως ήμουν ερωτευμένος με τον έρωτα. Ενώ δηλαδή ήμουν ένα πολύ κεφάτο παιδί, ξαφνικά, μελαγχολούσα φοβερά και έγραφα θλιμμένα ποιήματα. Με μελαγχολούσαν αυτοί οι έρωτες ή η ζωή”
Μετά ήρθε η Λαμπέτη. Έλαμψαν ο ένας μέσα από τον άλλον, έγραψαν το μυθιστόρημα της ζωής τους. Το σανίδι αιχμαλώτισε τον έρωτα τους από το 1953 έως το 1959. Η σχέση τους τελείωσε, ο μύθος τους όμως όχι.
“Ήταν μια καλή ηθοποιός, ήταν χαρά να παίζεις μαζί της. Είχε την ικανότητα να κάνει τα ασήμαντα σημαντικά. Και αφόρητη ζηλιάρα. Δεν τολμούσα ούτε βλέμμα να ρίξω σε άλλη γυναίκα. Γινόταν χαλασμός. Ζήλευα κι εγώ ελεεινά. Ήμασταν μαζί επτά χρόνια. Όταν με άφησε, ήμουν ως ταύρος εν υαλοπωλείο. Πληγώθηκε ο εγωισμός μου. Δεν μπορώ να πω πως δεν την αγάπησα. Και τη θαύμαζα πολύ σαν ηθοποιό. Αλλά δεν ήταν η γυναίκα της ζωής μου“
Ο μεγάλος γόης με το απαράμιλλο στυλ του αστού, θα συνεχίσει τη ζωή του με την Άννα Γουλανδρή. Θα παίξει σε 10 ταινίες και θα πρωταγωνιστήσει στα σημαντικότερα έργα του παγκόσμιου κινηματογράφου. Σε όλα θα θριαμβεύσει. Δεν θα διστάσει παρόλα αυτά να ζητήσει συγγνώμη στο τέλος μιας παράστασης κάποια στιγμή λέγοντας:
“Έπαιξα χάλια”
Έφυγε σαν σήμερα, γοητεύει πάντα.