Το 1933 γεννιέται στην Αθήνα ο Άκης Πάνου. Μεγαλώνει ξυπόλητος, κλωτσάει μπάλες από κουρέλια, σκοντάφτει σε πέτρες και σηκώνεται. “Φτάνει” μέχρι το Δημοτικό και από τότε, αρχίζει η μεγάλη μόρφωση του. Όσοι θα τον γνωρίσουν, θα ομολογήσουν ότι καθηγητής Πανεπιστημίου, δεν τα έβγαζε πέρα μαζί του.
Ο Άκης Πάνου, θα κάνει πάνω από 20 δουλειές. Θα σκαλίσει “ιστορίες” πάνω σε όστρακα, σίδερο και μουσικά όργανα, θα ανέβει πάνω από 20 σκαλοπάτια, χτίζοντας σε κάθε ένα από αυτά την μουσική ιδιοφυία του. Ήταν δεκατριών χρονών, όταν άρχισε να παίζει κιθάρα σε μια ταβέρνα στο Κουκάκι, με πληρωμή ένα πιάτο φαγητό.
Ο λαϊκός φιλόσοφος που σκάρωνε θαύματα με τις πιο απλές λέξεις, έδωσε κομμάτι του εαυτού του, τα τραγούδια του, στους πιο μεγάλους που πέρασαν από το ελληνικό τραγούδι, όταν ήταν ακόμα μικροί.
Ο άνθρωπος που δεν πέρασε ούτε μια φορά έξω από ωδείο, έμελλε να γίνει δάσκαλος για όσους θα βρουν το κουράγιο να ακουμπήσουν με σεβασμό, το ελληνικό τραγούδι. Με περίσσια μαγκιά αλλά και τρυφερότητα, έδινε στα τραγούδια τον πόνο και την απώλεια, τον έρωτα και την καταστροφή. Αγαπούσε να μπλέκεται με γυναίκες. Ερωτεύτηκε με πάθος τη γυναίκα της ζωής του Δήμητρα και παντρεύτηκε μετά από χρόνια συμβίωσης την Άννα. Έφτιαξε την οικογένεια που ονειρευόταν και που μετατράπηκε στον πιο σκληρό εφιάλτη του.
Δεν γούσταρε να δίνει τα τραγούδια τους στις εταιρείες. Πίστευε ότι καμία δεν μπορεί να πληρώσει την πραγματική τους αξία. Εγκλωβισμένος στις πεποιθήσεις του, δεν κατόρθωσε ποτέ να παρακολουθήσει τις εξελίξεις της εποχής τους. Επέβαλε στα τέσσερα παιδιά του να του μιλούν στον πληθυντικό, παρόλα αυτά η αγάπη του για αυτά, αποδείχθηκε παράφορη.
Ευθύς και δυσπρόσιτος, ένας αυταρχικός δημοκράτης. Θεωρούσε την πολιτική το αισχρότερο επάγγελμα που υπάρχει, πως προϋποθέτει καλή γνώση του χειρισμού του ψέματος, για αυτό και οι περισσότεροι πολιτικοί είναι δικηγόροι.
“Δεν μπόρεσα ποτέ να κουμαντάρω τον εαυτό μου και αυτοί θέλουν να κουμαντάρουν όλους εμάς. Έχει μια δόση παραφροσύνης όλο αυτό”
Τον επηρέασε βαθιά ο Βαμβακάρης, στερούνταν και οι δύο διπλωματίας. Δεν πίστευε στα σύνορα της γης, θεωρούσε πάντα ότι είναι άλλη μια προστυχιά της πολιτικής. Κάποτε, είχε ερωτηθεί αν είναι φασίστας…
“Αν εννοείται ότι περνάω τη φάση μου, τότε ναι είμαι”
Στα 53 του χρόνια, θα φύγει για την Ξάνθη. Η Αθήνα, δεν αντέχει να είναι πια η πόλη του.
Δεν ξέρω πόσο πρέπει να σταθώ στο έγκλημα μου στιγμάτισε τη ζωή αυτού του τεράστιου δημιουργού. Είναι τόσο άδικο, ένας άνθρωπος που δεν έδινε δεκάρα τσακιστή στα μέσα ενημέρωσης, να κατασπαράζεται από αυτά…
Η εμφάνιση του με πιζάμες αναζητώντας την 19χρονη κόρη του, θα είναι η αρχή του τέλους. Ένα τηλεοπτικό σήριαλ, που παρακολούθησε όλη η Ελλάδα, πανέτοιμη να κρίνει, να δικάσει και φυσικά να ξεχάσει. Το αίσθημα του εξευτελισμού, το γεγονός ότι ένιωθε ότι η γειτονιά σχολιάζει την οικογένεια του, ήταν πιο πολύ από αυτό που μπορούσε να αντέξει.
Θα σκοτώσει τον σύντροφο της κόρης του με μια σφαίρα στο πρόσωπο. Παρόλα αυτά, τα σκοτεινά σημεία στην υπόθεση αυτή, είναι πολλά. Εκείνος θα επιμείνει ότι η γυναίκα του, έκανε λάθος χειρισμούς. Δικάζεται στην Καβάλα και δέχεται την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Η κόρη του, η μεγάλη του αδυναμία θα του ρίξει μόνο ένα βλέμμα στο δικαστήριο, θα τον αποκαλέσει φονιά, για να έρθει χρόνια αργότερα να παραδεχτεί το δίκιο του πατέρα της…
Ο ίδιος θα δηλώσει:
“Πριν από δαύτους, εγώ τον Άκη Πάνου, τον έχω καταδικάσει ισόβια. Τίναξα τη ζωή μου στον αέρα, τζάμπα και βερεσέ. Δεν μετανόησα διότι δεν εννόησα “
Ο Βασίλης Καπερνάρος, συνήγορος της πολιτικής αγωγής θα πει στο δικαστήριο για τον Πάνου:
“Απαλλάξτε την κοινωνία από τον κύριο αυτόν και τα παρωχημένα τραγούδια του”
Ένας δικηγόρος…
Ο καρκίνος είχε φτάσει στη ζωή του, χωρίς να το ξέρει. Σαν όλα να συμπλήρωναν τα κομμάτια του τραγικού τέλους. Ένα τέλος, που του έφερε τη λύτρωση. Θα πει χαρακτηριστικά για την αρρώστια του:
“Την έκανα λαχείο!”
Λίγο πριν το τέλος, η μοίρα του χάρισε ένα τελευταίο γλέντι. Εκεί, μετά τη θεραπεία του στο νοσοκομείο και λίγο πριν περάσει ξανά το κατώφλι της φυλακής, τον περίμενε ο φίλος του. Ο Στέλιος Καζαντζίδης! Αγκαλιάστηκαν στη μέση του δρόμου και μαζί με τους αστυνομικούς, τρύπωσαν στο κουτούκι του Κουμπούρα. Η τελευταία γιορτή, το μεγάλο αντίο. Για τους αστυνομικούς εκείνης της ημέρας, θα αναρωτηθεί στην ταβέρνα:
“Πως θα τους πάω πάλι μέσα αυτούς;”
Ο Άκης Πάνου, θα “φύγει” λίγους μήνες μετά. Στις 7 Απριλίου του 2000. Εννιά χρόνια αργότερα, την ίδια ημέρα, θα κρεμαστεί ο 27χρονος γιος του. Δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ποτέ την εικόνα της δολοφονίας, που έζησε στα εφηβικά του χρόνια.
Δεν θα κρίνω τη ζωή, τη συμπεριφορά και τις πράξεις του Άκη Πάνου. Θα ήταν κάτι περισσότερο από γελοίο. Ο σεβασμός απέναντι σε έναν άνθρωπο που “χάνεται”, είναι δεδομένος επίσης. Μπορώ όμως να πω με σιγουριά, ότι οι άνθρωποι είναι ένα αδιανόητα πολύπλευρο σύνολο. Όταν αυτές οι πλευρές κουβαλούν τόση έμπνευση, ταλέντο και δημιουργία, καλό είναι να μην είμαστε αφοριστικοί.
Όπως και να κατέληξε η ζωή του Άκη Πάνου, ήταν τιμή μας που άγγιξε το μπουζούκι.
*Μου ζήτησαν το αγαπημένο μου