Την Παρασκευή, πέθανε ο Φιντέλ.
Εδώ στο Provocateur, πιστοί στην αρχή μας “πρώτα τo ζούμε και μετά τo γραφουμε” δεν ήταν δυνατόν να μην σου πούμε από πρώτο χέρι και μετά από πολύχρονο επιτόπιο ρεπορτάζ, για τον μεγάλο αυτόν άντρα. Αν περιμένεις άλλη μια βιογραφία ή έναν επικήδειο για τον Φιντελ δεν θα την βρεις εδώ.
Ηταν χειμώνας του 1978 όταν ο θείος μου ο Γιάννης, μου έδειξε σε μια polaroid την Κουβάνα θεία μου, την Μαρυλίν. Μια μελαμψή μουνάρα με πεταχτό κώλο, φουντωτό θάμνο -’78 είπαμε..- και ωραία βυζ(γ)ιά. Οχι ότι είχα δει και πολλά βυζιά δώδεκα χρονών παιδάκι αλλά έτσι τα θυμάμαι…ωραία. Ο Γιάννης ήταν ναυτικός σε ένα πειρατικό τότε, που κουβαλούσε λαθραία από την Αβάνα στο Μαϊάμι και το ανάποδο.
“Ανηψιέ, στο επόμενο μπάρκο θα την φυγαδεύσω και θα την φέρω Αθήνα. Μην το πείς στη μάνα σου όμως γιατί θα μου βάλει χέρι”. Ο Γιάννης ήταν το πρότυπό μου και βέβαια δεν θα έλεγα κουβέντα. Καμαροτάκι από 11 χρονών που τον έδιωξε η μητριά από το σπίτι, αντιρρησίας συνείδησης επί χούντας και ο άνθρωπος που μου έκανε το πρώτο μου βιβλίο δώρο. Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη. Μερικές μέρες μετά γυρνώντας από το σχολείο βρήκα τον Γιάννη δακρυσμένο και μεθυσμένο στο τραπέζι της κουζίνας. Το τηλεγράφημα που του είχε στείλει ο κολλητός του ο “Τζίμης” από το βαπόρι, έλεγε. “ΜΑΡΥΛΙΝ ΣΥΝΕΛΛΗΦΘΗ. ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΧΟΥΝ. ΧΑΘΗΚΕ. ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΜΑΙΑΜΙ”. Εγώ δεν είπα τίποτα αλλά η Μαρυλίν μάλλον είπε… Την έβαλαν σ’ενα μπουντρούμι με θάλασσα μέχρι τα ωραία της βυζιά και πέθανε μέσα σ’αυτό από πνευμονία.
Έρχονται οι Έλληνες και μας παίρνουν τις “τάνες”.
Καλοκαίρι του 1997 πήγα γαμήλιο ταξίδι στην Κούβα. Το νησί τότε ήταν status προορισμός για νεόπλουτους εκδότες, επιχειρηματίες του αέρα, χρηματιστές, wannabes που πήγαιναν για να βρουν φτηνό sex και ακριβά πούρα. Εγώ πήγα για άλλο λόγο. Ήθελα να δω. Ίσως για να γράψω αυτό το κείμενο; Ίσως για να αποτίσω φόρο τιμής στον Γιάννη; Δεν ξέρω…
Στο αεροδρόμιο τους τουρίστες τους υποδέχονταν στρατιώτες άοπλοι. Αυστηροί στην αρχή, μου κόπηκαν τα γόνατα γιατι κουβαλούσα πάρα πολλά δολλάρια πάνω μου. Μόλις όμως έμεναν οι τελευταίοι 10-15 για έλεγχο αρχιζαν τα αστεία μεταξύ τους και χόρευαν ξέφρενη σάλσα με μουσική από το ράδιο. Είναι τρελοί αυτοί οι Κουβάνοι θα ‘λεγε ο Οβελίξ. 1000 από αυτά τα δολλάρια προορίζονταν για την μάνα του εν Αθήναις ταξιδιωτικού πράκτορα. Πήγα και την βρήκα σ’ ένα άθλιο ξενοδοχείο που δούλευε σαν μαγείρισσα. Ισπανικά-Αγγλικά έμειναν στο μηδέν. Μας πήρε παράμερα τρομαγμένη, θα ήξερε για την Μαρυλίν φαίνεται, και πήγε να μου φιλήσει τα χέρια. Ντράπηκα, την πήρα αγκαλιά και έφυγα βιαστικά. Κλάμα η γυναίκα μου, κλάμα κι εγώ αργότερα στο Καπιτώλιο που έγραψα στο βιβλίο επισκεπτών κάτι “δικό μας” εμένα και του Γιάννη.
Ξαναντράπηκα όταν πήγα σε μια βιοτεχνία πούρων. Η ινστρούχτορας που διάβαζε στους τυλιχτάδες την ημερήσια κομματική εφημερίδα διέκοψε την ανάγνωση και τους ζήτησε να μας υποδεχτούν, Σηκώθηκαν όλοι και όλες και χτύπαγαν με τα λεπίδια τους την πέτρα που κόβουν τα φύλλα των πούρων. Ένα ιδιότυπο χειροκρότημα σε μένα, τον κανένα, για μια χούφτα δολλάρια. Ένιωσα σαν να έχω βγεί ξεβράκωτος στο Σύνταγμα. Ρόμπα…
Χειμώνας 2016 και ο Φιντέλ έφυγε. Έμειναν τα ματωμένα Αγκολέζικα διαμάντια του, η γαλάζια οδοντοστοιχία του και οι μνήμες των έργων και των ημερών του. Αν υπάρχει άλλος κόσμος ή μεταθανάτια ζωη, ο Φιντέλ θα βρει σίγουρα παρέες να κάνει. Φεουδάρχες και δικτάτορες για να αναπολήσουν τις μέρες δόξας στον κόσμο των θνητών και να μετρήσουν ποιος την είχε μεγαλύτερη η μακροβιότερη.
Καλό ταξίδι Φιντέλ, δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ ρε μπαγάσα.
Υ.Γ. Εκεί που θα πας, μη σε πετύχει ο θείος μου και η Μαρυλίν.