Παράνομη λέσχη Πόκερ και Βελιγράδι, συνδυασμός εξωτικός ακόμα και για ένα μόνιμο κάτοικο Βελιγραδίου όπως εγώ, που έχει απομυθοποιήσει τα βαλκανικά στερεότυπα από καιρό. “Πάμε για ποκεράκι σ’ ένα μέρος που ξέρω” μου λέει με νόημα ο Ελληνοσέρβος γείτονας. Στο πρώτο άκουσμα μου φαίνεται πολύ κακή η ιδέα, ωστόσο η περιέργεια με οδηγεί να αποδεχτώ την πρόσκληση. “Θα έχει κάπνα;” τον ρωτώ, “είσαι ΜΑΛΑΚΑΣ” μου απαντάει και κάπου εκεί τελείωσε ο διάλογος. Το ραντεβού είχε δοθεί για τις 7 το απόγευμα. Η λέσχη στέλνει πάντα μήνυμα εκ των προτέρων για τα παιχνίδια της μέρας. Το μενού είχε ένα τουρνουά 45 ατόμων με 30 ευρώ buy-in και απεριόριστα rebuy για ένα μικρό χρονικό διάστημα. 

Ξεκινάμε με το αυτοκίνητο από το μπλοκ μας στο Νέο Βελιγράδι, κατευθυνόμενοι σ’ ένα γειτονικό μπλοκ. Για την ιστορία, τo Νέο Βελιγράδι είναι ο μεγαλύτερος δήμος της πόλης, χωρισμένος σε δεκάδες μικρότερα “μπλοκ”. Κάθε μπλοκ, σαν μια μικρή γειτονιά, αποτελείται από τέσσερα-πέντε κτίρια στη λογική των μικρών αυτόνομων κοινοτήτων, με χώρους αναψυχής, γήπεδα, παιδικούς σταθμούς, σχολεία και καταστήματα. Το Νέο Βελιγράδι κτίστηκε σταδιακά μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο από το Σοσιαλιστή Δικτάτορα Ηγέτη, Τίτο με σκοπό την παροχή δωρεάν στέγασης σε όλους τους πολίτες. Πως είναι αρχιτεκτονικά; Τόσο άσχημο που θα σατιρίζεται κι από τα τρισέγγονα του. 

Λίγα λεπτά μετά, είμαστε σ’ ένα σχετικά καινούργιο μπλοκ του Νέου Βελιγραδίου. Δεκάδες γραφεία και επιχειρήσεις να περιμένουν το φως του ήλιου, να ανοίξει το “μάτι” τους. Έξυπνη επιλογή χώρου, σκέφτομαι. Το κτίριο της λέσχης βρίσκεται ανάμεσα σε μοντέρνα γραφεία. Eίναι παλιό, διώροφο και μακρόστενο κι έχει μόνο καταστήματα με τζαμαρίες και σιδερένια ρολά. Στο ισόγειο, ξεχωρίζω από τις ταμπέλες ένα συνεργείο και δύο τρία καταστήματα χονδρικής. Όλα είναι κλειστά μ’ εξαίρεση μια πιτσαρία. Μαζί μ’ εμάς, καταφθάνουν από την άλλη μεριά του δρόμου δυο σκοτεινές φιγούρες, με τα χέρια στις τσέπες και τα κεφάλια κάτω. Έχω ήδη αγχωθεί, πες με φλώρο, λογικό. Ανεβαίνουμε στον πρώτο όροφο. “Εδώ είναι!”, μου λέει ο γείτονας. Ο χώρος βλέπει σ’ ένα έρημο στενό δρομάκι, απ’ έξω μοιάζει με κλειστό κατάστημα. Ρολά κατεβασμένα και πρόσβαση από μια πλαϊνή πόρτα. Face Control απο κάμερα της φθήνιας και τα σχετικά.

Η πόρτα ανοίγει και τα φώτα του χώρου σχεδόν με τυφλώνουν. Κινηματογραφική μετάβαση από τη σκοτεινή αναμονή, στη φωταγωγημένη λέσχη όπου ήδη έχουν αρχίσει το παιχνίδι 10-15 παίκτες. Το πρώτο τραπέζι πόκερ βρίσκεται στο ένα μέτρο από την είσοδο, ενώ ακολουθούν άλλα δύο τραπέζια κολλητά στο βάθος. Στα αριστερά, ένα κυρτό bar 1×1. Από πίσω, στριμωγμένο με το ζόρι ένα ψυγείο μπύρες κι ο μπάρμαν. Χοντρός, 45άρης, με μακριά γκρίζα μαλλιά. Δυο, τρία μπροστινά δόντια, απουσιάζουν στην πρώτη του κουβέντα. Ο φίλος μου δίνει το χέρι του σε κάποιον γνωστό του, αμέσως το δίνω κι εγώ. Τον καλησπερίζω στα σερβικά.

Σκέφτομαι πως πρέπει να σταματήσω να φέρομαι σαν το Mπίλυ Κρίσταλ, στην περίφημη σκηνή του Analyze This.


Σταματάω να χαιρετάω αγνώστους και κατευθυνόμαστε στο γκισέ. Ο φίλος μου με συστήνει στον υπάλληλο, μιας και είμαι καινούργια φάτσα. Δίνουμε 3,500 Σερβικά δηνάρια, 30 ευρώ περίπου. Ο μέσος μισθός στη Σερβία δεν ξεπερνά τα 400 ευρώ.

Ο υπάλληλος, θέλοντας με τη σειρά του να με καλησπερίσει και να με κάνει να αισθανθώ άνετα με υποδέχεται σε σπαστά ελληνικά “Καληνύχτα φίλε!”. “Καλά τα λες φίλε!” μου έρχεται να του πω και να σηκωθώ να φύγω, αλλά πλέον είναι αργά. Παίρνω τις μάρκες και κάθομαι πλάτη στον τοίχο για να τσεκάρω τον χώρο. Η λέσχη σιγά σιγά γεμίζει με κόσμο και αφόρητη κάπνα από γκανγκστερική ταινία. Δύο τηλεοράσεις, ενημερώνουν τους παίκτες για την εξέλιξη του τουρνουά, ξεθωριασμένες τσόχες στα τραπέζια, μισοτσαλακωμένες τράπουλες στα χέρια. Κρουπιέρηδες νέοι, στυλάκι Squatting Slavs, αγγλικά στο ίδιο χάλι με τον Ομπράντοβιτς.  

https://www.youtube.com/watch?v=DPG196si8yI


Καθώς περνάει η ώρα, αρχίζω να χαλαρώνω. Αντιλαμβάνομαι πώς είμαι ο μόνος αγχωμένος στο χώρο. Η πόρτα ανοιγοκλείνει κατά βούληση χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, όλοι δείχνουν ευδιάθετοι. Η λέσχη είναι εκεί τρία χρόνια και λειτουργεί υπό την αιγίδα του επίσημου καζίνο του Βελιγραδίου, σύμφωνα πάντα με την τοπική αρβύλα. Η νόμιμη παρανομία θα τους χαλαρώνει, σκέφτομαι και βάζω με το μυαλό μου σενάρια δωροδοκίας δημοσίων λειτουργών. Ποιος ξέρει;

Παραγγέλνω μία μπύρα κι αφού στήνω αυτί να ξεσηκώσω καμιά ιστορία, δεν αργώ να συνειδητοποιήσω ότι οι συμπαίκτες μου δε διαφέρουν και πολύ από του κλασικούς αλογομούριδες που θα βρεις σε κάθε συνοικιακό προποτζοδίκο στην Ελλάδα. Άξεστοι τζογαδόροι, με ελάχιστες εξαιρέσεις αυτές των λεγόμενων “καρχαριών”, των παικτών δηλαδή που ξέρουν τζιμάνικο πόκερ κι έχουν έρθει να “στα πάρουν”. 

Ο διπλανός μου δεν είναι καρχαρίας. Μεγάλος σε ηλικία, καπνίζει φθηνά πουράκια αρειμανίως, δεν έχει παίξει ούτε ένα χέρι την πρώτη ώρα. Σύντομα θα καταλάβω πως είναι ο γραφικός του τραπεζιού. Σηκώνει άσσους, παίζει τα ρέστα του κι ένας δύσμοιρος που έχει ήδη χάσει τρεις “κάβες”, νομίζει ότι επιτέλους βρήκε καλό σημείο να ξανασπρώξει και τα δικά του ρέστα μ’ ένα μέτριο φύλλο. Ένας τρίτος παίκτης, ο χαβαλές του τραπεζιού, κάνει πλάκα στον παίκτη με το μέτριο φύλλο πριν τελειώσει το χέρι. Οι Άσσοι, ωστόσο, πάνε κουβά (συμβαίνουν αυτά) κι ο διπλανός μου γίνεται πυρ και μανία με τον τύπο που τόλμησε να μιλήσει και να του γκαντεμιάσει το χέρι. Αρχίζει να βρίζει, να πετάει φύλλα και να κοπανάει το χέρι του στο τραπέζι με κάθε ευκαιρία. Οι Σέρβοι δε φημίζονται για την ψυχραιμία τους, η φασαρία μου θυμίζει λίγο από πρέφα καφενείου που “στράβωσε στο μέτρημα” κι όπου ένα λάθος αρκεί για να μετατρέψει το παιχνίδι σε σκηνή από το ΧρυσοΦοινικικό Underground του Εμίρ Κουστουρίτσα. 


Ο κρουπιέρης δεν αντιδρά στα μπινελίκια και τις αψιμαχίες, αμέσως καταλαβαίνω πως το σκηνικό είναι μάλλον σύνηθες. Όλα κυλούν ομαλά, το μέτριο πόκερ που ξέρω με φτάνει παραδόξως μακριά στο τουρνουά για να ξεμπλέξω χωρίς να πληρωθώ καλές δώδεκα, ανακουφισμένος που δεν μου έτυχε να βιώσω “πέσιμο” της σερβικής ασφάλειας, στην πρώτη μου παρανομία επί σερβικού εδάφους. 

Μια βραδιά, μικρογραφία των σκοτεινών στοιχείων της πόλης του Βελιγραδίου. Κουλτούρα, φάτσες και χούγια με Βαλκανικό μίασμα. “Μη πας μακριά, στην Ελλάδα ζεις”, σκέφτομαι.

Μια τέτοια λούμπεν μικρογραφία θα να ‘ναι στην Αθήνα οι αντίστοιχες λέσχες αλλά και κάθε λογής προποτζίδικο, γήπεδο, καζίνο και πορνείο. 

Δεν είναι εύκολο να καταλήξεις που πρέπει να τοποθετηθεί η λεπτή νομοθετική γραμμή που χωρίζει τα πάθη σε νόμιμα και παράνομα. Τα ουίσκι και τα Μάρλμπορο είναι ελεύθερα, αλλά η φούντα όχι. Το Μπλακ Τζακ και οι κουλοχέρηδες στα καζίνο είναι νόμιμα παιχνίδια, αλλά το πόκερ σε κλίμακα καφενείου, όχι. Πάθη είχαμε και θα έχουμε και πάντα αν μπορούμε θα ισορροπούμε ή θα μας λοιδορούνε. Ας μην είμαστε τουλάχιστον υποκριτές του εαυτού μας.