Επέτειος θανάτου σήμερα για τον Γιώργο Σεφέρη και αυτό το κείμενο δε θα συνοψίσει τις σπουδές και τις ποιητικές συλλογές του, δε θα ασχοληθεί καν με το Νόμπελ Λογοτεχνίας που κέρδισε το 1963 και ας ήταν ο πρώτος! Μπορώ να σας πω ωστόσο, ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900, σπούδασε Νομική στο Παρίσι, ενώ το 1926 μπήκε στο Διπλωματικό Σώμα. Αστός και διπλωμάτης ήταν ο Γιώργος Σεφέρης, μα πάνω από όλα ήταν το ελεύθερο πνεύμα μιας γερά αιχμάλωτης, στις προκαταλήψεις χώρας!
Οι άνθρωποι, που κλήθηκαν ή θα κληθούν να υπηρετήσουν την ποίηση σε όποια χρονική συγκυρία και αν έχουν υπάρξει, πρέπει να χαίρουν του ιδιαίτερου σεβασμού μας. Στους στίχους τους, κλείνεται η Ελλάδα και απελευθερώνεται η ψυχή της, φυλακίζεται ο έρωτας και δραπετεύει η αγάπη.
Ερωτευμένος με την Ελλάδα ο Σεφέρης, ψηλαφίζει στο κορμί της το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της. Γίνεται ο πνευματικός εραστής της, παίρνει στους ώμους του το βάρος να την υψώσει πάνω από τα συμφέροντα, όσων σκορπίζουν τα κομμάτια της άλλοτε δεξιά και άλλοτε αριστερά. Νιώθει τη χώρα αυτή σαν πολυδύναμο δέντρο, με βαθιές ρίζες. Σήμερα, τα φύλλα του είναι ξερά και στερείται καρπών, όμως αν κάποιος περιποιηθεί τα κλαδιά και το χώμα του, θα βλαστήσει από την αρχή.
Με έκφραση λιτή και αστόλιστη αντιλήφθηκε από νωρίς ότι ο ρόλος των πνευματικών ανθρώπων στην κοινωνία είναι η αχρωμάτιστη καταγγελία των γεγονότων. Κατέγραψε το χάλι των νεοελλήνων την εποχής, χωρίς να φείδεται κατηγοριών και εξοστρακισμών. Χαρακτηριστικά έγραψε:
“Η βλακεία, η εγωπάθεια, η μωρία και η γενική αναπηρία της ηγετικής τάξης στη σημερινή Ελλάδα σε φέρνει στην ανάγκη να ξεράσεις. Γιατί; Γιατί είμαι δεμένος με αυτό τον τόπο και μολονότι δεν έχω καμιά απολύτως φιλοδοξία για πολιτική δράση, μου φαίνεται σαν ένα είδος ακρωτηριασμού να πω ξαφνικά να σας χέσω και να αποξενωθώ από όλα αυτά. Γιατί είμαι βέβαιος πως τούτοι οι ελεεινοί δεν αντιπροσωπεύουν τη ζωντανή Ελλάδα, δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε και υπάρχουν άγνωστοι, πολλοί που δεν ξέρουν, αλλά που αξίζουν, που σε φωνάζουν”.
Ο ποιητής που λάτρευε να περνάει το χρόνο του στον Πόρο, γράφοντας, φωτογραφίζοντας και κατασκευάζοντας κούκλες από διάφορα υλικά, ήξερε ότι σε εποχές έντονης πολιτικής πόλωσης, όπως αυτή της δικτατορίας, δύσκολα κατάφερνε κάποιος να μην παρερμηνευτεί. Έπρεπε να διαλέξει ένα στρατόπεδο, έτσι αποφάσισε να αποξενωθεί εντελώς από τους κομματικούς μηχανισμούς.
“Μιλώντας όπως μιλώ, έχω στο νου μου όλα τα κομματικά συμπτώματά μας, από άκρα σε άκρα, δεξιά ή αριστερά, όπου κι αν εκδηλώνονται. Δε μου φταίνε οι θεσμοί και τα πολιτικά συστήματα, μου φταίει το δαιμόνιο που έχουμε να εξευτελίζουμε τον κάθε θεσμό και το κάθε σύστημα, και να σκεπάζουμε τα καμώματά μας με ρητορείες”.
Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι όσοι τάχθηκαν ανοιχτά με κάποια ιδεολογία, δεν αποτέλεσαν πρότυπο πνευματικού ανθρώπου. Υπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία όμως στη σιωπή και μεγαλύτερη αξία όταν τη σπας, για να ξαναβυθιστείς σε αυτήν. Τη μέρα του πραξικοπήματος θα γράψει ειρωνικά:
“Προκόβουμε καταπληκτικά”
Τα χρόνια της δικτατορίας αρνείται να δημοσιεύσει έργα του. Μεταξύ 1967-68 βρίσκεται στην Αμερική και οι πιέσεις για μια πολιτική του δήλωση είναι ασφυκτικές. Η υγεία του είναι κλονισμένη και φοβάται ότι μια δήλωση του εκτός των ελληνικών συνόρων για τη χούντα, δε θα του επιτρέψει να πεθάνει στην πατρίδα του. Το 1969, επιστρέφει στην Ελλάδα..
“Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου”.
Τα φύλλα όλων των εφημερίδων εξαντλούνται για πρώτη φορά, κάνοντας παντού γνωστή τη δήλωση του. Η σημασία του να μη ξοδεύεις το λόγο σου, η σημασία του να ξέρεις πότε πρέπει να μιλάς και περισσότερο πότε πρέπει να σωπαίνεις. Αυτό κάνουν οι πνευματικοί άνθρωποι ενός τόπου. Τον σκέφτονται όπου και να είναι, τον κρύβουν στα σπλάχνα τους και όταν αυτός αιμορραγεί φιλούν τις πληγές του. Αναζητούν την αντικειμενική, την πρώτη αλήθεια. Αφουγκράζονται τον λαό και τα δεινά του, υψώνουν τη φωνή τους κοφτά και απόλυτα όταν πρέπει.
Ο Γιώργος Σεφέρης δεν ήταν σίγουρα κομμουνιστής, δεν ήταν ούτε καθεστωτικός. Το τι ήταν, το έδειξε εκείνη η Δευτέρα του 1971 με τον κόσμο να μετατρέπει την κηδεία του σε μια από τις μεγαλύτερες αντιδικτατορικές πορείες.
“Εδώ και πολλά χρόνια σε κρίσιμες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, ο ποιητής έσμιγε ποίηση και ελευθερία, αισθητική και ηθική σε μια γνήσια και φυσική ενότητα , αφήνοντας μια υψηλή, παραδειγματική κληρονομιά σε ολόκληρο τον ελληνικό πολιτισμό. Ακόμα μια φορά σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα”.
Γιάννης Ρίτσος.
Ο κορυφαίος για όλο τον κόσμο ποιητής, δεν πρόλαβε να δει την Ελλάδα ελεύθερη. Κατάφερε όμως να απαγκιστρώσει κάποιους, χαρίζοντας τους την ελευθερία. Θα κλείσω λοιπόν, με τα λόγια του Νίκου Κιάου, φυλακισμένου αριστερού στη Γιάρο:
“Με τον Σεφέρη ήμασταν μαγκωμένοι, ο Ρίτσος ήταν “ο δικός μας”. Ενώ τους άρεσε ο Σεφέρης, ταυτόχρονα ήταν και σαν απαγορευμένος. Όλη αυτή η γενιά είχε “ιδεολογικά βαρίδια”στη σχέση της μαζί του. Χρειάστηκε λοιπόν να ξεπεράσω κι εγώ αυτά τα ιδεολογικά βαρίδια για να πλησιάσω τον Σεφέρη, που πιστεύω πως η ποίησή του έρχεται σαν συνέχεια της γνωστής φράσης του Σολωμού “πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους και μετά η καρδιά να αισθανθεί αυτό που ο νους συνέλαβε””.