Αράζα σε γνωστό ροκομπαράκι της Κηφισιάς και βυθισμένος στην αλητεία, πτώμα μετά τη σχολή, κατάπινα τη μία Guinness μετά την άλλην (ναι, είχα και στο χωριό μου). Στους τοιχούς, γκραφίτι του Χέντριξ, του Σινάτρα και του Τζάγκερ, να κοιτούν στωϊκά, όταν ξαφνικά ξεπετάχτηκε ένας άγνωστος και συνάμα τόσο περίεργος τύπος. Είχε φορτωμένη μια κιθάρα στις πλάτες του κι έκανε ένα μεγάλο κωλοδάκτυλο στην κάμερα. “Στην εξουσία θα το κάνει“, είπα με μια πρώτη ματιά και συνεχίζα κουλαριστός να απολαμβάνω τη μπύρα μου. Η εικόνα του, έμεινε χαραγμένη στο μυαλό μου. Το βράδυ γύρισα σπίτι ψάχνοντας ορισμό για τούτο το κωλοδάκτυλο. Έπειτα από ένα δίωρο -χαζών- γκουγκλαρισμάτων, η μηχανή αναζήτησης μου έγραψε “μήπως εννοείτε τζόνι κας;“. Ναι γαμώ την καταδίκη, αυτό εννοώ.

Ποιος είσαι εσύ ρε φίλε;

Hello, I’m Johnny Cash“, μου συστήθηκε χαμογελαστός στο πρώτο μας ραντεβού. Μέρα με τη μέρα η γνωρίμια έγινε φιλία. Είτε ξενέρωνα με τη δουλειά, είτε μ’ έναν φίλο, είτε με μια γκόμενα, ο Τζόνυ ήταν εκεί. Καθόταν δίπλα μου, άναβε τσιγάρο (καπνίστης από τα 12 βλέπεις), κατέβαζε μονορούφι το ποτό του και άκουγε πιστά ότι πρόβλημα κι αν κατέβαζε η κούτρα μου. Λαϊκός τύπος, χωρίς τουπέ, άραζε στα ίδια underground μαγαζιά μ’ εμένα αλλά ποτέ στην Κηφισιά. Συχνά πυκνά, όταν μου συνέβαινε μια αποτυχία, μου έλεγε: “Βασίσου στην αποτυχία. Είναι το σκαλοπάτι για κάτι μεγαλύτερο. Κλείσε την πόρτα στο παρελθόν. Μην προσπαθήσεις να ξεχάσεις τα λάθη σου, αλλά μην τα σκέφτεσαι συνέχεια. Μην τα αφήσεις να καταβάλλουν οποιαδήποτε ενέργειά σου ή τον χρόνο σου.“.

Και τι θέλεις από εμένα ρε μαν; 

Η χαρακτηριστική μπάσα φωνή του, έκανε κάθε τραγούδι επιτυχία. Στην αρχή πειραματιζόταν με κάντρι αλχημείες, μου τις έπαιζε κι αυτές. Μου έπαιζε το “I Walk the Line”, ανατρίχιαζα. Φορούσε πάντα μαύρα ρούχα, ήταν ντόμπρος και πάντα κάπνιζε σαν φουγάρο. Από την άλλη, στην γειτονιά δεν έλεγαν τα καλύτερα για τον Τζόνι. Τον κουτσομπόλευαν επειδή έπαιρνε ναρκωτικά, είχε βγει και φήμη πως τα περνούσε λαθραία από τα μεξικάνικα σύνορα. Κάτι είχα καταλάβει κι εγώ, αλλά δεν με ένοιαζε. Τον είχα θεοποιήσει. Μια μέρα κατάλαβα ότι είχαν δίκιο οι γείτονες, αφού με χτύπησε στον ώμο και μου εξομολογήθηκε: “Παίρνω όλα τα ναρκωτικά που μπορεί να πάρει κανείς και πίνω τα πάντα. Όλοι λένε ότι ο Τζόνι Κας είναι ξοφλημένος. Μοιάζω με ζωντανό νεκρό.” Σοκαρίστηκα τότε, παρέμεινα κολλητός του όμως. Έπρεπε να τον στηρίξω σ’ αυτήν τη δύσκολη στιγμή, όπως με στήριξε και αυτός. Μαζί του και κάτι άλλα παιδιά από τις φυλακές του Folsom, δεν τον ξέχασαν και εκείνα. Ο Τζόνι είχε κάποτε τραγουδήσει ΔΩΡΕΑΝ για πάρτη τους και για τα δικαιώματά τους και τώρα αυτά έπρεπε να του πουν το μεγάλο ευχαριστώ.

 

Δεν πάμε σπίτι σου να τα πούμε τώρα; 

Μια μέρα αυτοκαλέστηκα σπίτι του για καφέ. Με το που πάτησα το πόδι μου, χάζεψα. Ένα σπίτι γεμάτο από γυναικεία ραβασάκια, συλλεκτικά όπλα του 19ου αιώνα και βιβλία αντίκες. Στο τραπεζάκι φωτογραφίες των πέντε παιδιών του, της Τζόουν της δεύτερης γυναίκας του και ένα κάδρο του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον. Ήταν ο αγαπημένος του, μου είπε. Έπειτα μου έδειξε μια φωτογραφία του μικρός με το πρόσωπό του καθαρό, χωρίς την ουλή που απέκτησε από τη χειρουργική επέμβαση στα χρόνια της στρατιωτικής του θητείας. Όσο διάβαζα τα ραβασάκια, εκείνος έπαιζε το “Ring on Fire” και το “The Man Comes Around”. Κάποια στιγμή η κούραση τον κατέβαλε, έφυγα και τον άφησα να ξεκουραστεί. 
 
 

Ξέρεις γιατί είναι φίλος μου;

Τον Τζόνι και κυρίως τη φιγούρα του, είπαμε, τον γνώρισα στα δεκαοκτώ, σε μια ηλικία δύσκολη όπου τα ερωτήματά για τη ζωή ήταν άπειρα. Όχι ότι σήμερα δεν είναι δηλαδή. Για το μόνο που πληγώνομαι είναι που δεν τον γνώρισα πιο πριν. Την ημέρα που έμαθα να συλλαβίζω, να μιλάω και να γράφω. Να μου πει για τις φιλίες, τη θρησκεία, τις γυναίκες, τη μουσική, την ελευθερία και να μου αραδιάζει τις δικές του αλλόκοτες ιστορίες μέσα από τα τραγούδια του.

Πριν 13 χρόνια, έχασα έναν φίλο αλλά τι πάει να πει αυτό; Πήρα συμβουλές για τρεις ζωές ακόμα. Λίγο πριν φύγει, πήρε και μια τελευταία αφιέρωση. Αντίο Γιάννη, θα σε θυμάμαι για πάντα…