“Παγκόσμια Ημέρα Junk Food την επόμενη Πέμπτη“, μας λέει περιχαρής ο Ραπτάκος στο μίτινγκ.
Σκεφτήκαμε, “δεν μπορεί να έχει βγει παγκόσμια μέρα για μια κατεξοχήν αμερικανιά“. Το ψάξαμε λίγο και όντως: Κάθε χρόνο στις 21 Ιουλίου, οι φίλοι μας από τις ΗΠΑ γιορτάζουν την “National Junk Food Day“, μια γιορτή με ιδιαίτερη προσκεκλημένη την Χοληστερίνη και guest star τη Θρόμβωση.
Με αυτά και με εκείνα, σκεφτήκαμε πως δεν υπάρχει καλύτερη αφορμή για να γράψουμε ένα συνεργατικό γύρω από το εξελληνισμένο junk food, το γνωστό σε όλους μας και ως “Βρώμικο”. Άλλες φορές ετσιάζοντας στην μεταφορική και άλλες στην κυριολεκτική διάσταση της λέξης…
Τσέκαρε αεφέ:
Ο Ντίνος Ρητινιώτης σιχάθηκε αλλά το κατάπιε
Το γουργουρητό από το στομάχι μου; Κάτι ανάμεσα σε ρέψιμο ζέβρας και σε πορδή την οποία νομίζεις για αθώα και όταν τελικά σκάει, ψάχνεις τρύπα να κρυφτείς. Στην τσέπη μου, όλο κι όλο ένα δίευρο. Οι αφραγκίες, όμως, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν δικαιολογία. Ούτε το γεγονός ότι ήταν το μοναδικό ανοιχτό μαγαζί στη γειτονιά εκείνο το βράδυ. Η εντολή από το στομάχι μου, σαφής: Έπρεπε να φάω εκεί και τότε! Εκείνος; Στην άλλη πλευρά του πάγκου. Να με ρωτάει πως το θέλω το σουβλάκι. Το μόνο που ήθελα να του απαντήσω ήταν “ΚΑΘΑΡΟ”. Δεν του το είπα ποτέ. Απλά τον άφησα ανεξέλεγκτο να ασελγεί πάνω στο δικαίωμα ενός αξιοπρεπούς και χορταστικού βρώμικου. Τον είδα να βάζει τη ντομάτα με την ίδια χάρη και ΚΥΡΙΩΣ με το ίδιο χέρι που έδωσε ρέστα στον προηγούμενο πελάτη και δεν μίλησα.Τον είδα ιδρωμένο πάνω από την πίτα που μετά από λίγο θα έμπαινε στο στόμα μου και δεν μίλησα. Τον είδα να αποπνέει μπίχλα από κάθε κύτταρο του κορμιού του, σαπίλα από κάθε μόριο αέρα που εξέπνεε. Κι όχι μόνο δεν μίλησα αλλά το έφαγα. Με δισταγμό και σιχασιά στην αρχή, ορεξάτος και φουριόζος στις τελευταίες μπουκιές. Ντρέπομαι που το μοιράζομαι, απλά θέλω να ρωτήσω: Αν δεν είναι αυτή η αδιευκρίνιστη μαγεία του βρώμικου, τότε ποια;
Ο Νίκος Ράπτης την πάτησε από δικό του άθρωπο
Σχέση αγάπης, καψούρας και εμπιστοσύνης. Βλέπετε, τόσα χρόνια σε γήπεδα και σε συναυλίες έχω πάρει το κολάι και εμπιστεύομαι τα “βρώμικα” τυφλά (νταξ, αν δω κανέναν Μίκυ πάνω δεν το παίρνω). Ωστόσο, μια φορά και μόνο έχω μαρτυρήσει. Παίζει ο Θρύλος Ευρωλίγκα και κατεβαίνω να δω το μπασκετάκι μου, άλλα με την ευκαιρία να φάω και τη βρωμιά μου. Παρένθεση, κλασικά η μυρωδιά της πιάνει με το που βγάλεις το πόδι σου από το βαγόνι. Τότε, λοιπόν, τυχαίνει και πετυχαίνω γνωστό μου να ψήνει. Από το χωριό! Αίμα μου! Χωρίς δεύτερη σκέψη το βουτάω και το χλαπακιάζω σαν κύριος κι έπειτα… Κάθε πεταχτάρι του Πρίντεζη και ένα κοιλιακό μπουρδούκλωμα! Τουαλέτα δεν παίζει να πήγαινα, καθώς η πιο καθαρή στο ΣΕΦ παίζει να ‘χει κροκόδειλο του Σουδάν μέσα. Έφτασα σπίτι και οι καταθέσεις στη λεκάνη μου ξεπέρασαν και αυτές ενός γνήσιου πασοκτζή το 1985. Το μόνο καλό της υπόθεσης, είναι ότι ο συγχωριανός με έκανες να ξεχάσω το “γλέντι” που μας έκανε εκείνη την ημέρα η ομάδα του Τζόρτζιο Αρμάνι.
Ο Κώστας Μανιάτης ξέρει που μένει ο ψήστης…
Μεταφερόμαστε πίσω στον χρόνο και πάμε στο 2003, σε ένα καλοκαίρι γεμάτο ιδρώτα και πατσοκοίλια, που με βρίσκει στη Θεσσαλονίκη να κάνω πρακτική σε μία εφημερίδα. Η δουλειά ήταν απέναντι από τον σταθμό των τρένων και στον γυρισμό μου για το σπίτι, σταμάτησα εκεί για να φάω σε ένα σουβλατζίδικο που το σιχαίνονταν μέχρι και οι μύγες. Η πίτα που μου φέρανε ήταν φουλ στο ξεραμένο λάδι, είχε περάσει μέσα στα σωθικά της και ήταν σαν μπαγιάτικο λιπαρό τηγανόψωμο, πιο κρύο κι απ’ τον θάνατο. Το λίπος που αποκάλεσε «γύρο» ο μαγαζάτορας το έφαγα ξαναζεσταμένο, γιατί έκανε μπαμ ότι είχε ψηθεί σε μια πολύ μακρινή εποχή, τόσο μακρινή που ούτε ο Ρόμπερτ Μπαράθεον δεν πρέπει να είχε ρίξει ακόμα τον Τρελό Βασιλιά απ’ τον θρόνο του. Κάθε μπουκιά και αηδία. Κάθε μασούλημα και μια απέχθεια για τον εαυτό μου. Όμως και τα δύο πιτόγυρα τα έφαγα και στο σπίτι ξέρασα και παραλίγο να μου μείνει και τικ απ’ τις συνεχείς αναγούλες που ένιωθα για μια βδομάδα.
Και στο Άγιον όρος να είσαι σουβλατζή, η ψυχή σου δεν σώζεται, να το ξέρεις.
Ο Πέτρος Ντόκος με τα υψηλά τα στάνταρντς
Μια ζωή μου έλεγαν να ταξιδεύω. Ανοίγει η κοιλιά λένε και κάτι τέτοια σχετικά. Τι καταλάβανε; 30 χρόνια μετά, ο δυτικός κόσμος παίζει σε φώτοαλμπουμ (μπλιαχ) με μένα σταθερό στα 88 κιλά (έλεος). Λίγο πιο όμορφος κάθε χρόνο που περνάει. Ναι, δεν ξενυχτώ κι αν αυτό το θεωρείς βρώμικο, να το ξεχάσεις. Κάθετι κοιλιόδουλο παραμένει αμαρτωλό από την ώρα που θα δει τον munchie τούτο κόσμο μέχρι την τελετή που θα το οδηγήσει στο μικρό σου κοιλάκι. Μια μέρα ξύπνησα στο ΛΑ. Ξέρεις αυτές τις “όχι πάλι γραφείο ρε πούστη μου!”, μπήκα στα αμάξι να κατέβω στην πόλη, πήρε μόνο 40 λεπτά και 0 θερμίδες. Κατέβηκα στην κεντρική αγορά των Καλιφορνέζων αστέρων, πήρα την πρώτη πουτάνα και τελείωσα αμέσως. Σαν το “Egg Slut” δεν υπάρχει. Ένα briochακι ένερτζι πακ σε Σούπερ Μάριο Μπρος, τραγανά σουρεαλιστικό, με το καλύτερο μπέικο του πλανήτη στη μεσούλα του και το πιο τρυφερό ζυμαράκι να σου διεγείρει το κοιλί. Να σου λέει “Πάρε άλλο ένα τουριστάκο, τέτοιο δεν θα ξαναφάς”.
[Σημείωση Provocateur: Όπως καταλάβατε, δεν κατάλαβε τι του ζητήσαμε να γράψει.]
O Νίκος Μπόβολος και η σουβλακερί του τρόμου
Όταν ήμανε μικρότερος και με ταΐζανε οι γονείς, περίπου μία φορά την εβδομάδα παραγγέλναμε σουβλάκια. Αλλά όχι από όπου να’ναι. Πάντα από το ίδιο. Εκεί τη φάση την ήλεγχε ο κύριος Λάμπρος. 50άρης, κοιλούμπα, μόνιμα ιδρωμένος, με μια μπύρα δίπλα του. Έβαζε με το χέρι (μαύρο νυχάκι, που προφανώς είχε κάνει το ταξίδι του σε όλο το κορμί του κύριου Λάμπρου) τον γύρο μέσα στην πίτα ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ χωρίς γάντια. Έπαιρνε μια πετσέτα, σκούπιζε ιδρώτα και μετά με την ίδια πετσέτα πέρναγε κι ένα χεράκι τον πάγκο που ακουμπούσε τα υλικά. Οι πίτες πάνω σε εστία με λάδι που το περνούσαν με μια σπάτουλα για να φύγει και να πάει σε ένα μπολ. Το οποίο μετά τηγάνιζε πατάτες. Αυτό το κλισέ για τη βρωμιά που παίζει στις ταινίες; Ε, αυτό! ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟΝ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΛΟΓΟ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΣΟΥΒΛΑΚΙ ΠΟΥ ΕΧΩ ΦΑΕΙ ΠΟΤΕ.
ΥΓ: Με ένα πιτόγυρο υγειονομικά ελεγχόμενο ανά χείρας, περιμένουμε να διαβάσουμε και τις δικές σου εμετικές ιστορίες.