Σύριγγες. Αίμα. Άσπρες ποδιές. Μυρωδιά γιατρίλας. Παπούτσια crocs να περιφέρονται στους διαδρόμους. Χώρος αναμονής. Λευκοί τοίχοι. Σούπες, κοτόπουλο και μήλα. Αν πάνω στο άκουσμα αυτών των στοιχείων, σου ήρθε τάση για λιποθυμία και εμετό, τότε και μόνο μπορείς να νιώσεις 100% τη φοβία μου. Επειδή αυτή η νοσοκομειοφοβία που θα σου περιγράψω με κρατάει πίσω σε πολλά πράγματα, που δεν αφορούν μόνο την υγεία. Απ’ το να πας να δώσεις αίμα, μέχρι το πιο απλό, που είναι η απλή επίσκεψη σε φίλο σου που είχε ατύχημα.
“Aν χρειαστεί να επισκεφτώ ένα νοσοκομείο, είμαι σίγουρος ότι δεν θα βγω ζωντανός από εκεί μέσα”, τάδε έφη όχι κανένας πιτσιρικάς, αλλά ο πρώην πρόεδρος της Αμερικής, Ρίτσαρντ Νίξον. (Έπρεπε να βάλω τα λόγια ενός πλανητάρχη στον πρόλογο, για να μη με τιμήσετε στα σχόλιά σας με επίθετα όπως: “χέστη”, “κοτάρα”, “φλώρε” κλπ.)
Έχοντας μεγαλώσει μ’ έναν αδελφό, που σουλατσάρει στα νοσοκομεία με το ίδιο coolness, σαν να βόλταρε σε προποτζίδικα, άργησα να ανακαλύψω την φοβία μου. Έλεγα, εντάξει με τον καιρό θα μου περάσει κι εμένα, απλά μπορεί να είμαι λίγο δειλός. Οι δικοί μου με θεωρούνε παράλογο, ενώ όταν το εξηγώ σε φίλους, συχνά καταλήγω να ακούω: “Έλα ρε χέστη, δεν θα σε σφάξουν κιόλας“. Κι όμως αδελφέ μου, στα μάτια μου ο γιατρός θυμίζει χασάπη, χωρίς βέβαια να τείνω να υποβαθμίσω την ιδιότητά του… ως χασάπη.
Το πρώτο και δυσκολότερο σύμπτωμα που έχω να αντιμετωπίσω είναι το τρέμουλο στα πόδια. Όταν βρίσκομαι στο επισκεπτήριο θέλω συνέχεια να είμαι καθιστός, καθώς τα πόδια μου τρέμουν σαν δυο τσιπούρες που έβγαλε από το νερό κάποιος σκατόψυχος ψαράς και ο ιδρώτας έχει αγγίξει το πάτωμα. Και δεν χρειάζεται να είμαι απαραίτητα εγώ ο ασθενής. Μόνο που κάνω εικόνα τον σταυρό στην είσοδο, στο μυαλό μου ακούγονται δυο φωνές: Η μία από ένα διαβολάκι που λέει “θα πεθάνεις σήμερα” και η άλλη από ένα αγγελάκι που λέει “δεν ακούς τι σου λέει ο μαλάκας; Δίκιο έχει”.
Βιωματικό ALERT: Γενικά, με την εξέταση αίματος τα πάω καλά. Μόνο με αυτήν. Ωστόσο, πριν ένα δίμηνο περίπου, σε δημόσιο νοσοκομείο, ο Νικολής ένα ψηλό παλικάρι ωσάν τον Ψηλορείτη, πήγε να του πάρουν το πολύτιμο αιματάκι του. Τότε ο Νικολής χλώμιασε και… ΤΕΖΑ. Βλέπετε, είχε πανικοβληθεί από τα φορεία, τους τραυματιοφορείς και τους -σχεδόν- ημιθανείς ηλικιωμένους που χάζευε πριν την εξέταση. Το αποτέλεσμα; Ένας χρεμανταλάς 21 χρονος να κρεμιέται από το χέρι της μαμάκας του και να τρέμει.
Κι εκεί που το πόδι μου κουνιέται σαν να παίζεις ντραμς, ακολουθεί η ταχυκαρδία και η γρήγορη αναπνοή. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά, που την ακούω και η αναπνοή γίνεται τόσο γρήγορη, που όταν κάνω να μιλήσω γλωσσεύω ελλεεινά την μπέρδα μου και κάνω σαρδάμ. Και η πλάκα είναι, ότι και επίσκεψη να πάω, τα ίδια προβλήματα θα συναντήσω, ρίχνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο κι άλλο την ψυχολογία του πονεμένου. Γι’ αυτό και πολλές φορές έχω φτάσει μέχρι το προαύλιο νοσοκομείου, κοιτάζοντας δειλά την πόρτα και “όπου φύγει φύγει”.
Από την αλλη, αν μπω μέσα για ένα απλό τσεκ απ, αντρίκεια και θαρραλέα σκέφτομαι κι εγώ όπως ο Νίξον, τον ΘΑΝΑΤΟ, ενώ προσπαθώ να σκαρφιστώ μια οποιαδήποτε δικαιολογία για να φύγω από το προσωπικό μου κολαστήριο. Δεν θέλω να βλέπω σύριγγες, αίμα και ούρα. Παράλογο είναι; Και σίγουρα αν υπάρχει κόλαση και παράδεισος, η κόλαση θα περιέχει αυτό το τρίπτυχο. Συν τον σατανά, που φοράει άσπρα και έχει ένα στυλό στο πέτο.
Και για να τελειώνει η πλάκα με την νοσοκομειοφοβία. Ένας άνθρωπος που ουρλιάζει πριν δει γιατρό, δεν είναι ούτε φλώρος, ούτε κότας, ούτε χρειάζεται ψυχανάλυση. Απλά γεννήθηκε με μία φοβία. Που όπως έχει δείξει ο χρόνος δεν διαγράφεται, αλλά ίσως να επουλώνεται.
(Σκουπίζω τον ιδρώτα μου)