“Προτιμώ έναν γνήσιο Δολοφόνο από έναν επιτυχημένο γιατρό. Το ότι ένας Δολοφόνος μπορεί, ταυτόχρονα, να ’ναι ένας γλυκύτατος άνθρωπος είναι γνωστόν τουλάχιστον από την εποχή που ο Ντοστογιέβσκι εδημοσίευσε το Έγκλημα και Τιμωρία. Η αστική κοινωνία αυτοθαυμάζεται. Ο Δολοφόνος, ο Πούστης, ο Κλέφτης, η Πουτάνα, σπάνε τον καθρέφτη”.
Τον Ηλία Πετρόπουλο τον γνώρισα κάνοντας την πτυχιακή μου εργασία πάνω στα ρεμπέτικα. Και λέγοντας “τον γνώρισα”, εννοώ έμαθα γι’ αυτόν, διάβασα γι’ αυτόν και ύστερα διάβασα και κάποια απ’ τα βιβλία του. Από κοντά δεν θα μπορούσα να τον γνωρίσω, είχε πεθάνει 3 χρόνια πριν αποφασίσω ότι πρέπει να σταματήσω να κοροϊδεύω τον κόσμο και να πάρω πτυχίο. Είχε πεθάνει το 2003 στο Παρίσι, όπου ζούσε αυτοεξόριστος – καμία σχέση με την αστεία αυτοεξορία τύπου Καραμανλή – και τελευταία του επιθυμία ήταν να σκορπίσουν τις στάχτες στον υπόνομο.
Όπως και έγινε.
Τι ακριβώς όμως ήταν ο Ηλίας Πετρόπουλος; Αλήθεια μπορεί κανείς να τον προσδιορίσει; Θυμάσαι στα “Φθηνα Τσιγάρα” όπου ο Ρένος Χαραλαμπίδης αυτοχαρακτηριζόταν ως “συλλέκτης στιγμών”; Ίσως και για τον Πετρόπουλο να μπορούσαμε να πούμε κάτι παρόμοιο, ότι ας πούμε ήταν ένας “συλλέκτης όλων αυτών που οι υπόλοιποι υποτιμούσαν και προσπερνούσαν”.
Κορυφαίο παράδειγμα; Το ρεμπέτικο.
Τη δεκαετία του ’50 ο Ηλίας Πετρόπουλος ξεκίνησε την μεγαλύτερη έρευνα που έχει γίνει μέχρι σήμερα για τα ρεμπέτικα τραγούδια, μιλώντας με δεκάδες εναπομείναντες προπολεμικούς μάγκες, ρεμπέτες και μαχαιροβγάλτες (σερέτες), συλλέγοντας φωτογραφίες και δίσκους, σώζοντας υλικό που εκείνη την εποχή η ελίτ της διανόησης τα θεωρούσε σκουπίδια (και αυτήν την ελίτ ο ίδιος θα συνέχιζε να τη περιφρονεί μέχρι να πεθάνει). Υπάρχουν ρεμπέτες που αν σήμερα ξέρουμε πως έμοιαζαν οφείλεται στο γεγονός ότι ένας παθιασμένος δημοσιογράφος αποφάσισε να εμβαθύνει στην αγάπη του για τη μουσική που του ’χε μάθει ο πατέρας του και να βγάλει το έργο-ορόσημο “Ρεμπέτικα Τραγούδια”…. Πιτσιρικάς στη Θεσσαλονίκη ο Πετρόπουλος, άκουγε τον πατέρα του να του λέει να κλείσει τα παράθυρα και να βάλει τον Μάρκο στο γραμμόφωνο χαμηλόφωνα, για να μην τους πάρουν χαμπάρι οι γείτονες. Και αυτό τον στιγμάτισε τόσο, όσο και το γεγονός ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε το ’44 χωρίς να βρεθεί ποτέ το πτώμα του.
Και ήταν ο Ηλίας Πετρόπουλος αυτός που ταξινόμησε, φίλτραρε και παρουσίασε ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ αυτό το τραγούδι, αποφεύγοντας όμως την ακαδημαϊκή γλώσσα και διατηρώντας την ιδιαίτερη αιρετική του ματιά.
Η έκδοση του βιβλίου το 1968 τον οδήγησε στη φυλακή, αλλά όπως ο ίδιος θα πει αργότερα:
“Το βιβλίο μου για τα ρεμπέτικα μου κόστισε μια πεντάμηνη φυλάκιση και ένα ωραίο διαζύγιο. Η φυλακή και το διαζύγιο, μου χάρισαν την ελευθερία μου”.
Η επόμενη φυλάκιση θα ερχόταν 4 χρόνια μετά, όταν πάλι μέσα στη χούντα θα τυπώσει τα “Καλιαρντά”, το πρώτο παγκοσμίως λεξικό για την γλώσσα των ομοφυλόφιλων, ένα έργο που εκείνη την εποχή θα προκαλέσει σάλο.
Ο Πετρόπουλος θα συχνάζει για μήνες στα στέκια τους, θα κερδίσει την εμπιστοσύνη τους και θα τους καλεί σπίτι του, δείχνοντάς τους για ώρες τυχαίες λέξεις από το λεξικό και ζητώντας να του τις μεταφράσουν στη δική τους αργκό.
Το 1975, κουρασμένος απ’ τις συνεχείς διώξεις εναντίον του θα μετακομίσει μόνιμα στο Παρίσι, όπου θα συνεχίζει να γράφει και να δουλεύει, όπως έλεγε και ο ίδιος, 365 μέρες τον χρόνο συνεχόμενα.
Προσωπικά, το πρώτο του έργο που διάβασα ήταν το “Τούρκικος καφές εν Ελλάδι”, ίσως το πιο ανώδυνο από όλα τα βιβλία του από άποψη ύφους και γλώσσας, ίσως και θεματολογίας θα έλεγε κάποιος (“σιγά, για τον καφέ μιλούσε ρε φίλε”). Ωστόσο, ήταν πολύ σημαντικό για τον ίδιον, καθώς ήταν μία από τις πιο άρτια καταρτισμένες του προσπάθειες να αποδείξει ότι η επιρροή των Τούρκων πάνω μας ήταν πολύ μεγαλύτερη και πιο πολύπλευρη από όσο μας δίδαξε ποτέ το επίσημο κράτος.
Το 1979 κυκλοφόρησε ίσως το κλασικότερο του έργο, το “Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη”, όπου ταξινομούσε όλα τα είδη κλεφτών, την ηθική τους, τους τρόπους δράσης τους και την ιστορία τους στον ελληνικό χώρο. Και δεν εννοούμε κλέφτες με την έννοια εκείνου του τύπου που γυρίζει πάνω στα βουνά και πολεμάει τους Τούρκους, αλλά εκείνον του διαρήκτη και του “λαχανά”.
Τσέκαρε τα είδη κλεφτών σύμφωνα με το βιβλίο του.
Και φυσικά και αυτό είχε την τύχη που είχαν και τα προηγούμενα βιβλία του. Απαγορεύτηκε και σε επόμενες εκδόσεις βιβλίων του, ο συγγραφέας έγραφε με καμάρι στα οπισθόφυλλά τους, τις διώξεις που είχε υποστεί.
Το έργο που άφησε πίσω του είναι ανεκτίμητης αξίας. Για τους περισσότερους ξεχωρίζουν τα “Της Φυλακής”, “Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες”, “Το άγιο χασισάκι”, η “Ιστορία της καπότας”, “Υπόκοσμος και Καραγκιόζης”, το “Μπουρδέλο” και “Η φουστανέλα”, ένα έργο στο οποίο κατηγορεί το ελληνικό κράτος ότι οικειοποιήθηκε την εθνική φορεσιά της Αλβανίας.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος ήταν κυρίως ένας λαογράφος του άστεως, ένας παρατηρητής του υπόκοσμου που μάλιστα τον θεωρούσε μία ξεχωριστή κοινωνική τάξη, την ανθεκτικότερη όπως έλεγε, καθώς αντέχει επί αιώνες να καταπλακώνεται απ’ τον υπόλοιπο κοινωνικό όγκο (όπως δείχνει και το διάγραμμά του).
Ο συγγραφέας που αποτύπωσε το περιθώριο ρεαλιστικά (αλλά σίγουρα και με μια μικρή δόση θαυμασμού) ήταν ο πρώτος Έλληνας που κατάφερε το 1972 να γράψει στην αστυνομική του ταυτότητα την λέξη “άθεος”. Απ’ την άλλη, ήταν και εκείνος που θα περιδιαβεί τα νεκροταφεία της χώρας, προκειμένου να εκδώσει ένα συνολικό έργο γύρω από τους τάφους και τα “πεθαμενατζίδικα”. Ωστόσο, δεν θα προλάβει να δει το έργο του τυπωμένο, καθώς το λεύκωμα “Ελλάδος Κοιμητήρια που φιλοτέχνησε και επιμελήθηκε σχεδόν μέχρι τέλους, τυπώθηκε δυο χρόνια μετά τον θάνατό του. Ωστόσο, μέσα του υπάρχουν οι χειρόγραφες σημειώσεις του, ώστε να ξέρεις τι να “θαυμάσεις” αν κάποια φορά σουλατσάρεις προς τα μέρη που σου υποδεικνύει.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε μία μέρα σαν χθες, το 1928 και έσωσε ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού που τα πανεπιστήμια θα το είχαν αφήσει να ξεχαστεί για πάντα.
Δεν υπάρχει άλλη αντίστοιχη περίπτωση με τη δική του στη χώρα μας. Αναρχικός, λάτρης της τσοντάδικων και των φυλακόβιων, έγραφε και κάθε λέξη του ήταν “πετριά στο κεφάλι”, όπως θα πει κάποια στιγμή ο φίλος του, Νίκος Κοεμτζής. Και έζησε τη ζωή του έντονα, ελεύθερα και παθιασμένα ως το τέλος. Άλλωστε όπως είχε γράψει και ο ίδιος “την ηδονή την γεύεσαι. Δεν την αποστηθίζεις σαν τα τσιτάτα του Μαρξ”.