Μπορεί να έλκω την καταγωγή μου από τη Μακεδονία, αλλά απολαμβάνω την ευλογία και την τιμή, η πλευρά της μητέρας μου να ψάχνει τις ρίζες της στα υψίπεδα έξω από την Τραπεζούντα.

Εκεί κάποτε οι παππούδες μου έστηναν πανηγύρια στα «παρχάρια». Με λύρες και με νταούλια, τραγουδούσαν δακρυσμένοι για τη Ρωμανία που «κι’ αν επέρασεν ανθεί και φέρει κι’ άλλο».

Εκεί πιανόντουσαν σφιχτά από το χέρι συγγενών και συγχωριανών και έσερναν τον Πυρρίχιο. Τον πιο λεβέντικο και αρχαιοπρεπή χορό της ελληνικής τραγουδοποιίας.


Εκεί άκουγαν τον «ποπά» να ψέλνει ύμνους προς την δική τους την Παναγιά, που από το όρος Μελά καμάρωνε -αιώνες πολλούς- τα παιδιά της να μεγαλουργούν μπροστά στα μάτια της.

Αλλά τι να σου κάνει και η Σουμελλιώτισσα, όταν παίρνει το πάνω χέρι το ανθρώπινο μίσος; Σαν κι αυτό που ξέσπασε με μανία στα κεφάλια των ακριτών του Πόντου κατά την περίοδο 1914-1923. Εννιά χρόνια ήταν αρκετά για να αναγκαστούν να αποχωριστούν τα χώματα εκείνα τα οποία έσπερναν, θέριζαν και θάβονταν νομοτελειακά οι πρόγονοί τους εδώ και τρεις χιλιετίες.


Κι όλα αυτά, στο όνομα μιας παράλογης πολιτικής στρατηγικής: Αυτήν της εθνοκάθαρσης και του εκτουρκισμού των περιοχών της Μικράς Ασίας και του Πόντου, που προώθησαν και έφεραν τελικά εις πέρας οι Νεότουρκοι υπό την ηγεσία τους Κεμάλ Ατατούρκ και του Τοπάλ Οσμάν.

Περισσότεροι από 353.000 οι νεκροί.
 

Κι έκτοτε, το διαρκές μοιρολόι από τις μνήμες της κτηνωδίας, το «φορτώθηκαν» με ευθύνη οι ξεριζωμένοι στα βάθη της Ανατολίας, την ΕΣΣΔ και τη μητέρα Ελλάδα.

Και το μοιρολόι κάθε χρόνο τέτοια μέρα, ανανεώνεται πένθιμο και δοξαστικό ταυτόχρονα. Γιατί η τρίτη και η τέταρτη γενιά που ακολούθησε τα θύματα της γενοκτονίας, δεν ξεχνούν πως η θυσία των παππούδων τους πέρα από καημός, υπήρξε και ο σπόρος για να απλωθεί ο ξεσπιτωμένος ποντιακός ελληνισμός και να μετουσιώσει σε ματωμένη πραγματικότητα το ρητό: Πόντος πουθενά κι όπου γης, Πόντος