Μια φτασμένη σταρ του κινηματογράφου της οποίας το σέξινες χτυπάει κόκκινο. Ο υπουργός Προπαγάνδας του ναζιστικού καθεστώτος Γιόζεφ Γκέμπελς. Ένας αιμοσταγής Κροάτης μοναχός. Κι ένας καλοπερασάκιας ντετέκτιβ που αρέσκεται να μπλέκει σε μπελάδες.
Μη σπας το κεφάλι σου για να βρεις κοινά ανάμεσα στους τέσσερις αυτούς φαινομενικά ασύνδετους χαρακτήρες. Θα ήταν καλύτερα να το χρησιμοποιήσεις για να βρεις τρόπο ώστε να βάλεις όσο πιο άμεσα γίνεται στη βιβλιοθήκη σου την “Γυναίκα από το Ζάγκρεμπ” (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση Ιλάειρας Διονυσοπούλου). Ένα βιβλίο που κάνει ερωτεύσιμη τη νουάρ λογοτεχνία ακόμη και για αναγνώστες που δεν το έχουν καθόλου με το είδος. Όπως εγώ, για παράδειγμα.
Τα είχαμε ξαναπεί, άλλωστε, πριν από λίγο καιρό. Στην παρουσίαση ενός άλλου βιβλίου του Philip Kerr, στη “Φλόγα που Σιγοκαίει“: Ο Μπέρνι Γκούντερ, ο ιδιόρρυθμος αυτός αστυνόμος που έχει αφήσει εποχή μέσα από την πένα του Kerr, είναι το ανθρωπότυπο του “κολλητού” που θα ευχόσουν να μοιράζεσαι στιγμές και ιστορίες. Μια τυπάρα με τα όλα της, οι ατάκες και η φιλοσοφία ζωής της οποίας σε κάνουν σε πολλές περιπτώσεις να αναρωτιέσαι σε ποιον θεό να λογοδοτεί ο επιθεωρητής με τη συσσωρευμένη κυνική ιδιοφυία.
Αν και εδώ που τα λέμε, από τη δράση του στο 10ο βιβλίο με πρωταγωνιστή τον ίδιο, δεν προκύπτει ότι είναι ιδιαίτερα θεοσεβούμενος ή θεοφοβούμενος…
ΟΚ, θα μου πείτε πως στα καθήκοντα ενός επιθεωρητή του τμήματος ανθρωποκτονιών δεν συμπεριλαμβάνεται η λογοδοσία σε μεταφυσικά όντα. Η εξιχνίαση μιας υπόθεσης που του έχει ανατεθεί, αρκεί. Έλα, όμως, που ο Γκούντερ στην ιστορία που συγκροτεί τη “Γυναίκα από το Ζάγκρεμπ” όχι μόνο δεν εξιχνιάζει, αλλά φροντίζει να συγκαλύπτει και καταστάσεις που σε φυσιολογικές συνθήκες θα έφερναν σε πλήρη αμηχανία έναν αστυνομικό…
Μια καλή δικαιολογία για τον “αντιεπαγγελματισμό” του Γκούντερ φαντάζει η εξής: το να ψάχνεις να βρεις φυσιολογικές συνθήκες στην Ευρώπη που μαστίζεται από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ή -ακόμα πιο συγκεκριμένα- στη Γερμανία όπου μεσουρανεί ο Εθνικοσοσιαλισμός, είναι σαν να ψάχνεις λογική στην σύγχρονη ελληνική πολιτική σκηνή. Εκεί όπου η μυρωδιά του θανάτου έχει ποτίσει κάθε ευρωπαϊκή γωνιά, η συγκάλυψη μίας ακόμη δολοφονίας φαντάζει στο μυαλό του Γκούντερ ως αθώα παιδική σκανταλιά.
Και το στόρι πάει κάπως έτσι…
Την τελευταία θα την διαπράξει με μεγάλη ευχαρίστηση, όσο αντιφατική κι αν είναι η συγκάλυψη ενός φόνου από έναν αστυνομικό. Καλό δεν είναι να ξεχνάμε, πάντως, ότι οι αντιφάσεις αποτελούν τον πυλώνα της ζωής του συγκεκριμένου αστυνομικού: πώς αλλιώς να εξηγήσεις ότι μιλάμε ουσιαστικά για έναν αντι-Ναζί που συναναστρέφεται κι εργάζεται για τους Ναζί; Και όχι όποιους κι όποιους, αλλά με τους υψηλόβαθμους. Τον Γκέμπελς ας πούμε. Αυτός είναι που του ζητά μια χάρη: Να ψάξει, να βρει και να πείσει την καλλονή ηθοποιό Ντάλια Ντρέσνερ να επιστρέψει στα κινηματογραφικά στούντιο της UFA, προκειμένου να πρωταγωνιστήσει στη νέα του ταινία.
Και θα τη βρει. Αναθεματίζοντας την ώρα και τη στιγμή. Βλέπετε, τα δίχτυα της είναι τόσο γερά και θελκτικά που μπορούν να παγιδεύσουν ακόμη κι ένα αρσενικό σαν τον Γκούντερ.
Η γνωριμία τους και η επιθυμία της να βρεθεί ο -κάπου στην Κροατία χαμένος- πατέρας της (προϋπόθεση που θέτει για να αποδεχθεί την πρόταση του Γκέμπελς), είναι αυτή που σηματοδοτεί μια σειρά από περιπέτειες και ίντριγκες, στις οποίες εμπλέκονται υψηλόβαθμα στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος, συμμαχικοί -και όχι μόνο- κατάσκοποι, Ελβετοί των οποίων η ουδετερότητα ελέγχεται, Κροάτες μοναχοί που εγκαταλείπουν τα ράσα για να κόψουν κεφάλια Σέρβων…
Αλλόκοτες καταστάσεις μιας εξίσου αλλόκοτης εποχής, σε ένα μυθιστόρημα που ακροβατεί ανάμεσα στο νουάρ και την ιστορία. Και στην τελική, ένας κεντρικός ήρωας που δεν έχεις άλλη επιλογή από το να λατρέψεις…