Μία ποδοσφαιρική μπάλα. Μία καλά κουρδισμένη κιθάρα. Μία νταφού και μία Αγία Γραφή. Αυτά τα 4 χρειαζόταν ο Μπομπ για να νιώθει ευλογημένος. Τραγούδησε για την Ειρήνη, έγραψε για την Αγάπη, έριξε μούντζα στον ρατσισμό.
Μία μέρα σαν την σημερινή, λοιπόν, πριν από 35 χρόνια, έφυγε από τη ζωή ο τραγουδιστής, ο οποίος δημιούργησε το δικό του μουσικό κίνημα ξεσηκώνοντας μία ολόκληρη γενιά μέσα από την Reggae.
«Ο πατέρας μου ήταν λευκός και η μητέρα μου μαύρη. Με φωνάζουν μιγά ή κάπως έτσι. Δεν είμαι σε καμία πλευρά. Ούτε στην μαύρη, ούτε στην λευκή. Είμαι στην πλευρά του Θεού», αυτό είχε δηλώσει κάποτε ένας από τους καλλιτέχνες που πάλεψε πολύ για την ισότητα και την ειρήνη. Γιατί ο Bob Marley είχε μάθει από μικρός τι εστί ρατσισμός και μάλιστα από όλες τις πλευρές, καθώς βρισκόταν στο στόχαστρο και των λευκών και των μαύρων.
Γεννημένος στις 6 Φεβρουαρίου 1945 στη Τζαμάικα από λευκό πατέρα και μαύρη μητέρα, ο Marley πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Οι μεγαλύτεροι τον χτυπούσαν και αναγκάστηκε να γυμναστεί πολύ ώστε να τους αντιμετωπίσει. Άφησε το σχολείο στα 14, άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές, ενώ ηρεμία έβρισκε μόνο στη μουσική. Και αυτή έγινε το όπλο του για να εκφράσει τις σκέψεις του.
Από το 1963 μαζί με τους Bunny Livingston, Peter McIntosh, Junior Braithwaite, Beverley Kelso και Cherry Smith δημιούργησαν ένα ska group, που έγινε γνωστό ως “Wailers”. Και τότε ήταν που ξεκίνησε η μεγάλη του πορεία. Παράλληλα συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα της reggae σκηνής, έγινε μέλος του Ρασταφαριανού κινήματος, ενώ ηχογράφησε και πολλά γνωστά κομμάτια, όπως τα «Get up, Stand up» και «I Shot The Sheriff».
Δεν έκρυψε ποτέ την επιθυμία του για ισότητα ανάμεσα στους κατοίκους αλλά και τις πολιτικές παρατάξεις στη Τζαμάικα και συμμετείχε σε ειρηνικά φεστιβάλ, με αποτέλεσμα να δεχθεί επίθεση ουκ ολίγες φορές.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη στιγμή του ήρθε το 1977 με την κυκλοφορία του «Exodus» – ένα άλμπουμ που έμεινε στην κορυφή των Βρετανικών charts για 56 εβδομάδες και το 1999 ονομάστηκε ως Άλμπουμ του Αιώνα από το περιοδικό Time.
Την ίδια χρονιά ήταν όμως που διαγνώστηκε κακοήθες μελάνωμα στα πόδια του. Αρνήθηκε τον ακρωτηριασμό, λέγοντας ότι η επέμβαση θα επηρέαζε τον χορό του και σύμφωνα με την πίστη των Ρασταφαριανών το σώμα πρέπει να μένει ανέπαφο. Μέσα στα επόμενα χρόνια όμως ο καρκίνος εξαπλώθηκε σε όλο του το σώμα και στις 11 Μαΐου 1981 άφησε την τελευταία του πνοή.
Ωστόσο, πίσω του άφησε μερικά κομμάτια, που έγραψαν Ιστορία, καθώς η φήμη του απογειώθηκε μετά τον θάνατό του. Και ακόμα και σήμερα είναι το μεγαλύτερο σύμβολο και είδωλο στη Τζαμάικα.