Παιδί φτωχής οικογένειας, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης φαινόταν από πολύ μικρός ήδη ότι έχει καλλιτεχνικές τάσεις. Όταν τα αδέρφια του έφυγαν για να πολεμήσουν στο αλβανικό μέτωπο, εκείνος έμεινε πίσω και έπιασε δουλειά ως υδραυλικός. Λίγο αργότερα με μια κιθάρα τραγουδούσε σε ταβέρνες και μικρά καφενεία. Σε ένα από αυτά θα γνωρίσει και τον Βαμβακάρη με τον οποίο αρκετά χρόνια αργότερα θα συνεργαστούν.

Γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου του 1922 και είχε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια λόγω της φτώχιας. Το 1947 φεύγει για τη Μακρόνησο για να υπηρετήσει τη θητεία του ως στρατιώτης στο τάγμα των ανεπιθύμητων. Εκεί θα γίνει η γνωριμία του με τον Μίκη του Θεοδωράκη, μία γνωριμία που έμελλε να αλλάξει για πάντα το ελληνικό τραγούδι. Σύμφωνα με πληροφορίες από το κοντινό περιβάλλον του Μίκη Θεοδωράκη, ο τελευταίος είχε τονίσει πως ο Μπιθικώτσης ως στρατιώτης στο τμήμα μεταγωγών βοηθούσε τους εξόριστους κι έτσι ήρθαν πιο κοντά.
 

 

Ο νεαρός Γρηγόρης έπαιζε μπουζούκι τόσο στις λέσχες αξιωματικών όσο και ανάμεσα στους πολιτικούς κρατούμενους της Μακρονήσου. Ένα από αυτά τα βράδια, τον είδε η Φρειδερίκη και απευθύνοντας του το λόγο θέλησε να μάθει ποιο είναι αυτό το όργανο που αντίκριζε για πρώτη φορά. Ο Μπιθικώτσης της απάντησε πως επρόκειτο για ένα σύγχρονο όργανο με το οποίο διασκέδαζε ο λαός κι εκείνη παρατηρώντας πως το μπουζούκι ήταν σπασμένο, με την επιστροφή της στην Αθήνα του έστειλε ένα καινούργιο για δώρο.

Το προσωνύμιο «SIR» το ανέφερε πρώτος ο Δημήτρης Ψαθάς στα Νέα, περιγράφοντας τον Μπιθικώτση ως εξής: «Ντυνόταν κομψά και έλεγε καλά τραγούδια». Ωστόσο υπήρξε κι ο χαρακτηρισμός «μανάβης» που του προσέδωσε υποτιμητικά ο Στέλιος Καζαντζίδης. Ο Μίκης πρότεινε να κάνει το «Άξιον Εστί» με δύο λαϊκούς τραγουδιστές, τον Μπιθικώτση και τον Καζαντζίδη. Όταν αυτή πρόθεση έγινε γνωστή στον Καζαντζίδη εκείνος είπε χαρακτηριστικά: “Μαέστρο, αν είναι και ο μανάβης, εγώ δε μπορώ να συμμετέχω”. Έτσι το έργο του Θεοδωράκη έγινε με έναν τραγουδιστή.

Ενώ η φιλία του και οι συνεργασίες του με τον Μίκη Θεοδωράκη είναι πλέον πραγματικότητα και δείχνουν να έχουν μεγάλη απήχηση στον κόσμο, συμβαίνει κάτι που θα διαταράξει τις σχέσεις των δύο αντρών. Ο Μπιθικώτσης «καλείται» (όχι πολύ δύσκολο να φανταστούμε με ποιον τρόπο) να τραγουδήσει στην επέτειο του ενός έτους από την κατάλυση της δημοκρατίας. Δέχεται, και στη φιέστα της δικτατορίας στο νυχτερινό κέντρο «Δειλινά» τραγουδά σε πρώτη εκτέλεση μαζί με τη Βίκυ Μοσχολιού τον ύμνο της χούντας. Στην εκδήλωση συμμετείχαν πολλοί γνωστοί καλλιτέχνες της εποχής (Μαρινέλλα, Γιάννης Πουλόπουλος, Νίκος Σταυρίδης, Ντίνος Ηλιόπουλος, Βίκυ Μοσχολιού, Γιώργος Ζαμπέτας).

 

Λίγες μέρες πριν, ο Θεοδωράκης είχε προειδοποιήσει τον Μπιθικώτση με προσωπική επιστολή προς εκείνον που ανέφερε τα εξής:  

«Γρηγόρη. Διάβασα με κατάπληξη ότι πρόκειται να τραγουδήσεις στα “Δειλινά” τον “Υμνο της Επαναστάσεως”. Νομίζω ότι είσαι αρκετά μεγάλος για να καταλαβαίνεις τι πρόκειται να κάνεις. Πόσες ευθύνες επωμίζεσαι και σε τι σοβαρούς κινδύνους μπαίνεις. Κάθισε σπίτι σου με αξιοπρέπεια. Μην γκρεμίζεις με μια κλωτσιά αυτό που χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια. Μην ακούς τους κερδοσκόπους και τους προσκυνημένους. Μη ρίχνεις στον βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου, που σε λίγο θα ντρέπονται για σένα. Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. Εκεί μπορείς ν’ αρχίσεις μια καινούργια καριέρα. Η Μελίνα σε περιμένει. Γιατί αν εσύ, ο Μπιθικώτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη, γίνεις επίσημος τραγουδιστής της Δικτατορίας τραγουδώντας αυτό το άθλιο κατασκεύασμα, θα πρέπει να ξέρεις ότι θα γίνεις ο πιο αχάριστος και τιποτένιος προδότης που γέννησε ο Λαός μας. Στο όνομα της φιλίας μας και για χάρη της γυναίκας σου, των παιδιών σου και όλων των αμέτρητων φίλων μας, σε ικετεύω να μ’ ακούσεις για τελευταία φορά. Μετά την Πέμπτη θα είναι αργά. Πάρα πολύ αργά». 

Ο Μπιθικώτσης με το έργο του, ως συνθέτη αλλά και ως τραγουδιστή και με τη συνεργασία πολλών μεγάλων καλλιτεχνών, άλλαξε την πορεία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Πέρα από τη διάδοση του λαϊκού τραγουδιού, ο Μπιθικώτσης συνέβαλλε στο να γίνουν γνωστοί σε κάθε γωνιά της χώρας οι μεγάλοι μας ποιητές, σε μια εποχή που στην ελληνική επικράτεια ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού ήταν αναλφάβητο.

Ονόμασε το γιο του Γρηγόρη γιατί ήθελε την ημέρα του θανάτου του, το σπίτι του να μη μείνει χωρίς Γρηγόρη Μπιθικώτση. Έφυγε από τη ζωή μια μέρα σαν σήμερα, στις 7 Απριλίου του 2005 μετά από μια μικρή περίοδο νοσηλείας. Έξω από το νεκροταφείο, εκτός από το πλήθος που ανέμενε για το τελευταίο αντίο, τον περίμενε και μία άμαξα με δύο άλογα. Ένα άσπρο, όπως τα όνειρα που έκανε παιδί κι ένα μαύρο σαν την πικρή του την κατάμαυρη ζωή…