Δεν του άρεσε το επώνυμό του και προσπάθησε από νωρίς να απαλλαγεί από αυτό για να αποστασιοποιηθεί από την οικογένειά του. Δεν του άρεσε, γιατί όπως ο ίδιος είχε δηλώσει «είναι συνυφασμένο με ό,τι εγώ μισώ στη ζωή, το πρακτικό δηλαδή πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο ωφελιμισμό». Έτσι με συνοπτικές διαδικασίες, το «Αλεπουδέλης» έγινε «Ελύτης».  Το επώνυμο με το οποίο έγινε παγκοσμίως γνωστός ο Έλληνας ποιητής, είχε διάφορες ερμηνείες. Η πιο γνωστή αναφέρει πως είναι σύνθεση των λέξεων elite (ελίτ) και αλήτης. Ό,τι ακριβώς θα χαρακτήριζε έναν ποιητή σαν αυτόν.

Τα ποιήματά του μιλούν για την αποθέωση. Την αποθέωση του έρωτα, της ελληνικής φύσης, της ομορφιάς, της θάλασσας και της ελευθερίας που αυτή συμβολίζει. Λεξιπλάστης όσο λίγοι, λυρικός όσο κανείς, ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και συνεχίζουν να μεταφράζονται σε εκατοντάδες γλώσσες.

Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνὸ καμένο
Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ τὸ ἀλάτι 
Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ῥῖγος τῆς καρδιᾶς 
Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς 
Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρὸ ἐφηβαῖο 
Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες 
Σῶμα βαθὺ πλεούμενο τῆς μέρας!

(Σώμα του Καλοκαιριού)


Στα 13 του χρόνια άρχισε να δημοσιεύει, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο, συνεργασίες του στη “Διάπλαση των Παίδων”.

Ακροβατούσε συχνά ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό, όντας κι εκείνος αναποφάσιστος στο δίλημμα μεταξύ ανατολής και δύσης. Με σαφείς επιρροές από τη σουρεαλιστική ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου τον οποίο γνώρισε το 1935, μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον Σάμουελ Μπο-Μποβί το 1940.

Μετέφρασε ξένη λογοτεχνία, συνεργάστηκε με υπερρεαλιστικά περιοδικά και γλίτωσε από θαύμα το θάνατο το 1941 στα Ιωάννινα. Είχε μεταφερθεί εσπευσμένα εκεί από το αλβανικό έδαφος όπου είχε βρεθεί με το λόχο του μετά την επιστράτευσή του ως ανθυπολοχαγού, καθώς έπασχε από κοιλιακό τύφο. Κατά τη διάρκεια της ανάρρωσής του οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Αθήνα.

Πλήθος ποιημάτων του μελοποιήθηκαν από σπουδαίους συνθέτες και θεωρούνται πλέον κλασσικά. Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Μαυρουδής, Μαρκόπουλος ήταν ανάμεσα σε αυτούς που έδωσαν μελωδία σε μερικά από τα ποιήματα του Ελύτη.

 

Ο Ελύτης τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ στις 18 Οκτωβρίου του 1979 με το σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας να αναφέρει μεταξύ άλλων: «(…)για την ποίησή του, που με βάθρο την ελληνική παράδοση περιγράφει με αισθητική δύναμη και υψηλή πνευματική διακριτικότητα, τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για την ελευθερία και τη δημιουργία».

Γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 κι έφυγε από τη ζωή σαν σημερα το 1996, από ανακοπή καρδιάς, για να κάνει ένα ακόμα ταξίδι από τα πολλά που είχε κάνει εν ζωή. Ένα ταξίδι σαν αυτό που είχε περιγράψει πολλά χρόνια νωρίτερα στον «Μικρό Ναυτίλο».
 

«Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ’ ό,τι να ‘ναι: τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο, στην τσέπη μου έναν οδηγό, τη φωτογραφική στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο. Χρυσέ της ζωής αέρα»