Η ποίηση στην Ελλάδα, για αρκετά χρόνια ήταν “προνόμιο” της ελίτ. Ωστόσο με το πέρασμα του χρόνου και με την καθοριστική συμβολή της λαϊκής μουσικής του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι, οι Έλληνες ποιητές και τα έργα τους μπήκαν σε όλα τα σπίτια της χώρας και αγαπήθηκαν από ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες μπορεί να μην είχαν γνωρίσει ποτέ το μεγαλείο τους. 

Η ιστορία του Καββαδία έχει πολλές ομοιότητες και ακόμη περισσότερες ιδιαιτερότητες. Μέχρι και τον θάνατό του το 1975, πολλοί από τους συναδέλφους του ναυτικούς δεν γνώριζαν ότι αυτός είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της χώρας και σίγουρα πολλοί Έλληνες αγνοούσαν την ύπαρξη τόσο του ανθρώπου όσο και του ποιητή Καββαδία. Ωστόσο, 4 χρόνια μετά τον θάνατό του, βγαίνει ο “Σταυρός του Νότου”, μία από τις κορυφαίες δημιουργίες στην ιστορία της Ελληνικής μουσικής. Οι στίχοι του Καββαδία γραμμένοι σε ναυτική αργκό, ντύθηκαν αριστουργηματικά από τη μουσική διάνοια με το όνομα Θάνος Μικρούτσικος και έφεραν στην επιφάνεια το υποτιμημένο μέχρι εκείνη τη στιγμή ταλέντο του ποιητή.

 

Ένα από τα πιο σαφή παραδείγματα της αντιμετώπισης που είχε ο Καββαδίας από τους άλλους ποιητές είναι η συνάντησή του με τον Γεώργιο Σεφέρη. Ήταν τότε που ενώ βρέθηκαν στο ίδιο “ποστάλι” (επιβατηγό μικρών αποστάσεων), ο ένας ως επιβάτης και ο άλλος ως εργαζόμενος, ο Σεφέρης τον απέφευγε συστηματικά. Όταν πλέον έπιασαν στεριά και ο Καββαδίας προσφέρθηκε να τον πάει βόλτα με ένα αυτοκίνητο, οι δύο τους λογομάχησαν με αποτέλεσμα να χωρίσουν οι δρόμοι τους. Αυτό ήταν κι ένα από τα μεγάλα παράπονα του “Κόλλια” όπως τον έλεγαν οι φίλοι του.

Χρόνια αργότερα, ο Καββαδίας αφιερώνει στον Σεφέρη την “Εσμεράλδα”.

 

Λάτρης της θάλασσας και των γυναικών, αναφέρεται συχνά σε αυτές με λόγια ερωτικά, χωρίς να εγκαταλείπει τις ναυτικές ορολογίες. Ο Καββαδίας ήταν ο άνθρωπος που ενώ μιλούσε τη γλώσσα των λίγων, κατάφερε να γίνει κατανοητούς στους πολλούς.

Ύστερα σ’ είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω
Κι εγώ που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα, 
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν’ αγαπήσω

Έχουν εκδοθεί τέσσερις ποιητικές συλλογές του. Το “Μαραμπού” (1933), το “Πούσι” (1947), το “Τραβέρσο” (1975) και “Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα” (2005). Επίσης, έχουν δημοσιευτεί και 3 πεζά. Η “Βάρδια” (1954), το “Λι” (1987) και το “Του πολέμου/Στ’ άλογό μου” (1987).

Το 1995 κυκλοφορεί η ταινία του Marion Hänsel “Between the Devil and the Deep Blue Sea” η οποία βασίστηκε στο “Λι”. Την μουσική της ταινίας υπογράφει ο Wim Mertens.

Σήμερα, 106 χρόνια μετά την γέννησή του, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ποιητές, ενώ έργα του έχουν μελλοποιηθεί και ερμηνευτεί από δεκάδες καλλιτέχνες. Ποιητικές του συλλογές έχουν εκδοθεί σε πολλές χώρες και το έργο του αποτελεί σημείο αναφοράς για τους ναυτικούς όλου του κόσμου.