Αρκετές φορές με απογοήτευσε ο David Bowie. Αρκετές φορές τα τελευταία τριαντατόσα χρόνια, με τις δισκογραφικές του προσφορές. Μετριότητες, επί μετριοτήτων, τα πάντα μετριότητες, συν μια αγωνία να είναι μέσα σε όλα, να είναι προχώ, να ανακαλύπτει σώνει και καλά το νήμα που συνδέει το παρόν με το μέλλον.

Τη μεγαλύτερη ωστόσο απογοήτευση δεν την έλαβα από κάποιο άλμπουμ του. Μου την προσέφερε στο τέλος μιας συνέντευξης. Όταν τον ρώτησα αν είναι γατόφιλος ή σκυλόφιλος. Και μου απάντησε με περηφάνια: «Σκυλόφιλος, φυσικά!» Κόκκαλο εγώ, άρχισα να ψελλίζω κάτι «μα» και «μου», ξεκαρδίστηκε ο Bowie και μου είπε: «Σε ξεγέλασαν τα μάτια μου υποθέτω. Μ’ αρέσουν περισσότερο τα σκυλιά. Κι όχι μόνο τα σκυλιά, αλλά τα μεγάλα σκυλιά!». Και τάβλα ο Ξανθάκης, που περίμενε έναν ύμνο για τα αγαπημένα του γατιά…

Πέρα από πλάκα τώρα και πέρα από γατόσκυλα και απογοητεύσεις, αυτό που έχω να πω σε μια φράση είναι ότι ο Bowie υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της ποπ κουλτούρας ολόκληρης. Τους λόγους δεν έχει νόημα να τους αναλύσω, τους ξέρετε πολύ καλά και να λείπει το δασκαλίκι εκ μέρους μου. Τους λόγους τους έχετε ακούσει, τους έχετε δει, τους έχετε νιώσει ως τα κόκκαλα μέσα, δεν χρειάζονται υποδείξεις και αναλύσεις και ιστορικές αναδρομές. Στο κάτω κάτω της γραφής, γι’ αυτό υπάρχει το Γουίκι, για να μη χάνουμε το χρόνο μας με τα τετριμμένα.

Οπότε; Οπότε εδώ που είμαστε υπό το κράτος του αναπάντεχου, υπό το κράτος του σοκ, μπορώ απλώς να συνεισφέρω μερικές φράσεις από την πρώτη μου συνέντευξη με τον Bowie. Την δεύτερη (αμφότερες για λογαριασμό της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας»), προτιμώ να την ξεχάσω γιατί βαριότανε και με πέταξε στα σκυλιά. Στην πρώτη ωστόσο, είχε κέφια ο θεός κι αποφάσισε να ρίξει λίγο απ’ το φως του επάνω μου. Μέρες του ’96, καλοκαίρι καιρός, λίγο πριν τη συναυλία του στη Λεωφόρο, παρέα με Lou Reed και Elvis Costello. Με τον David να δηλώνει λάτρης των μουσείων και των εκθέσεων και να με ρωτάει τι καλό έπαιζε στην Αθήνα.

«Μόλις έχασες την έκθεση της συλλογής Κωστάκη», του απάντησα, «Με Ρώσους καλλιτέχνες από το 1910 ως το 1926». Η απάντησή του ήταν ένα μεγαλοπρεπές «ΓΑΜΩΤΟ», καθώς μου ανέλυε πως πολύ θα ήθελε να χαθεί στον κόσμο των κονστρουκτιβιστών και των συνοδοιπόρων τους. «Υποθέτω ότι μόνο οι Κούροι μου μένουν τώρα», συνέχισε, για να προσθέσει αμέσως: 

«Μη με παρεξηγείς. Τους λατρεύω τους Κούρους, αν θυμάσαι φιγουράριζαν στο εξώφυλλο ενός άλμπουμ μου με τους Tin Μachine. Για μένα είναι πάντα κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το ξεχωριστό. Γιατί δεν απεικόνιζαν θεούς, απεικόνιζαν ανθρώπους και ξέφευγαν έτσι από τις νόρμες του παρελθόντος ανοίγοντας καινούριους δρόμους. Με τους Κούρους, ο άνθρωπος ερχόταν απέναντι στον εαυτό του. Μιλάμε για διαχρονικά έργα τέχνης, για αιώνια ομορφιά…»


Η συζήτηση περί τέχνης δεν έμεινε εκεί. Προλάβαμε να μιλήσουμε για τον Leonardo da Vinci, τον John Deakin, τον Francis Bacon, τον Damien Hirst, τον Julian Schnabel, ο Βowie είχε άποψη για όλους και για όλα. Εγώ, πάλι, στη δουλειά μου προσηλωμένος, προσπάθησα να στρέψω την κουβέντα στη μουσική. Στα όνειρά μου τα τρελά για συνεργασία του David με τον Leonard Cohen ή τον Scott Walker. «Λατρεύω τον Cohen», μου απάντησε, «τα τελευταία του άλμπουμ με συγκινούν. Βρίσκω μια αίσθηση εξερεύνησης στα τραγούδια του, δεν είναι ομογενοποιημένα. Κάτι που είδα και στο “Tilt” του Scott Walker. Απίστευτο άλμπουμ, τον ζηλεύω. Και να σου πω και κάτι; Στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα το είχαμε συζητήσει για συνεργασία με τον Scott. Ήθελε να του κάνουμε παραγωγή εγώ κι ο Brian Eno. Δυστυχώς, δεν προχώρησε η ιστορία, αλλά πάντοτε θα ήθελα να ενώσουμε τις δυνάμεις μας.»

Και με τον Reed; «Αγαπώ τον Lou, αλλά αυτά τα πράγματα δεν τα  προσχεδιάζεις. Προκύπτουν μόνα τους μέσα στη νύχτα…»

Κι αφού το τελειώσαμε με τη μουσική, πέρασα σε πιο προσωπικές καταστάσεις. «Λένε ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να υποφέρει για την τέχνη του», τον ρώτησα. «Εσένα σε βλέπω, να ζεις μια ζωή πολύ κουλ και χαλαρή.» Γέλασε με την καρδιά του, πριν απαντήσει: «Μια χαρά είναι η ζωή μου, πιο πλήρης δεν γίνεται. Καταλαβαίνω ότι δεν είναι αυτό που περιμένει κανείς από έναν ποπ τραγουδιστή, αλλά τι να κάνω; Ξέρεις, μ’ αρέσει πολύ να διαβάζω. Μ’ αρέσει να επισκέπτομαι μουσεία και γκαλερί, όπως σου είπα, μ’ αρέσει να εξερευνώ καινούριες χώρες, μ’ αρέσει να εξαφανίζομαι σε άγνωστους τόπους, στην Ινδονησία, ας πούμε, ή και αλλού. Συγγνώμη, αλλά δεν νομίζω ότι ανταποκρίνομαι στα χολυγουντιανά πρότυπα…»


Κι ο γάμος; Που κολλάει με όλα αυτά; Και ποια είναι η διαφορά του από τη συμβίωση; «Η διαφορά στις σχέσεις είναι πάντοτε στη δέσμευση. Δεν έχει να κάνει με τα έγγραφα και τα στέφανα, έχει να κάνει με την αφοσίωση. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο γάμος δεν έχει εν τέλει διαφορά από τη συμβίωση. Αυτό που έχει σημασία είναι να βρεις χώρο στη ζωή σου για τον άλλο, να μοιραστείς και να σεβαστείς τις ποιότητές του και τις φιλοδοξίες του προσώπου που μένει μαζί σου. Με την ελπίδα ότι θα τις μοιράζεσαι ως το τέλος της ζωής σου. Αυτό ήταν ο γάμος μου γα μένα, μια δήλωση απόλυτης δέσμευσης!»

Η κουβέντα αναπόφευκτα κατέληξε στην τεχνολογία. Μην ξεχνάτε, βρισκόμασταν στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα κι όλα έμοιαζαν πιθανά και δυνατά στην αυγή του ίντερνετ και της διαδραστικότητας. Η άποψή του Bowie: «Δεν είμαι πολύ σίγουρος ότι η νέα τεχνολογία θα αλλάξει τη ζωή όλων μας προς το καλύτερο. Πιστεύω ότι θα αλλάξει τις ζωές όσων μπορούν να αγοράσουν τον σχετικό εξοπλισμό και να έχουν πρόσβαση στον κόσμο της πληροφορίας. Αλλά αυτό συμβαίνει πάντοτε με τις τεχνολογικές επαναστάσεις. Πάντοτε μια ελίτ διατηρεί τον έλεγχο και ο υπόλοιπος πληθυσμός γίνεται θύμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα αρνούμαι όλα. Τα γραφιστικά, για παράδειγμα, μέσω κομπιούτερ, τα βρίσκω καταπληκτικά. Αλλά όλη αυτή η μανία με τα CD-Rom με αφήνει αδιάφορο. Προσωπικά, προτιμώ την εμπειρία της ανάγνωσης βιβλίων και δεν την αλλάζω με τίποτα στον κόσμο.»