Το πρώτο πράγμα που αναπόφευκτα σου έρχεται στο μυαλό διαβάζοντας το συγκεκριμένο βιβλίο είναι το εξής: η γραφή του εμβληματικού Κρητικού συγγραφέα στα 25 του μόλις χρόνια ήταν τόσο λυρική και δομημένη που αναμφίβολα πρόδιδε την μετέπειτα πορεία που θα ακολουθούσε.
Οι “Σπασμένες Ψυχές” (κυκλοφορεί από τις “Εκδόσεις Καζαντζάκη”), είναι η πρώτη μυθιστορηματική απόπειρα του Νίκου Καζαντζάκη και γράφτηκε το 1908 κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Παρίσι. Δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό “Νουμάς”, αναγκάζοντας τη λογοτεχνική κοινότητα της εποχής να στρέψει το βλέμα της στον άγνωστο τότε Καζαντζάκη. Παρ’ όλα αυτά, δεν εκδόθηκε παρά μόνο το 2007, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από το θάνατό του.
Το μυθιστόρημα περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία από τη φοιτητική ζωή του συγγραφέα στην πρωτεύουσα της Γαλλίας και ουσιαστικά εμφορείται από την αέναη εσωτερική διαμάχη -η οποία βέβαια βρισκόταν σε νηπιακό στάδιο την εποχή εκείνη- που αυτοτροφοδοτούνταν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Μια διαμάχη που δεν έλεγε να κοπάσει αν δεν έριχνε φως σε ορισμένα κυρίαρχα συστατικά στοιχεία της καζαντζακικής σκέψης: η Ζωή, η Αλήθεια, ο Σκοπός, ο Θεός, ο (υπερ)Άνθρωπος.
Την ίδια στιγμή, στις “Σπασμένες Ψυχές” κάνει ντεμπούτο και ο αυτοσκοπός τον οποίο υπηρέτησε ο Καζαντζάκης σε όλη του τη ζωή: η θεμελίωση, δηλαδή, μιας νέας και οικουμενικής Θρησκείας-Κοσμοθεωρίας, η οποία θα ακύρωνε την εθελοδουλεία του ανθρώπου στις υφιστάμενες θρησκείες και θα εξύψωνε τον άνθρωπο μέσα από το εργαλείο της Επιστήμης.
Την επαναστατική αυτή Θρησκεία είναι που εξαγγέλει στην αρχή του έργου ο Ορέστης Αστεριάδης, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου μέσα στον οποίο βέβαια καθρεφτίζεται η μορφή του ίδιου του Καζαντζάκη.
Την εξαγγέλει απευθυνόμενος στους συμφοιτητές του κατά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου στο παρισινό κοιμητήριο του Μονπαρνάς. Εκεί, πάνω από τον τάφο του Κοραή, ο φλεγόμενος ιδεολόγος προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει στους συνομίληκούς του το μεγάλο του όραμα. “Είμαι ο νέος Ρήγας Φεραίος. Θα με ακολουθήσετε;” Ο λόγος του, ωστόσο, δεν βρίσκει ευήκοα ώτα και ο ίδιος καταλήγει αντικείμενο χλευασμού και απαξίωσης.
Η απόρριψη αυτή, αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία για όλα όσα μετεξελίσσονται στο βιβλίο. Ο Ορέστης, γκρεμισμένος και δακτυλοδεικτούμενος, αρχίζει να αμφισβητεί όλα όσα δογματικά μέχρι τότε υπερασπιζόταν.
Η ψυχική και ψυχολογική του κατρακύλα, επηρεάζει άμεσα και καθολικά τη σχέση του με τη Χρυσούλα, τη νεαρή σύντροφο που στέκει δίπλα του με τιτάνια υπομονή, επιμονή κι αγάπη. Μια αγάπη που αγγίζει τα όρια του μύθου και δεν κλονίζεται ούτε από την κλιμακούμενη αδιαφορία του Ορέστη, ούτε δα από την απιστία του: Ένα άλλο θηλυκό, η αισθησιακή Νόρα, μπαίνει ανάμεσά τους και οι επιπτώσεις από την εμπλοκή αυτή γίνονται δαιδαλώδεις και τρομακτικές.
Η ψυχή του (Ορέστη) είναι σπασμένη. Ψυχή όμορφη μα γυναικήσια, που δεν μπόρεσε στην κρίσιμη στιγμή να κρατήσει αντρίκια το βάρος της Ιδέας και το βάρος της Σάρκας.
Ο νεανικός παρορμητισμός και οι ατάβανες φιλοδοξίες, ο ιδεαλισμός και η απόρριψη της νοικοκυροσύνης, ο θρίαμβος της σάρκας έναντι της λογικής και του συναισθήματος, αποτελούν τα βασικά μοτίβα γύρω από τα οποία περιστρέφεται το βιβλίο. Κι αν οι μακροσκελείς περιγραφές του Καζαντζάκη ενδεχομένως να ξενίσουν τον νέο αναγνώστη, οι μεγάλες αλήθειες που γράφτηκαν από το χέρι ενός 25χρονου που έμελλε στην πορεία της ζωής του να κατακτήσει συνειδήσεις και να δονήσει καρδιές ανά τον κόσμο, είναι τόσες που καθιστούν την ανάγνωσή του ολιγοδιαβασμένου αυτού βιβλίου, επιβεβλημένη.
Χάρισμά μας, μια εξ αυτών:
Η ευτυχία είναι πιο απλή και πιο συνηθισμένη απ’ ότι θαρρούμε.
Είναι τόσο απλή και τόσο φτωχοντυμένη κι αθόρυβη, που περνά από μπροστά μας και τη σκουντούμε και δεν την προσέχουμε.
Μόνο σα μας φύγει και γενούμε δυστυχείς, τότε μόνο τη θυμούμαστε και την αποθυμούμε.
Και γινόμαστε διπλά τότε δυστυχισμένοι: Για την ευτυχία που χάσαμε και για τη δυστυχία που έχομε.