Τον έμαθα μέσα από τις διηγήσεις ενός δασκάλου που τον είχε γνωρίσει και μου έλεγε κάθε φορά πόσο πολύ γυναικάς ήταν (εδώ θα βρείτε μία τρανη απόδειξη). Εγώ ήμουν γύρω στα 20 τότε, με όρεξη για να καταβροχθίσω όλα τα βιβλία της γης και ειδικά τους Έλληνες ποιητές που ανέλυαν οι συμαθητές μου στο λύκειο όσο εγώ έκανα κοπάνες για να βρω γκόμενα να παίξω μπάλα. Η κλασσική ιστορία που έλεγε ο δάσκαλος ήταν εκείνη που σύμφωνα με τον “θρύλο” όταν ρώτησαν τον Βάρναλη ποια είναι η πιο όμορφη γυναίκα, εκείνος απάντησε “η γυναίκα του άλλου”. 

Αυτό για εμένα ήταν αρκετό τότε για να τον ξεψαχνίσω. Οκ, προφανώς δεν ήταν και το πιο λογικό κίνητρο αλλά υπάρχουν στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου που γίνεται το κλικ σχεδόν ασυναίσθητα και τον οδηγούν σε πολύ όμορφα μονοπάτια. Αυτό ακριβώς μου συνέβη και μου αρκεί.

Πρώτη φορά διάβασα τα ποήματά του από το “Το Φως που Καίει”:

Δεν είμαι εγώ σπορά της Τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.

Γεννημένος στο σημερινό Μπουργκάς της τότε Ανατολικής Ρωμυλίας, ο Βάρναλης υπήρξε κομμουνιστής και ενεργό μέλος της Εθνικής Αντίστασης μέσω του Ε.Α.Μ.. Οι επαναστατικές του διαθέσεις ήταν έκδηλες στα ποιήματά του όπως και η λεπτή ειρωνία του τόσο για κυβερνώντες όσο και για τον απλό λαό. Θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί (και) σατιρικός ποιητής ενώ είναι πολύ φανερή και η μουσικότητα των στίχων του. Άλλωστε μόνο τυχαίες δεν είναι οι πολλές μελοποιήσεις των έργων του. Όπως αυτή που εξυψώθηκε από την μαγική φωνή του Νίκου Ξυλούρη:

https://www.youtube.com/watch?v=mHrs690JRaI
 

Το 1935 εξορίστηκε μαζί με άλλους αριστερούς διανοούμενους στην Μυτιλήνη και στον Άη Στράτη λογω της συμμετοχής του στο Α΄ Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων που είχε πραγματοποιηθεί στη Μόσχα. Φεύγοντας από εκεί περιγράφει τόσο στα άρθρα του όσο και στην αλληλογραφία του με τη σύζυγό του, τις τραγικές συνθήκες διαβίωσης και τους βασανισμούς των κρατουμένων. 

Μας σιδεροδέσανε τα χέρια
και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.

Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά,
και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά!

Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό
χέρι δεξί με χέρι αριστερό.

Από τους πιο πιστούς υποστηρικτές της δημοτικής, στην οποία είναι και γραμμένα όλα τα έργα του, ο Βάρναλης είναι ένας από τους Εθνικούς μας ποιητές. Όχι γιατί τα μηνύματά του δεν αφορούν όλον τον κόσμο και βρίσκονται πάνω από εθνοτικούς διαχωρισμούς, αλλά γιατί προβάλλει και αναδεικνύει εθνικούς χαρακτήρες τονίζοντας τα πανανθρώπινα στοιχεία τους. 

Το λογοτεχνικό του μεγαλείο δεν εξαντλήθηκε μόνο στην ποίηση. Έγραψε και πεζά με την “Αληθινή απολογία του Σωκράτη” να αποτελεί την πιο ώριμη συγγραφική του στιγμή και μία από τις πιο άρτιες λογοτεχνικές δημιουργίες του 20ου αιώνα στη χώρα μας. Στην κορύφωση της απολογίας που επινόησε ο Βάρναλης, ο Σωκράτης υποστηρίζει: «Γι΄ αυτά που δίδαξα, θα’πρεπε να με κάνετε χρυσόνε και να με προσκυνάτε. Γι΄ αυτά που θα΄κανα αν ζούσα θα΄πρεπε με το δίκιο σας όχι να με σκοτώσετε μοναχά, μα να με κοπανίσετε ζωντανό μέσα στο γουδί, όπως ο τύραννος Νέαρχος θα κοπανίσει το Ζήνωνα τον Ελεάτη, για να μάθει να διδάσκει την αρετή όσο θέλει, μα να μη μιλάει για την παλιανθρωπιά των αρχόντω».

Μέσα από τις λέξεις του προσδοκούσε την αφύπνιση του λαού που παραδινόταν στο συντηρητισμό. Πολεμήθηκε από την εκκλησία (όπως οι περισσότεροι κομμουνιστές των ταραγμένων εποχών του παρελθόντος) καθώς υπήρξε αρκετά ειρωνικός με τον χριστιανισμό, αν και αφιέρωσε δύο από τα πιο αναγνωρίσιμα ποιήματα του στην Παναγία (“Πόνοι της Παναγίας” και “Μάνα του Χριστού“).

Έφυγε από τη ζωή μία μέρα σαν σήμερα, πριν από 41 χρόνια, με το τελευταίο του ποίημα (σύμφωνα με τον συγγραφέα Νίκο Σαραντάκο)  να δίνει το στίγμα ολόκληρης της ζωής του αφήνοντας σε εμάς παρακαταθήκη για το μέλλον ή και προφητεία, τα λόγια του:

Να μασάει ο χοντρός είναι δουλειά του,
γουργουρίζει η πατρίδα στην κοιλιά του!
Νόμος: ο που προδίνει κι απατά,
όλο και πιο ψηλότερα πατά!
Και συ, Λαέ, με την καμένη ανάσα
πότε θα κόψεις του χοντρού τη μάσα;