Θυμάστε τότε στα μικράτα μας; Τότε που πίναμε και ξερνοβολούσαμε αριστερά και δεξιά με ρυθμούς οπλοπολυβόλου;
Σκέτη σαπίλα ε;
Οι στιγμές αυτές, που λες αεφέ, εκεί που νομίζεις ότι έχουν θαφτεί οριστικά στο χρονοντούλαπο της προσωπικής σου ιστορίας, είναι τόσο ύπουλες που κάθε χρόνο τέτοιες μέρες παραμονεύουν στη γωνία για να ξεπεταχτούν και να σε ξεφτιλίσουν ξανά και ξανά και ξανά… Το αλκοόλ ρέει άφθονο, άλλωστε.
Εμείς, όπως και να ‘χει, είπαμε να κάνουμε ένα rewind στις νοτισμένες με αλκοόλ στιγμές της προσωπικής ιστορίας μας. Γιατί όπως λέει ένα γνωμικό του θυμόσοφου λαού: “Όποιος ξεχνάει την ιστορία του, είναι καταδικασμένος να σουρώσει και να υποπέσει ξανά στα ίδια ξεφτιλίκια.”
Ρόδα, ουίσκι και (όλα) πουτάνα, ο Μπόβολος
Ήμουν 17-18. Πάρτυ έκπληξη στη μάνα μου που είχε γενέθλια. Είχα πιει 2 ποτήρια ουίσκι πριν ακόμα εμφανιστεί στο σπίτι. Ήρθε, άρχισε το νταβαντούρι και ήπια και τρίτο. Κάπου εκεί χάνονται οι μνήμες. Κατά τις 3 τη νύχτα, ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω την κυρα-Λίτσα να με κοιτάει και να γελάει. Το σεντόνι κόκκινο από τα αίματα, μια από τα ίδια τα χέρια και τα πόδια μου. Τον λόγο, δεν μπορούσα να τον καταλάβω. Το επόμενο πρωί, βέβαια, έμαθα ότι έκανα σούζες με το ποδήλατο στον χωματόδρομο (ξεμέθυστος δε μπορούσα να κάνω), ότι έπεσα 4-5 φορές, ότι διέλυσα το ποδήλατο και ότι κοιμήθηκα στην αυλή γιατί δεν είχα πάρει κλειδιά. Και όλα αυτά μου τα έλεγε η μάνα μου ΓΕΛΩΝΤΑΣ! Από τότε, δεν πίνω ουίσκι…
Όταν πίνει ο Ντόκος, βάζει τη φιλία πάνω απ’όλα
Μάης του 2001. Πανελλήνιες. Τα κουρέλια διαβάζουν για μόρια, εγώ και το κολλητάρι κοπέλι, ο Κώστας, αποφασίζουμε πως η ξενέρωτη φάση πρέπει να λυτρωθεί στα στριπτιτζάδικα της Ν.Ιωνίας. Επιλέγουμε κονσομανσιονάτο, ρομαντικό, μπαράκι σε κεντρικό δρόμο της περιοχής. Με λιγοστές “μάρκες” στην τσέπη, το ποτό ρέει και τα κορίτσια παρελαύνουν για παζάρι. Δυο χοροί δρόμος κι η ώρα φτάνει 05:00. Μια λεπτή στριγκοκορδέλα μένει να μας χωρίζει από το πρωινό φροντιστήριο που κανόνισαν άλλοι για μας. Είμαστε τύφλα, ταξί πουθενά. Φτάνουμε, μπουκάρω στο δωμάτιο απ’ την καβάτζα του μπαλκονιού, δευτερόλεπτα μετά, κάποιος χτυπάει την πόρτα. Ανοίγω με ψεύτικη τσίμπλα και μαστούρα 5ωρου λήθαργου. “Κάποιος στο δρόμο τρέχει” μου λέει ο πατέρας και συνεχίζει: “Ο Κώστας που είναι; Τον ψάχνει ο πατέρας του!” Η απάντησή μου: “Καλά, πού γυρνάει ο μαλάκας τέτοια ώρα και δεν ενημερώνει; Πού θες να ξέρω ρε συ;”. Το τότε μένει να μου θυμίζει πως μερικά δευτερόλεπτα μπορούν να σώσουν την πάρτη σου και να καταστρέψουν τη συνείδηση σου.
Μανιάτη, θα μας πεις τι πίνεις τεκιλά;
Καλοκαίρι ’97 ή ’98, στο εξοχικό φίλου, λίγο πριν πάμε Λύκειο. Πήγαμε και μείναμε 4-5 κολλητοί, κάνοντας κάτι σαν «πρώτη φορά διακοπές χωρίς γονείς». Σημείωση: το εξοχικό ήταν καμιά ώρα από τα σπίτια μας, αλλά ήταν αλλιώς για τα παιδιά στα 90s, ήσαντο λίγο πιο μαζεμένα. Στην τοπική, λοιπόν, καφετέρια που το βράδυ μεταμορφωνόταν σε μπαράκι της συμφοράς, είχαμε τη φαεινή ιδέα να δοκιμάσουμε αυτήν την τεκίλα που λέγανε όλοι. Το αποτέλεσμα ήταν μία τραγωδία για όλους μας. Τόσο για μένα, όσο και για τους άλλους που ξύπνησαν μέσα στη νύχτα επειδή είχα ξεράσει σε όλο το δωμάτιο. Δεν έχω ξαναπιεί τεκίλα από τότε, δεν θυμάμαι καν τη γεύση της. Και όλα πάνε τέλεια.
20 χρονώ είναι ο Ράπτης, δικαιολογείται
Πέρσι, στο πάρτι του Παναγιώτη, φρεσκοχωρισμένος. Βρίσκω ένα μπουκάλι Bacardi και γινόμαστε κολλητοί. Το μόνο που θυμάμαι είναι να χορεύω ζεμπεκιά το “Μια μολυβία που σβήνει”, να πίνω Ελληνικό για να ξεσουρώσω και τον κολλητό μου, όχι το μπουκάλι ρε μαλάκες, τον Βαγγέλη να μου λέει: “Μάλλον δε τα ‘χεις καλά με τις νυχτερίδες δικέ μου“. Συνολικό αποτέλεσμα; Έκαψα τη γλώσσα μου απ’ τον καφέ, ξέρασα το συκώτι μου, έγραψα σχεδόν ημιθανής 300 λέξεις Β’ Εθνική, αντί για Α’ 2 που έγραφα τότε σε ένα μπασκετικό σάιτ. Και το καλύτερο; Την επόμενη μέρα, βρήκα συνομιλία με την πρώην μου στο κινητό διάρκειας… 1 ώρας και 15 λεπτών. Εννοείται ότι δεν θυμόμουν λέξη από όσα είπαμε. “Αναστασία, δεν ήταν αυτό που νομίζεις...”
Άσε μας ρε Ρητινιώτη, που θες και φιγούρες
Το πρώτο εξάμηνο της φοιτητικής μου ζωής στο Ρέθυμνο κυλούσε κάπως έτσι: Ξύπνημα-καφές-μάθημα-καφές-φαΐ-καφές-ψωλάρισμα-έξοδος-ξέρασμα. Λίγο πριν ξεσπάσει ένα από αυτά τα ξεράσματα, με θυμάμαι να χορεύω ζεϊμπέκικο στο club “Αυλαία”. Δεν είναι κακό να χορεύεις ζεϊμπεκικο. Κακό είναι να χορεύεις ζεϊμπέκικο όταν τα ηχεία παίζουν αυτό. Τέσπα. Οι φίλοι μου, που σπάνια με έβλεπαν να χορεύω, με έκαναν χάζι και γελούσαν με τα χάλια μου. Μερικοί από αυτούς, μου βαρούσαν παλαμάκια στην ζεμπεκιά του Cobain. Επίσης, θυμάμαι που ήθελα να κάνω τη φιγούρα μου. Σηκώνω, λοιπόν, το πόδι με τη φιλοδοξία να το περάσω πάνω από το κεφάλι της Δημητρούλας. Μόρτικα πράγματα, Αιγαλιώτικα. Το μόνο που έκανα τελικά ήταν ένα καρούμπαλο. Στο κεφάλι. Όχι το δικό μου. Της Δημητρούλας.