15 Οκτωβρίου του έτους 1844  έως και 25 Αυγούστου του 1900.Τόσο, όσο διήρκεσε η ζωή ενός από τους κορυφαίους φιλοσόφους και εκπροσώπους της πνευματικής ηγεσίας στη Γερμανία, αλλά και σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, αφού κατόρθωσε μέσα από το λόγο του να προσθέσει το δικό του θεμέλιο στη διαμόρφωση του παγκόσμιου φιλοσοφικού οικοδομήματος.

Φρίντριχ Νίτσε. Ο άνθρωπος που στηρίχθηκε στους βασικούς πυλώνες εννοιών, όπως ο “θάνατος του Θεού”, η ύπαρξη του υπερανθρώπου, η ατέρμονη επιστροφή, καθώς επίσης και η θεωρία ηθικής κυρίων και δούλων.

“Μια αστραπή η ζωή μας, μα προλαβαίνουμε”, είχε δηλώσει ο Νίκος Καζαντζάκης και σίγουρα αυτό είναι κάτι που αφορά όλους μας και στη συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται να πρόκειται για ένα απόφθεγμα που δίνει την εντύπωση λες και είναι “κομμένο και ραμμένο” στα μέτρα του επιφανούς αυτού φιλοσόφου, που ήρθε, είδε, προσέφερε και απήλθε. Πλήρης ημερών και πολύτιμης και διαχρονικής προσφοράς στα πνευματικά μετερίζια με τα οποία οφείλει να είναι εξοπλισμένος ο νους και η ψυχή προκειμένου να επιβιώνει σε κάθε ψυχική κακοκαιρία.

Κατ’επέκταση, η σκέψη του επηρέασε σημαντικά μετέπειτα φιλοσόφους, λογοτέχνες και καλλιτέχνες και έθεσε νέες βάσεις στις υπαρξιακές ανησυχίες για τον άνθρωπο, τη φύση του και τα συστήματα του.

Το έργο του Νίτσε διακρίνεται σε τρεις περιόδους. Αρχικά, φανερά επηρεασμένος από τον Σοπενχάουερ και το Βάγκνερ, διαπνεόταν από μία ρομαντική αντίληψη των πραγμάτων. Στη δεύτερη περίοδο, χειραφετημένος από τις επιρροές της πρώτης, ο Νίτσε πλέκει το εγκώμιο της λογικής και της επιστήμης, ανακαλώντας την παράδοση των Γάλλων αφοριστών. Στην τρίτη και πιο ώριμη περίοδο, ο Γερμανός φιλόσοφος ασχολείται με το ζήτημα της καταγωγής και της λειτουργίας των αξιών στην ανθρώπινη ζωή.

Επίσης, καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής του, τον απασχόλησε ιδιαίτερα η έννοια και η σημασία του όρου “μηδενισμός” με τον οποίο εννόησε τον υποβιβασμό των υψηλών αξιών της εποχής του, την οποία θεωρούσε ότι χαρακτηρίζει ο παθητικός μηδενισμός.

Τα έργα του, “Τάδε έφη Ζαρατούστρας”, “Η Γέννηση της Τραγωδίας”, “Ο Αιώνιος Γυρισμός”, “Ο Υπεράνθρωπος”, έχουν χαρακτηριστεί ως “λιονταρίσια τροφή για το μυαλό”, σύμφωνα με τον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να εκθειάσει διά της πένας του, τη ζέση του για την απαράμιλλης αξίας φυσιογνωμία του Γερμανού φιλοσόφου.

Κεφάλαιο 15, στο πρώτο του βιβλίο με τίτλο “Η Γέννηση της Τραγωδίας”. Ο Νίτσε κάνει μία ιδιαίτερη μνεία στο ελληνικό έθνος αποδεικνύοντας ότι ο λόγος του είναι προφητικός και βαρύνουσας σημασίας αν κρίνουμε από τα γεγονότα της ιστορίας με τα οποία δείχνει να επαληθεύεται:

“Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του, ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες. Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.”

“Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους, που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικά ό,τι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του. Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ’ αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους.”

“Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα, όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους, οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα”.

Μια εμβληματική μορφή των γραμμάτων, ένας άνθρωπος με έμφυτο το χάρισμα του λόγου, της έκφρασης και της ανάδειξης των πιο μύχιων πτυχών της ψυχής, ρίχνοντάς τους το φως της σοφίας του, του κοφτερού του πνεύματος και της τάσης του να ψάχνει κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων και όλα αυτά μέσα σε ένα διάστημα 56 ετών.

Κι όμως πρόλαβε… Κι ας είναι “μια αστραπή η ζωή μας”.