Ήμουν μάλλον 8 ετών. Μπορεί και λίγο παραπάνω, ειλικρινά έχει πολύ μικρή σημασία. Πρέπει να ήταν 1998, βρισκόμουν στη Βέροια, σε μια παράξενη ταβέρνα που δεν είχε όνομα και στο ίδιο τραπέζι με εμένα και τον πατέρα μου βρίσκονταν πολλοί ακόμα άνθρωποι που δε γνώριζα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο πατέρας μου τους ήξερε όλους εκτός από έναν. Αυτόν τον έναν δεν τον γνώριζε απλά, τον θεωρούσε θεό. Τον άκουγε ή τον έβλεπε ή και τα δύο, κάθε μέρα. Τον θαύμαζε και τον πίστευε σαν κάτι που ήρθε από άλλο κόσμο για να κάνει αυτόν εδώ τον “γυάλινο”, πολύ καλύτερο.


Λόγω εργασίας, ο πατέρας μου έκανε ταξίδια σε Βέροια και Θάσο, δύο φορές την εβδομάδα. Όταν τα σχολεία ήταν κλειστά ή βρισκόμουν σε διακοπές ή απλά αρνούμουν να πάω, ταξίδευα μαζί του. Γούσταρα που έτρωγα ό,τι ήθελα (μόνο κρέας δηλαδή) και μου άρεσε η ιδέα του ταξιδιού γενικότερα. Κάνοντας αυτά τα ταξίδια επί 20 σχεδόν χρόνια ο φάδερ, λίγο πολύ έκανε μηχανικά τη διαδρομή και έτρωγε σχεδόν πάντα στα ίδια μέρη. Ένα από αυτά ήταν η ταβέρνα του Θέμη λίγο έξω από τη Βέροια.

Δεν είχε όνομα σαν τα κλασσικά που βάζουν στις ταβέρνες οι γραφικοί ιδιοκτήτες. Δεν είχε καθόλου όνομα για την ακρίβεια. Είχε μια φωτεινή επιγραφή με μια φωτογραφία. Αυτή του Στέλιου Καζαντζίδη. Ο γέρος μου λοιπόν, είχε μάθει επί 20 χρόνια να τρώει εκεί. Και είχε μάθει επί 20 χρόνια να ακούει μόνο Καζαντζίδη στα ηχεία. Μια φορά που κάποιος έκανε ένα αστειάκι στον ιδιοκτήτη για τη μουσική, έφαγε, του κέρασαν το φαγητό και απλά του ζήτησαν να μην ξαναπατήσει το πόδι του εκεί. Και δεν το ξαναπάτησε.

 

Μία από αυτές τις φορές που έτυχε να βρεθώ κι εγώ εκεί, στο δίπλα τραπέζι καθόταν ο Καζαντζίδης. Φίλος του “ταβερνιάρη”, είχε μαζέψει μερικούς ακόμα δικούς του ανθρώπους και κάθονταν όλοι μαζί λέγοντας ιστορίες, καπνίζοντας, πίνοντας και κυρίως τραγουδώντας. Καταλάβαινα ότι στην ατμόσφαιρα υπήρχε κάτι ξεχωριστό. Ήμουν μόλις 8, αλλά μπορούσα να αντιληφθώ ότι αυτό που ζούσα ήταν κάτι πολύ μεγάλο. Και δεν έπεσα καθόλου έξω.

Η επιβλητική του παρουσία ήταν κάτι ξεκάθαρο ακόμα και για ένα παιδί, όπως ήμουν εγώ. Μου θύμιζε και λίγο τον παππού μου οπτικά, οπότε η οικειότητα ήταν αναπόφευκτη. Τώρα που το σκέφτομαι, αν μπορούσα να διανοηθώ ότι μπροστά μου τραγουδούσε η ζωντανή ιστορία του Ελληνικού τραγουδιού, μάλλον θα ήμουν πολύ πιο σφιγμένος. Από μικρός ζοριζόμουν με τα έντονα συναισθήματα. 

Κάποια στιγμή σταμάτησαν όλοι να μιλούν και άφησαν τον Στέλιο να τραγουδά μόνος του χωρίς καμία μουσική. Αυτή είναι μία από τις λίγες στιγμές των παιδικών μου χρόνων που θυμάμαι ολοκάθαρα και χωρίς κανένα κενό. Ο Στέλιος κάπνισε, κοίταξε ψηλά, κι άρχισε να παραπονιέται: “το θολωμένο μου μυαλό”.

 

Οι γύρω είχαν απλώσει την πιο εκκωφαντική σιωπή που μπορούσαν να διαθέσουν κι εκείνος έστειλε τη δύναμη της φωνής του, όσο πιο μέσα τους μπορούσε. Αυτό ήταν ό,τι πιο καθαρό έχω ακούσει στη ζωή μου. Γυρνώντας στην Αθήνα, έγραψα μια κασέτα με το “θολωμένο μου μυαλό”, μπρος-πίσω. Μία κασέτα 90αρα στην οποία συνολικά το τραγούδι πρέπει να χωρούσε γύρω στις 40 φορές σε μια αιώνια επανάληψη. Περιττό να πω ποιο είναι το αγαπημένο μου τραγούδι…

Τρία χρόνια αργότερα ο Στέλιος αποφάσισε να μας αφήσει μόνους. Μην ακούω βλακείες, αυτοί δεν πεθαίνουν ποτέ και ο Στέλιος δε θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Θυμάμαι ακόμα την ημέρα της κηδείας του, να ακούγεται η φωνή του σε όλη τη γειτονιά. Ήμουν 11, τα σχολεία είχαν μόλις αρχίσει αλλά δεν υπήρχε καμία όρεξη για μάθημα. Θυμάμαι κίνηση στους δρόμους, να θέλουμε να πάμε στην κηδεία και να μη μπορούμε. Γυρίσαμε πίσω. Μελογχολικοί, βάλαμε να παίζει Καζαντζίδης, εγώ άκουγα και μάθαινα νέα τραγούδια και ο πατέρας μου με τον παππού μου έπιναν κρασί. Κάπως έτσι νομίζω την πέρασε και η υπόλοιπη χώρα εκείνη την μέρα. 15 χρόνια πριν, ο Στελάρας πήγε ψηλά να βγάλει άλλον ένα δίσκο. Είχε από καιρό σταματήσει να τραγουδάει στα μαγαζιά. Θεωρούσε ότι δεν ήταν αξιοθέατο για να πληρώνει ο κόσμος για να τον βλέπει.

Σ’ αυτό έκανε λάθος ο Στέλιος. Ήταν αξιοθέατο. Και μάλιστα, από τα πολύ λίγα που είχαν απομείνει.