Αν θεωρείς ότι η πρώτη μέρα στο στρατό είναι η δυσκολότερη μέρα της ζωής σου ίσως και να έχεις δίκιο. Αν όμως πιστεύεις ότι η νύχτα που προηγείται αυτής της ημέρας είναι μακράν η χειρότερη νύχτα σου, τότε είσαι ένας από εμάς. Και περιμένοντας να μας στείλεις τη δική σου ιστορία στα σχόλια ή σε κείμενο, θα σου αποκαλύψω τη δική μου χειρότερη νύχτα έβερ.
Η μαμά πατρίδα με κάλεσε για να σκουπίζω και να σφουγγαρίζω την υπηρετήσω, το σωτήριον έτος 2009, όταν τη χώρα μας θα εκπροσωπούσε στην Eurovision ο Σάκης Ρουβάς . Και τώρα λες «πού κολλάει αυτό ρε μάστορα;» και έχεις και δίκιο. Άσε με όμως να σου εξηγήσω.
Όπως κάθε «οσονούπω φαντάρος», έτσι κι εγώ είχα στο μυαλό μου ένα πάρτι τύπου Χιου Χέφνερ, με γυναίκες, φίλους, ξύδια, ναρκωτικά και μπριζολίδια. Αντ’ αυτού κι επειδή το μπάτζετ ήταν ολίγον περιορισμένο σε σχέση με τα πάρτι του συμπαθέστατου πορνόγερου, είπα να μαζέψω στο σπίτι τους φίλους και την τότε κοπέλα μου για να φάμε όλοι μαζί και να πιούμε την τελευταία μπυρίτσα της ελεύθερης ζωής μου πριν το παράλογο 10μηνο που θα ακολουθούσε.
Δεν είναι καθόλου εύκολη αυτή η νύχτα. Ειδικά για κάποιον σαν εμένα που δεν πολυγούσταρε τη φάση του στρατού. Γίνεται λίγο χειρότερο αν σκεφτείς τον ψυχολογικό πόλεμο του να ακούς ιστορίες για το στρατό από το 1985 που είχε πάει ο πατέρας σου, γιατί αυτός είναι ο πιο πρόσφατος από τους γνωστούς σου που έχει κάνει φανταρικό.
Εδώ κολλάει η Eurovision. Μαζευτήκαμε λοιπόν στο σπίτι (είχα διώξει τους γονείς μου για παν ενδεχόμενο) και την αράξαμε στον καναπέ ώσπου κάποιος (κάποια) είχε τη φαεινή ιδέα να προτείνει να ανοίξουμε την τηλεόραση που έπαιζε ο Σάκης στον τελικό. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους.
Από το άγχος κι από τις μπύρες, με έπιασε η νύστα, την έπιασα κι εγώ και κοιμηθήκαμε ευτυχισμένοι. Ο Σάκης τελείωσε, οι φίλοι έφυγαν κι εγώ ο καημένος έμεινα να ροχαλίζω (γαμημένο διάφραγμα) σαν τρένο στον καναπέ, όπου η τότε καλή μου θεώρησε σκόπιμο να με παρατήσει και να κοιμηθεί στον διπλανό για να μη μου το χαλάσει.
Και χτυπάει το ξυπνητήρι (κλασσικός ψυχάκιας με το χρόνο που βάζει ξυπνητήρι από το προηγούμενο μεσημέρι για το επόμενο πρωί). Και στις 7 το πρωί συνειδητοποιώ ότι δεν έκανα τίποτα από όσα φανταζόμουν. Ούτε πάρτι με γκόμενες, ούτε ξίδια, ούτε ναρκωτικά. Μόνο θλίψη και χαμένος χρόνος. The game is over. Είχες την ευκαιρία σου και τώρα την έχασες. Θα μπεις μέσα και θα είναι μόνο μουστακαλήδες που θα σου ζητούν να βγάλεις με οδοντογλυφίδα τη γλίτσα από τα δόντια τους.
Κάπου εδώ να τονίσω κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό. Κανένας από τους φίλους μου δεν είχε πάει στρατό. Οπότε, ήμουν πιο μόνος κι από όμηρο δεμένο σε καρέκλα μέσα σε εγκαταλειμμένο εργοστάσιο παραγωγής δυναμίτη. Για όποιον το έχει βιώσει, είναι κάτι πολύ βαρύ.
Έτσι, το τελευταίο βράδυ μου ενώ ήθελα να βρω συμπαράσταση και δύναμη για να μην περάσω μιξοκλαίγοντας το φανταρικό (πράγμα που δε μπόρεσα να αποφύγω), το μόνο που κατάφερα ήταν να αποκομίσω μια σκατένια ψυχολογία την οποία ακόμα και τώρα θυμάμαι και μου σφίγγεται το στομάχι. Δε μπορώ να θυμηθώ ποτέ να είμαι χειρότερα ψυχολογικά. Ένιωθα σαν να τρώω απανωτές σφαλιάρες. Κάπως έτσι…
Αν είσαι έτοιμος να κράξεις «φλώρε», «μαμάκια» κι άλλα τέτοια, σκέψου ότι ήμουν μόλις 19 και με πολύ περισσότερες ελευθερίες από τον μέσο έφηβο, ήδη από τα 15 που άρχισα να δουλεύω, που δε μπορούσε να βάλει τον κώλο του κάτω και είχε ήδη αρχίσει να ασχολείται με το χώρο της αριστεράς (ό,τι χειρότερο μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου λίγο πριν μπεις στο στρατό).
Και στην τελική ρε φίλε, «Όταν ήμουν εγώ στρατό δεν ήταν όπως σήμερα. Τώρα είναι κολλέγιο» (το έχω ακούσει τόσες χιλιάδες φορές από σαραντάρηδες συγγενείς και φίλους, που ήθελα πάντα να το πω…)