Πριν χρόνια, πιτσιρίκος κι αγκαλιά με μια μπάλα του μπάσκετ, διάβαζα σ’ ένα περιοδικό τη λίστα των παικτών με τους περισσότερους πόντους στην ιστορία της ελληνικής Α1. Περίμενα το Νίκο Γκάλη πρώτο, κι άρα όλο το ζουμί βρισκόταν από κάτω. Μόνο που πρώτο, δεν ήταν τ’ όνομα του Γκάλη. Δεν ήταν τ’ όνομα που κάθε σχετικός ή άσχετος με το μπάσκετ έφερνε στο στόμα του όποτε γινόταν συζήτηση για την μπάλα με τα σπυριά. Ήταν ένα όνομα που χρόνια μετά, στις μέρες μας, έμελλε να κάνει τεράστια καριέρα για λόγους πολύ διαφορετικούς. Δυσάρεστους, μακάβριους, για λόγους εντελώς άσχετους με το μπάσκετ, τον αθλητισμό, τη χαρά της ζωής και την υγεία. Έγραφε λοιπόν εκεί, στο πάνω μέρος της λίστας: Κορωνιός!

Άγγελος Κορωνιός, για την ακρίβεια. Τον ήξερα. Μόνο που δεν τον ήξερα καλά. Έπαιζε ακόμα μπάσκετ, αλλά δεν φόραγε πράσινα. Ούτε κόκκινα. Κι άρα, στο μυαλό του “ευρωλιγκάτου” μπόμπιρα δεν μπορούσε να ‘ναι στην αφρόκρεμα. Αφού δεν παίζει στον Παναθηναϊκό ή τον (“πέτρινο” ακόμα τότε, αλλά…) Ολυμπιακό, πώς γίνεται να ‘ναι καλός; Για ν’ απαντήσω στην αγνή, παιδική μου απορία, άρχισα να παρακολουθώ αυτό τον τύπο σαν ντετέκτιβ. Αφιερώματα, άρθρα, αγώνες, αργότερα βίντεο στο YouTube. Κι ανακάλυψα που λες, ότι ο Κορωνιός δεν ήτανε καλός. Ήταν…

…ο πιο “αέρινος” γκαρντ στην έγχρωμη ιστορία του ελληνικού μπάσκετ!

Είχε αυτό που έλλειπε (κι ίσως ακόμα λείπει) απ’ την “ελληνική σχολή” της καλαθόσφαιρας. Βλέπεις, βγάζαμε σχεδόν ανέκαθεν πλέι μέικερ με μυαλό. Παίκτες υπολογιστές, παίκτες ικανούς να “διαβάσουν” το παρκέ. Σ’ αυτό δεν είναι άλλη χώρα να μας φτάνει. Αλλά και σκόρερ είχαμε. Όταν η μια γενιά σου λέει: ο Γκάλης (!!), η επόμενη έχει μέσα της Λιαδέληδες και Διαμαντόπουλους, κι ύστερα να σου ο πρώτος σκόρερ στα χρονικά της Ευρωλίγκας (χαίρε, ω χαίρε Βασίλη Σπανούλη), πώς να το κάνουμε, έχεις ανθρώπους ικανούς να τηνε βάλουν τη ρουφιάνα στο πλεκτό. Δυο πράγματα ωστόσο, παραδοσιακά δεν έχει το γαλανόλευκο μπάσκετ: παίκτες αέρινους, και κλασικούς σουτέρ. Ο Κορωνιός ήτανε και τα δύο!

Όταν αποφάσιζε να μπει, το ‘κανε τόσο καλά, που έμοιαζε εύκολο. Πολύ εύκολο. Λες κι ήταν παίκτης σημερινός, στις ταχύτητες και τις απαιτήσεις του ’90. Όταν την έπιανε για να σουτάρει, ένιωθες σίγουρος ότι με κάποιο τρόπο θα βρει διχτάκι. Αδύνατος, όχι κάνα τρομερό μπόι, αλλά μια ποίηση όταν κρατούσε τη μπάλα στα χέρια. Όχι γιατί θα ντρίμπλαρε με πόζα, θα ‘ριχνε κάτω τον αντίπαλο, θα ΄κανε το εξεζητημένο, αλλά γιατί το ήξερες πως κάπως θα βρει διάδρομο, θα γλιστρήσει αρμονικά ανάμεσα στα σώματα των αντιπάλων και θα βρεθεί μονάχος του με το καλάθι, σ’ ένα λέι απ βαθύ με το χέρι τεντωμένο πάνω απ’ το κεφάλι. Κι άμα δεν έβρισκε το δρόμο; Το άλλο όπλο: η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΠΡΟΣΠΟΙΗΣΗ σουτ που είδε ποτέ ελληνικό γήπεδο, και να τος μόνος, να σουτάρει για 3 απ΄το 6.25, απ’ τα 7, απ’ τα 8…

Στο δικό μου το μυαλό σήμερα, δεν υπάρχει αμφιβολία. Ο Κορωνιός ήταν ένας απ’ τους πιο ουσιαστικά εντυπωσιακούς παίκτες του ελληνικού μπάσκετ. Και το καλύτερο γκαρντ της γενιάς του. Μα πάνω απ’ όλα, ήταν…

…το πιο μεγάλο κρίμα του φιλάθλου που ψάχνει μες στα γήπεδα το happy end του σινεμά!

Τίτλους. Πρωταθλήματα. Ευρωπαϊκά. Ο παίκτης των τεράστιων προσωπικών διακρίσεων όμως (όταν αποσύρθηκε ήταν πρώτος στην ιστορία της Α1 μπάσκετ σε: πόντους, τρίποντα, κλεψίματα, και ασίστ!), έχει κατακτήσει σ’ ολόκληρη την καριέρα του μονάχα ένα Σαπόρτα κι ένα κύπελλο Ελλάδος με την υπέροχη ΑΕΚ του Ίβκοβιτς το 2000. Αυτά. Τα ολίγα. Και τίποτα παραπάνω. Δικαίως θ’ αναρωτιέσαι, γιατί; Τραυματισμοί; Μικρή καριέρα; Χαμένοι τελικοί; Λογικές ερωτήσεις που έχουν εντελώς παράλογες μα κι απόλυτα πραγματικές απαντήσεις. Όχι, όχι και…όχι!

Ο Άγγελος έπαιξε μπάσκετ υγιέστατος για 18 ολόκληρα χρόνια! Και μέσα σ’ αυτά τα χρόνια έχασε μόλις 2 τελικούς (κύπελλο Ελλάδος, το ’99 με την ΑΕΚ και το 2002 με το Μαρούσι). Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν, είναι:

Σε πόσους τελικούς έπαιξε;

Από μικρός ήταν Περιστέρι, στο Περιστέρι έμαθε μπάσκετ, στο Περιστέρι (των πολύ όμορφων ομάδων αλλά… με ταβάνι!) έμεινε για 12 χρόνια! Όταν του έκανε ο Παναθηναϊκός το ’97 τη μεγάλη πρόταση, ο πρόεδρος του Περιστερίου ζήτησε… καινούριο γήπεδο (κυριολεκτικά!) για να τον αφήσει να πάει. Τελικά πήγε στην ΑΕΚ το ’99, μια χρονιά μετά τον τελικό της Ευρωλίγκας, κι έκατσε μέχρι το 2000. Από κει, πήγε στον φιναλίστ του πρωταθλήματος ΠΑΟΚ, ο οποίος ξεκίνησε με όνειρα για να καταλήξει με προβλήματα. Το 2002 η ΑΕΚ πήρε επιτέλους πρωτάθλημα, μα ο δικός μας ήταν πια στο Μαρούσι, απ’ το οποίο έφυγε το 2003 – την επόμενη χρονιά το Μαρούσι έφτασε στον τελικό της Α1! Βλέπεις το μοτίβο; Οι τελικοί απέφευγαν τον Άγγελο όπως ο διάολος το λιβάνι. Κι αν υπάρχει παίκτης που μπορεί να κατηγορεί σοβαρά την τύχη του για μια καριέρα χωρίς συλλογικούς τίτλους, αυτός είναι ο Κορωνιός. (Μέχρι και στην εθνική, ανήκει σ’ εκείνη την τόσο ταλαντούχα γενιά που έχασε ένα “σίγουρο” παγκόσμιο, σ’ έναν “δικό της” ημιτελικό το ’98, στο ΟΑΚΑ κόντρα τους Γιουγκοσλάβους).

Κάπως έτσι, ένας θρύλος του ελληνικού μπάσκετ των ’90s μπαίνει στο γλυκόπικρο κλαμπ των μεγάλων παικτών με τους λίγους τίτλους. Κι ωστόσο, αυτή η γλυκόπικρη αίσθηση, αυτό το γαμώτο πλάι στη σκέψη του “Γκάλη της Δυτικής Όχθης”, ίσως να γιγαντώνει το μύθο του:

Το μύθο ενός ανθρώπου που έκανε πάντα τη σωστή κίνηση μέσα στο γήπεδο, αλλά την έκανε πάντα με τη λάθος ομάδα…