Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που, έτσι κι αγαπήσεις μια ομάδα, μπορεί να σε γεμίσει χαρά ή να σου φέρει δάκρυα στα μάτια. Μπορεί μ’ ένα γκολ να σε κάνει να χαμογελάς λες κι έδωσες το πρώτο σου φιλί σ’ εκείνη την κοπέλα που σου βασάνιζε για καιρό την καρδούλα σου, ή να σε κάνει να βουρκώσεις λες κι έφαγες την πιο βαριά κι αχώνευτη χυλόπιτα. Το ποδόσφαιρο είναι το πιο σημαντικό ασήμαντο πράγμα της γης. Μα στο φινάλε του, είναι ο,τι και στην αρχή του: ένα παιχνίδι.

Κακό είναι να χαίρεσαι αγνά, βαθιά και ντόμπρα για ένα παιχνίδι; Είναι πρόβλημα να κλαις και να στεναχωριέσαι για ένα γκολ; Όχι, δεν είναι. Μα είναι κακό, πάνω στην πλάτη ενός αγώνα εσύ να κλαις, όχι γιατί έχασες, μα γιατί νίκησες. Και πλάι στα γκολ, πλάι στη χαρά σου, να ‘χεις μετρήσει κάμποσους νεκρούς. Αυτό είναι κακό, το πιο άδικο και τρομερό κακό του κόσμου.

Σ’ αυτό το κακό λοιπόν, δεν υπάρχουν χρώματα και φανέλες. Δεν υπάρχουν ομάδες και πρωταθλήματα. Δεν υπάρχουν ούτε διαιτητές, στημένα ματς και οπαδοί. Μπροστά στο θάνατο υπάρχουν μόνο άνθρωποι, και το κακό του ενός είναι κακό για όλους.

Το Χέιζελ δεν είναι μια πληγή για τη Γιουβέντους. Ούτε μια πληγή για τη Λίβερπουλ είναι, που πήρε πάνω της για πάντα τη ρετσινιά του φόνου. Το Χέιζελ είναι μια πληγή για το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, για Ιταλούς και Άγγλους, για Ισπανούς και Γάλλους, για Γερμανούς, και Έλληνες, και Ρώσους, και Ρουμάνους. Το Χέιζελ είναι το Χίλσμπορο, κι είναι το αεροπλάνο της Γιουνάιτεντ. Κι η τραγωδία της Θύρας 7 λοιπόν, δεν είναι το δυστύχημα του Πειραιά.

Δεν είναι η τραγωδία του Ολυμπιακού. Είναι το κρίμα όλης της Ελλάδας.

Είναι οι οπαδοί του ΠΑΟΚ που χάθηκαν στα Τέμπη. Είναι ο Μπλιώνας που χάθηκε στη Λάρισα, κι ο εργάτης που σκοτώθηκε στο γήπεδο της ΑΕΚ. Κι είναι σημάδι ανεξίτηλο στο σώμα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, της Λάρισας, της Πάτρας και του Ηρακλείου. Είναι πληγή στο σώμα του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού, της ΑΕΚ, του ΠΑΟΚ και του Ηρακλή, του ΟΦΗ, του ΠΑΣ Γιάννινα, της Ξάνθης και της Τρίπολης.

Το γήπεδο ήταν ξέχειλα γεμάτο. Μια Ελλάδα ακόμα μέσα σ’ άγνοια κινδύνου, έκανε τα στραβά μάτια στο παρεμπόριο κι άφησε τους ανθρώπους να ‘χουν στα χέρια τους το “μαύρο” εισιτήριο. Άφησε οπαδούς να γεμίζουν μια κερκίδα που ‘ταν ήδη γεμάτη ως επάνω. Μα τι να φοβηθείς, όλα ήταν ήρεμα εκείνες τις μέρες. Κανόνες ασφαλείας κι υπερβολές των Ευρωπαίων! Στο κάτω-κάτω…

…παιχνίδι είναι, χαρά. Τι μπορεί να γίνει; Έγινε.

Οι πόρτες που δεν άνοιξαν. Τ’ αντανακλαστικά ενός μηχανισμού που δεν λειτούργησαν ποτέ. Ο όχλος που, βαδίζοντας κι αυτός πάνω στο “τι μπορεί να συμβεί;”, δεν είχε τρόπο να γλυτώσει πια απ’ το να γίνει “δολοφόνος” στα ίδια του τ’ αδέρφια. Κι έτσι, σε μια μέρα “χαρά Θεού”, ο διάολος χαμογέλασε κι έκανε τη δουλειά του. Καμία βία, κανένα καδρόνι, καμιά φωτιά, κι εικοσιένας άνθρωποι που χάσαν τη ζωή τους. Εικοσιμία μάνες που δεν ξανά ‘δαν τα παιδιά τους. Τα παιδιά τους που δεν πήγανε στον πόλεμο, δεν πήγαν στην πορεία εν μέσω ταραχών, ούτε στο επικίνδυνο γήπεδο της χουλιγκάνικης Ελλάδας. Πήγαν στο αγνό γήπεδο των αρχών του ’80. Πήγαν να δούνε την αγάπη τους ανάμεσα σ’ “αδέρφια”.

Την είδαν. Νίκησε, έλαμψε, σκόρπισε τον αντίπαλο: 6-0 την κέρδισε την ΑΕΚ. Το βράδυ, ε ρε τι καζούρα θα κάνουμε στους ΑΕΚτζήδες! Και τι χαρές που θα ‘χουμε με το μπαμπά! Σε κάθε γκολ να δεις, θα πηδούσε σα μικρό παιδάκι γύρω απ’ το ραδιόφωνο. Α, σίγουρα θα χάρηκε ο μπαμπάς για τον Ολυμπιακό μας. Και για μας θα χάρηκε, που τέτοια νίκη την είδαμε μέσα στο γήπεδο. Σίγουρα…

…σίγουρα θα χάρηκε για μας.

Μόνο που ο πατέρας τους, μετά τα 6 γκολ που άκουσε, άκουσε για νεκρούς και τραυματίες. Κι όλη η χαρά πήγε στο διάολο, κι ήρθε στη θέση της μια τρεμουλιαστή αγωνία. Κάποιοι είδαν τα παιδιά τους να γυρνάνε, και γύρισε σιγά-σιγά η καρδιά τους απ’ την Κούλουρη. Αυτοί θ’ αργήσουνε να ξαναπάν’ στο γήπεδο. Όμως εκείνος ο πατέρας δεν είδε τα δικά του να περνάνε το κατώφλι. Εκείνος ο πατέρας δεν θα ξαναδεί ποτέ ποδόσφαιρο. Για πάντα η “μπάλα με τα μπαλώματα” θα του θυμίζει τα παιδιά του.

Κι ούτε έμαθε ποτέ ποιος φταίει, εκείνος ο πατέρας. Ποιος φταίει που τα παιδιά του χάθηκαν, μέρα χαρά Θεού κι ενόσω τα περίμενε για να γιορτάσουν την 6άρα. Δεν έμαθε ποτέ ποιος φταίει, και τώρα πια πάει καιρός. Κύλησε το νερό κάτω απ’ τη γέφυρα. Η μπάλα να σκεφτείς, δεν έχει πια “μπαλώματα”. Αλλά κι εκείνος, σκέψου, ακόμα δεν έχει τα παιδιά του…