Δύο μέρες πριν τη λήξη των Παραολυμπιακών Αγώνων στο Ρίο, στέλνουμε τα σέβη μας στους 42.000 αθλητές που άφησαν τις 176 χώρες τους, για να μας διδάξουν αξιοπρέπεια.  Στεκόμαστε και χειροκροτούμε τους δύο πρόσφυγες, που ως Ανεξάρτητοι Παραολυμπιακοί Αθλητές (IPA), έσβησαν σύνορα!

Στους Ολυμπιακούς και στους Παραολυμπιακούς Αγώνες, ισχύει το ρητό ότι “άλλοι έχουν το όνομα και άλλοι έχουν τη χάρη”. Σάρωσαν τα στάδια οι λαμπεροί πρωτοκλασάτοι αθλητές. Κάμερες, φώτα, τα Όσκαρ του πρωταθλητισμού έλαμψαν για ακόμη μια φορά, σε μια χώρα γεμάτη αντιθέσεις. Ο πλανήτης, υποκλίθηκε στα τεράστια ονόματα του αθλητισμού και εκείνοι ικανοποίησαν τη απολύτως θεμιτή ματαιοδοξία τους.

Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι εύκολο να φτάνεις στην κορυφή του κόσμου, το θέμα είναι σε ποιανού κόσμου την κορυφή θέλεις να φτάσεις, ποιές μάχες θέλεις να κερδίσεις.

Όλα αυτά είναι γνωστά και ακόμα και εγώ που δε γουστάρω τη φάση Ολυμπιάδα, μιας και σαν ελληνοπούλα κάηκε η γούνα μου από αυτήν, κάπως την κρυφοκοίταξα σε κάποια μεσημεριανή σιέστα. Εδώ όμως θα μιλήσουμε για τους Παραολυμπιακούς Αγώνες, που οι πραγματικοί ήρωες δεν έχουν κανέναν ανάγκη για να λάμψουν. Φέτος, τα πράγματα για μένα ήταν διαφορετικά! Όχι δεν έχει να κάνει με εθνική υπερηφάνεια αυτήν την άφησα στα σχολικά μου χρόνια. Ίσως έχει να κάνει με το ότι μεγαλώνω, ίσως νιώθω ότι ο τρόπος που γαλουχήθηκε η ζωή μας είναι εντελώς λανθασμένος.

Πρέπει να ήταν εκείνη η Δευτέρα που ξύπνησα να πάω δουλειά, σέρνοντας το κορμί μου στο μετρό καταριώντας την τύχη μου. Κοπάνησα την πόρτα, έσπρωξα για να κάτσω, κολλούσα από την υγρασία και γενικά “άι στο διάολο”. Απέναντι μου ένας περίεργος τύπος σε καροτσάκι, κρατάει μια σπάθη. Γελάει και πριν με προσπεράσει μου ψιθυρίζει ότι στα δέκα οκτώ του, όταν εγώ δηλαδή μεθούσα σε νησιά και το έπαιζα μοιραία γκόμενα, «βούτηξε» σε έναν γκρεμό. Έσπασε τη μέση του και σε τρεις μήνες με τις πληγές του ακόμη ανοιχτές, αποφάσισε να αρχίσει τον αθλητισμό. Ήταν ο Πάνος Τριανταφύλλου. Μου κρέμασε το ασημένιο του μετάλλιο από το Ρίο στο λαιμό και με άφησε να αναρωτιέμαι πόσο λάθος μεγαλώνουμε, κάθε μέρα της ζωής μας.

Πως θρέφουμε με τόσο θράσος, την αίσθηση της αθανασία μας;

Πόσο κρατάει μια σκέψη, για το πώς αντιλαμβανόμαστε τον τρόπο που ζούμε μέσα στη μέρα; Δύο λεπτά; Μέχρι να μπεις στο σπίτι και να ακούσεις τη μάνα σου να βαριανασαίνει για τον ΕΝΦΙΑ; Μέχρι να σε χωρίσει ο “έρωτας της ζωής σου” και να σκεφτείς ότι ο πόνος σου, μπορεί και να είναι θανατηφόρος; Ο Αντώνης Τσαπατάκης, κολυμπάει στις πισίνες και στις σκέψεις μου. Σκέφτομαι, ότι μπορεί τη στιγμή που είδα άδεια την πιστωτική μου και χάλασε το κέφι μου, εκείνος στα δέκα οκτώ του έχανε τον έλεγχο της μηχανής του και έμενε παράλυτος. Και ενώ πασχίζω να βρω χρήματα να τη γεμίσω, να καταναλώσω, να κατακτήσω αυτήν την κοινωνία που μας πνίγει στις πλαστές μας ανάγκες, εκείνος ψάχνει το επόμενο μεγάλο του κύμα πάνω σε μια σανίδα, στο καροτσάκι του. Εννοώ, αυτό που δεν κατάλαβες ναι! Κάνει KAI σερφ εκτός απο κολύμβηση, βάζει τις ρόδες του καροτσιού του, σε μια σανίδα.

Νιώθω σαν αυτόν τον τσιγκούνη γέρο από τα παραμύθια, που λίγο πριν αλλάξει η χρονιά τον τριγυρνούν οι ερινύες. Γκρίνια, άγχος, φόβος, ανασφάλεια και κλάματα, μέχρι να κρασάρει το μυαλό μας. Οι επισκέπτες του μυαλού μου δεν έχουν τελειώσει. Μπορώ να δω πολλούς να πασχίζουν να εμφανιστούν μπροστά μου. Μπορεί να μη βλέπουν καλά ή να μη περπατάνε, άλλοι μπορούν απλά να κουνήσουν το κεφάλι τους. Έλα πείτε αλήθεια, που κληρονομήσατε αυτό το χαμόγελο, αυτή τη λάμψη στα μάτια; Περπατάω, βλέπω, χορεύω, κάνω έρωτα, τρέχω και δε φτάνω τη ζωή μου. ΠΩΣ ΤΟ ΚΑΝΕΤΕ;

Ο Παύλος Μάμαλος, κατάφερε να περάσει τη σχισμή του μυαλού μου. Του λέω πως αναρωτιέμαι αν ήμουν ή έγινα αχάριστη, τον βλέπω να ανεβαίνει στο βάθρο και τα δάκρυα του χαράζουν το πρόσωπο μου. Δε βλέπω τι χρώμα έχει η σημαία που κοιτάει, δεν ακούω ποιον ύμνο ψιθυρίζει.

Κρατάει το χρυσό και λίγα λουλούδια, κρατάει τη μέρα που θα ξυπνήσω και δε θα δυσανασχετήσω για τη ζωή μου!

Δε ξέρω πως ξυπνάτε τα πρωινά, ποιες είναι οι πρώτες σας σκέψεις και κουβέντες! Δε ξέρω αν η ζωή είναι για εσάς δώρο ή ένας αγώνας επιβίωσης. Δε ξέρω καν πως θα “ξυπνήσω” από τις σκέψεις μου. Το μόνο που ξέρω, είναι ότι αυτό που ζούμε είναι η μόνη μας παράσταση και εμείς κάνουμε πρόβα. Είμαστε πιο δυνατοί από όσο μας έμαθαν να νιώθουμε. Ας μην περιμένουμε την τραγικότητα της στιγμής να μας το αποδείξει..  

Πάρε και μια ερώτηση κρίσης για το τέλος: